Αλιεύματα: Το μακρύ πλοκάμι των ελληνοποιήσεων

Δεσμεύσεις αλιευμάτων στην ιχθυόσκαλα Κερατσινίου

Η Ελλάδα διαθέτει το 1/5 περίπου του αλιευτικού στόλου της Ευρώπης. Ωστόσο, το μικρό μέσο μέγεθος του κάθε σκάφους, την κατατάσσει 11η σε όγκο συλλεκτικής αλιείας.

Με βάση τα επίσημα στοιχεία, τουλάχιστον 11 χιλιάδες άτομα ασχολούνται άμεσα ως αλιείς. Πολλοί από αυτούς, ειδικά η μεγάλη πλειοψηφία των παράκτιων, αποτελούν πολυαπασχολούμενους αγρότες της υπαίθρου, νησιωτικών ή προβληματικών περιοχών. Η συνοχή των περιοχών αυτών συχνά σχετίζεται με την πορεία της αλιείας.

Σημαντική είναι επίσης η οικονομική και κοινωνική συμβολή της ιχθυοκαλλιέργειας, ενός τομέα που άρχισε να αναπτύσσεται στην Ελλάδα πριν μία εικοσαετία και σήμερα είναι πέμπτος σε μέγεθος στην Ευρώπη. Η μεγάλη εξωστρέφεια των ιχθυοκαλλιεργειών, οι εξαγωγές που υπερβαίνουν σε αξία τα 400 εκατ. ευρώ, υπερκαλύπτεται από τις τεράστιες εισαγωγές αλιευμάτων, νωπών ή κατεψυγμένων.

Η πλειοψηφία των εισαγωγών αυτών προέρχονται από τρίτες χώρες. Κεφαλόποδα, δηλαδή χταπόδια, καλαμάρια, σουπιές, από το Μαρόκο και την Ινδία. Νωπά ψάρια, από την Τουρκία και τη Σενεγάλη. Φιλέτα μπακαλιάρου και σολομός, από τη Νορβηγία. Φιλέτα πέρκας, από την Αφρική. Μεγάλες ποσότητες αλιευμάτων τρίτων χωρών «ξεπλένονται» και εισάγονται χωρίς ελέγχους, από τις χώρες-μέλη της ΕΕ, τη Βουλγαρία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ολλανδία. Τα αλιεύματα αυτά προστίθενται στις εισαγωγές των «γνήσιων» προϊόντων των χωρών αυτών.

Η έρευνα της «ΥΧ» στον τομέα των αλιευμάτων, αναδεικνύει το μεγάλο πρόβλημα ελληνοποιήσεων που υφίσταται.

Η μεγάλη πλειοψηφία των ψαράδων και των εκπροσώπων τους κάνουν λόγο για σοβαρό πρόβλημα. Σε ό,τι αφορά τους άλλους επαγγελματικούς κλάδους, οι χονδρέμποροι συχνά χρεώνουν την ελληνοποίηση στη λιανική ή τους εστιάτορες, ενώ οι τελευταίοι… στους πρώτους.

Εντύπωση προκαλεί ότι άτομα που κατέχουν κρατικές θέσεις, αλλά και έμποροι, υποβαθμίζουν το μέγεθος του προβλήματος, κάνοντας λόγο για περιορισμένες εισαγωγές. Μία συστηματική, όμως, ανάλυση των στατιστικών δεδομένων, διαμορφώνει μία εντελώς διαφορετική εικόνα.

Για κάθε πέντε κιλά ντόπιων νωπών ψαριών που καταναλώνουμε, καταναλώνουμε άλλα τρία κιλά εισαγόμενων. Για κάθε τρία κιλά ελληνικών καραβίδων, γαρίδων, αστακών, εισάγουμε άλλα έξι, δηλαδή τα διπλάσια. Τέλος, για κάθε έξι κιλά σουπιές, καλαμάρια, χταπόδια, νωπά, ντόπια, καταναλώνουμε και άλλα 28 κιλά εισαγόμενα. Η πλειοψηφία αυτών, καταναλώνονται ως ελληνικά.

Οι αρμόδιες υπηρεσίες των περιφερειακών κέντρων ελέγχων, των υπουργείων Γεωργίας και Εμπορίου, έχουν να διανύσουν μεγάλη απόσταση έως ότου ισχυρισθούν βάσιμα ότι περιορίζουν το μέγεθος των ελληνοποιήσεων των ψαριών και των αλιευμάτων συνολικά.

Νίκος Λάππας