Δυναμώνει στον κάμπο το σπανάκι

Eνώ στην Απολλωνία και τα Γιαννιτσά ο καιρός αποδείχθηκε εχθρός των καλλιεργητών

Σπανάκι

Σοβαρές ανατροπές στη «γεωγραφία» του βιομηχανικού σπανακιού προκαλούν οι μεταβολές των καιρικών συνθηκών, με την ορμή της καλλιέργειας να ανακόπτεται, όπως φαίνεται, στη Μακεδονία, τη στιγμή που ανεβάζει διαρκώς στροφές στη Θεσσαλία.

Ο παγετός και οι έντονες βροχοπτώσεις των τελευταίων ετών έφεραν μεγάλες απώλειες παραγωγής στην Απολλωνία και κυρίως στα Γιαννιτσά, την περιοχή δηλαδή όπου το φυλλώδες αυτό λαχανικό έκανε πριν από 15 χρόνια περίπου τα πρώτα του βήματα στη χώρα μας ως βιομηχανικό προϊόν καλλιεργούμενο με όρους συμβολαιακής γεωργίας. Απόρροια του σκηνικού αυτού –το οποίο, όπως θα δούμε παρακάτω επαναλήφθηκε και τη φετινή σεζόν– ήταν οι επιχειρήσεις, που προμηθεύονται το προϊόν για να το διαθέσουν στην αγορά ως κατεψυγμένο, να αρχίσουν να… στρέφουν το βλέμμα τους νοτιότερα.

Κάπως έτσι ο θεσσαλικός κάμπος έφτασε να θεωρείται σήμερα «ανερχόμενη δύναμη» στο βιομηχανικό σπανάκι, έχοντας ως σύμμαχο και το ζωηρό ενδιαφέρον των παραγωγών της περιοχής για εναλλακτικές επιλογές στο βαμβάκι και στο καλαμπόκι. Αυξήσεις στις εκτάσεις καταγράφονται και στη Θράκη, όπου από τα 200-250 στρέμματα προ τριετίας έχουμε σήμερα φτάσει στα 500 στρέμματα, με την τάση να παραμένει ανοδική. Ο αριθμός των στρεμμάτων, που καλλιεργούνται στη χώρα μας με βιομηχανικό σπανάκι, εκτιμάται ότι άγγιξε φέτος τα 8.000.

Σαμποτάρουν οι καιρικές συνθήκες

Δυναμώνει στον κάμπο το σπανάκιΘύμα των κακών καιρικών συνθηκών έπεσε ένα μεγάλο μέρος της φθινοπωρινής σποράς στη Μακεδονία, όπως λέει στην «ΥΧ» η Ευαγγελία Χριστοδούλου, γεωπόνος της Agrifreda ΑΕ, επιχείρησης που συνεργάζεται με 15 παραγωγούς βιομηχανικού σπανακιού, οι οποίοι καλλιεργούν περί τα 250 στρέμματα σε Γιαννιτσά και Πιερία. «Είχαμε σοβαρές απώλειες στην παραγωγή και χάθηκαν πολλά στρέμματα λόγω της βροχής που ‘‘κιτρίνισε’’ το προϊόν. Γι’ αυτό και μπήκαμε στη διαδικασία να προχωρήσουμε αυτές τις μέρες και σε ανοιξιάτικη σπορά», τονίζει. «Είναι κάτι που συνήθως αποφεύγουμε, γιατί δυσκολεύει τον προγραμματισμό του εργοστασίου. Κι αυτό γιατί, λίγο να πάει πίσω η νέα σπορά, μπορεί να συμπέσει με τον αλωνισμό του αρακά και να χάσουμε το δεύτερο χέρι», εξηγεί.

Σύμφωνα με την ίδια, το ενδιαφέρον των παραγωγών για την καλλιέργεια, το τελευταίο διάστημα, εμφανίζεται «παγωμένο». «Πράγματι, πρόκειται για ένα δυναμικό προϊόν, όμως ο άστατος καιρός των τελευταίων 2-3 ετών, σε συνδυασμό με τα όσα έγιναν φέτος με τα capital controls (προπληρωμή εφοδίων, όταν ο κόσμος ήταν απλήρωτος και, μάλιστα, με ΦΠΑ 23%) έκαναν πολλούς αγρότες επιφυλακτικούς. Σε αυτό πρέπει να προσθέσει κανείς και τον ΕΛΓΑ που… σφυρίζει κλέφτικα. Φανταστείτε ότι στην περιοχή μας μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο πληρώθηκαν παραγωγοί για φασόλια που χάθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2014», σημειώνει η κα Χριστοδούλου.

Το κόστος της καλλιέργειας διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και κυμαίνεται από 150 έως 250 ευρώ το στρέμμα

«Επομένως», καταλήγει «είναι πολύ δύσκολο ένας παραγωγός να μπει στη διαδικασία να βάλει σπανάκι, όταν πρόκειται για μια δαπανηρή καλλιέργεια που δεν γνωρίζει αν θα βγάλει και πότε τα έξοδά του».

Πάει για διπλάσια στρέμματα ο ΘΕΣΓΗ

Δυναμώνει στον κάμπο το σπανάκιΔιαφορετική είναι η εικόνα που δίνει στην «ΥΧ» ο Παναγιώτης Καλφούντζος, πρόεδρος του συνεταιρισμού ΘΕΣΓΗ, ο οποίος την περασμένη σεζόν ξεκίνησε συμβολαιακή συνεργασία με την Μπάρμπα Στάθης ΑΒΕΕ σε 500 στρέμματα και φέτος προχώρησε στον διπλασιασμό τους. Μάλιστα, όπως μας λέει, ο καλός καιρός, αλλά και τα χώματα της περιοχής (μεγάλη απορροφητικότητα) βοήθησαν να γίνουν συνολικά τέσσερις σπορές, η τελευταία τον Ιανουάριο. Στόχος του ΘΕΣΓΗ είναι την επόμενη χρονιά να διπλασιάσει εκ νέου τις εκτάσεις, φτάνοντας τα 2.000 στρέμματα. Όπως παραδέχεται ο ίδιος, το ενδιαφέρον των βιομηχανιών είναι «πολύ μεγάλο και οι προτάσεις που έχουμε φτάνουν για 10.000 στρέμματα».

Στόχος του ΘΕΣΓΗ είναι την επόμενη χρονιά να διπλασιάσει εκ νέου τις εκτάσεις, φτάνοντας τα 2.000 στρέμματα

«Πόδι» στη Θεσσαλία έβαλε από πέρυσι και η εταιρεία Altera, συνάπτοντας συνεργασία με τέσσερις αγρότες από το Συκούριο για την καλλιέργεια 250 στρεμμάτων. Σύμφωνα με πληροφορίες της «ΥΧ», τελευταία στο παιχνίδι έχουν μπει και μικρότεροι έμποροι, οι οποίοι ενδιαφέρονται για τη διάθεση σπανακιού στις λαχαναγορές της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας, με αποτέλεσμα τα συνολικά στρέμματα που καλλιεργούνται στον κάμπο με σπανάκι να ξεπερνούν πλέον τα 2.000 στρέμματα.

Αβαντάζ η πολυκαλλιέργεια

Δυναμώνει στον κάμπο το σπανάκι Άκρως δυναμική καλλιέργεια, η οποία μπορεί να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των παραγωγών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε πολυκαλλιέργειες, θεωρεί το βιομηχανικό σπανάκι ο επικεφαλής της Οικοαγροτική ΑΕ, Γιάννης Παυλούδης. Η εταιρεία, που εδρεύει στη Θράκη, απορροφά αυτήν τη στιγμή προϊόν από 500 στρέμματα, όταν πριν από τρία χρόνια στην περιοχή δεν ξεπερνούσαν τα 200 στρέμματα. «Στην περιοχή μας, έχουμε δύο φορές παραγωγή, βέβαια οι θερμοκρασίες δεν είναι τόσο υψηλές», εξηγεί στην «ΥΧ».

«Οι ιδανικές θερμοκρασίες για το σπανάκι είναι μεταξύ 20 και 25 βαθμών, δεν χρειάζεται πολύ νερό, γιατί μπορεί να κιτρινίσει, και απαιτείται πολύ καλή προετοιμασία πριν από τη σπορά, ώστε να μην μπουν άλλες καλλιέργειες μέσα, καθώς μετά είναι δύσκολος ο καθαρισμός», εξηγεί.

Το κόστος της καλλιέργειας διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και κυμαίνεται από 150 έως 250 ευρώ το στρέμμα, ενώ σε περίπτωση που δεν υπάρχει ιδιόκτητο χωράφι πρέπει να προσθέσουμε στην εξίσωση και επιπλέον 50 ευρώ για το ενοίκιο. Οι αποδόσεις κινούνται περίπου στον 1,5 τόνο το στρέμμα και, για το δεύτερο «χέρι», μπορούν να φτάσουν τους 2,5 τόνους το στρέμμα.  Οι τιμές που δίνουν οι βιομηχανίες είναι σταθερές τα τελευταία χρόνια και κυμαίνονται από 16 έως 20 λεπτά το κιλό στον παραγωγό.

Απειλεί το «κιτρίνισμα» των φύλλων

Οι ποικιλίες σπανακιού που σπέρνονται την άνοιξη έχουν μικρότερες αποδόσεις σε σχέση με αυτές που σπέρνονται το φθινόπωρο ή τον χειμώνα. Η πρώτη συγκομιδή αρχίζει 1,5-2,5 μήνες μετά τη σπορά και η δεύτερη 20 ημέρες μετά την πρώτη συγκομιδή.

Σε γενικές γραμμές, είναι ανθεκτικό φυτό και ο μεγαλύτερος «εχθρός» του είναι το πράσινο σκουλήκι, καθώς και το «κιτρίνισμα» των φύλλων, έστω και σε ένα πολύ μικρό ποσοστό καθώς, αν αυτό συμβεί, δεν μπαίνει η μηχανή στο χωράφι για την κοπή. Όσον αφορά την καλλιέργεια για βιομηχανικούς σκοπούς, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και στον καθαρισμό του χωραφιού κατά την προετοιμασία από άλλες καλλιέργειες.

Γιάννης Τσατσάκης