Θυσία στους τζίρους των αλυσίδων οι κοτοπουλάδες

Θυσία στον τζίρο η βιωσιμότητα της πτηνοτροφίας. Εντείνονται οι πιέσεις για εκπτώσεις στις τιμές χονδρικής

Έκκληση πτηνοτρόφων να μπουν τα εγγυημένα από το Δημόσιο δάνεια στον εξωδικαστικό

Στις πλάτες των πτηνοτροφικών επιχειρήσεων συνεχίζουν να μεταφέρουν οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ το κόστος των προσφορών στο ράφι, με τις οποίες ενισχύουν τους τζίρους τους, αξιοποιώντας και τη στροφή των καταναλωτών προς το κρέας κοτόπουλου ως μια πιο υγιεινή διατροφική επιλογή.

Όπως μεταφέρουν στην «ΥΧ» στελέχη των επιχειρήσεων του κλάδου, οι πιέσεις για μειώσεις στην τιμή χονδρικής είναι ασφυκτικές και τα περιθώρια αντίδρασης στενεύουν ολοένα και περισσότερο, όσο εντείνεται η συγκέντρωση στο πεδίο του λιανεμπορίου. Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του Αγροτικού Πτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Ιωαννίνων «Πίνδος», Λάζαρο Τσακανίκα, τα σούπερ μάρκετ ζητούν από τους προμηθευτές τους μια μείωση τιμής 10%, εκείνα κάνουν 20% προσφορά, αλλά έχουν εκτιμήσει ότι για κάθε μέρα που βγάζουν σε προσφορά το κοτόπουλο, έχουν μια αύξηση επισκεψιμότητας στα καταστήματά τους κατά 15%. Αυτό σημαίνει αύξηση του τζίρου τους από τα άλλα προϊόντα που θα αγοράσει ο καταναλωτής, μπαίνοντας για το κοτόπουλο.

Μια μέση τιμή χονδρικής προς τα σούπερ μάρκετ είναι τα 1,7-1,8 ευρώ το κιλό από τους προμηθευτές, τονίζει από την πλευρά του στην «ΥΧ» ο οικονομικής διεύθυνσης της «Αμβροσιάδης ΑΒΕΕ», Οδυσσέας Μανωλόπουλος, προσθέτοντας ότι με τις προσφορές κατεβαίνει και στα 1,6 ευρώ. «Τα μεγάλα σούπερ μάρκετ βλέπουν ως καλό κράχτη το κοτόπουλο, για να κερδίσουν από τις άλλες αγορές και αυξάνουν συνεχώς τις προσφορές σε αυτό, είτε στο ολόκληρο είτε στα τεμάχια. Αποτέλεσμα είναι να δεχόμαστε μεγάλη πίεση, κάτι το οποίο επηρεάζει πάρα πολύ τους οικονομικούς δείκτες για όλες τις εταιρείες του κλάδου, συμπεριλαμβανομένων και των μεγαλύτερων από αυτές», επιβεβαιώνει από την πλευρά του. Η πίεση, μάλιστα, εντείνεται και γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τις πτηνοτροφικές επιχειρήσεις να ασκήσουν αντίσταση, όσο τα σούπερ μάρκετ μεγεθύνουν τα μερίδιά τους και αποκτούν όλο και μεγαλύτερα ποσοστά ως κανάλια διάθεσης του προϊόντος στη λιανική.

Ο χάρτης της αγοράς

Οι γνωρίζοντες την αγορά, επικαλούμενοι πρόσφατα δεδομένα, κάνουν λόγο για διάθεση του 60% του κοτόπουλου, χύμα και συσκευασμένου, από τις αλυσίδες, με τάση το ποσοστό αυτό να αυξάνεται. Το υπόλοιπο ποσοστό κατανέμεται κατά 30% στα παραδοσιακά κρεοπωλεία και 10% στα μάρκετ κρεάτων, που τείνουν να αφαιρούν μερίδιο από τα παραδοσιακά κρεοπωλεία. «Η μεγέθυνση των μεριδίων των αλυσίδων του λιανεμπορίου είναι ένα αρνητικό σύμπτωμα για τις εταιρείες μας, γιατί όσο ενισχύεται η θέση τους, τόσο μεγαλώνει η πίεση που ασκείται στους προμηθευτές», επισημαίνει ο κ. Μανωλόπουλος. Αναφερόμενος, δε, στο ίδιο θέμα, ο κ. Τσακανίκας υπενθυμίζει ότι η μεγάλη αύξηση των τιμών των δημητριακών το 2012, σε συνδυασμό με την πίεση που ασκούσαν τα σούπερ μάρκετ, είχε ως αποτέλεσμα πολλές εταιρείες του κλάδου να μην αντέξουν και να οδηγηθούν σε λουκέτο.

Επενδυτικό ενδιαφέρον

Η τάση ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές να στρέφονται σε πιο υγιεινά πρότυπα διατροφής, η χαμηλότερη τιμή του κοτόπουλου σε σχέση με τα άλλα κρέατα, ειδικά στα χρόνια της συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, αλλά και οι αλλεπάλληλες προσφορές-κράχτες των σούπερ μάρκετ στο κοτόπουλο, του προσδίδουν μια ιδιαίτερη δυναμική, καθιστώντας το πρώτο σε κατανάλωση (έρευνα «Marc», Απρίλιος 2017).

Τρίτος μνηστήρας για τον Συνεταιρισμό της Άρτας

Εξαιτίας, μάλιστα, αυτής της δυναμικής –και παρόλο που στην Ελλάδα η πτηνοτροφία, τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να συγκεντρώνεται σε τρεις μεγάλους παίκτες–, στους κύκλους του κλάδου ψιθυρίζεται ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρξουν ανακατατάξεις στον χάρτη της εκτροφής κοτόπουλου, με την παρουσία ξένων εταιρειών που φέρονται να εκδηλώνουν επενδυτικό ενδιαφέρον.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής της οικονομικής διεύθυνσης της «Αμβροσιάδης ΑΒΕΕ», Οδυσσέα Μανωλόπουλο, «το κοτόπουλο δέχτηκε το μικρότερο πλήγμα σε σχέση με τα άλλα κρέατα την τελευταία οκταετία» και, κατά τον ίδιο, παρατηρείται μια τάση για στασιμότητα στη ζήτηση, στα υψηλά όμως επίπεδα που είχε ήδη κατακτήσει, όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση.

Διπλασιάστηκαν οι εισαγωγές σε τρία χρόνια

«Πληγή» για τον κλάδο χαρακτηρίζουν παράγοντες της αγοράς τις εισαγωγές, υποστηρίζοντας ότι μέσα στα τελευταία τρία χρόνια έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Οι ίδιοι αναφέρουν ότι η ανάγκη δεν είναι πραγματική για την κάλυψη των αναγκών της κατανάλωσης, ούτε η ποιότητα είναι εφάμιλλη του ελληνικού προϊόντος, ωστόσο αποτελεί κίνητρο η χαμηλότερη τιμή, από χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία. Το 90% από τις ποσότητες που εισάγονται, αναφέρουν, διοχετεύονται σε ξενοδοχεία κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κυρίως, και σε βιομηχανίες επεξεργασίας και παρασκευής προϊόντων κρέατος, που προορίζονται για χώρους μαζικής εστίασης.