Ευχές στα αρμένικα, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά, αλλά κυρίως στα ελληνικά αφού η πλειοψηφία των κατοίκων της ήταν Έλληνες, ακούγονταν σε κάθε δρόμο και σοκάκι στης πόλης την τελευταία εκείνη πρωτοχρονιά του 22. Η Σμύρνη με την Ευαγγελική Σχολή και τα υπόλοιπα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με τα νοσοκομεία, τα άσυλα, την κοινωνική πρόνοια, τους συλλόγους, τις λέσχες, την καλή κοινωνία, η Σμύρνη του πνεύματος, η Σμύρνη με τον απελευθερωτικό στρατό και τις δεκάξι ορθόδοξες εκκλησιές, έκανε όνειρα και εκείνη την πρωτοχρονιά του 1922.

Στην Αγία Φωτεινή, τη μητρόπολη της πόλης, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, λουσμένος στο φως που του χαρίζουν τα χρυσά του άμφια, καλωσορίζει το νέος έτος. Οι καμπάνες του επιβλητικού ναού χτυπούν χαρμόσυνα όταν το μεγάλο ρολόι δείχνει 12 ακριβώς συμπαρασύροντας σε ένα γαϊτανάκι ήχου όλα τα καμπαναριά των εκκλησιών στην πόλη και στα περίχωρα: το Κορδελλιό, το Καρατάσι, τα Πετρωτά, την Αγία Τριάδα, το Αλάμπεη και το Μερσικλί. Όλοι οι πιστοί ακολουθούσαν τον αρχιεπίσκοπο σα βασιλιά και εύχονταν μαζί του μια καλή χρονιά. Κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν υποψιαζόταν!

Η τελευταία Πρωτοχρονιά της ΣμύρνηςΤα σπίτια με τα ξύλινα κανάτια, τα μεγάλα μπαλκόνια, οι τρούλοι, οι μιναρέδες και η ατμόσφαιρα της Πρωτοχρονιάς έδιναν μια ιδιαίτερη αίγλη, μια αρχοντιά και ένα μυστικισμό στην ακμάζουσα πόλη. Ήταν όλα όπως κάθε χρόνο. Τίποτα δεν προμήνυε τη συμφορά. Ζωή παντού, ζωή που υποδεχόταν ανυπόμονη την καινούργια χρονιά. Στο Παραλλέλι, στις Μεγάλες Ταβέρνες, στο Μπουλβάρ-Αλιότι, στο Κουλέ, στα Τράσα, στη Μπελαβίστα, στους Βερχανέδες, στην προκυμαία του Κορδελιού, άνθρωποι χαρούμενοι επέτρεπαν στον εαυτό τους να αγοράσουν τη χαρά του περιττού από τα μαγαζιά της πόλης, και την τύλιγαν σε μεγάλα ή και μικρά πακέτα, για να τη δωρίσουν στους αγαπημένους τους. Μεθούσαν με τους ήχους από το σαντούρι που περιπλανιόταν άτακτα στους δρόμους της πόλης. Οι μητέρες κακομάθαιναν τα παιδιά τους με περιττά δώρα και παιχνίδια. Όλη αυτή η αστική κοινωνία χόρευε στους ρυθμούς της Πρωτοχρονιάς.

Η τελευταία Πρωτοχρονιά της ΣμύρνηςΟι νοικοκυρές είχαν την τιμητική τους. Η πρωτοχρονιά ήταν μια ευκαιρία να αποδείξουν την τέχνη τους στην παρασκευή γλυκών και φαγητών. Και μιλάμε για Σμυρνιές νοικοκυρές… Η προετοιμασία και παρασκευή της βασιλόπιττας ήταν μια ολόκληρη τελετουργία. Η ίδια τη διακοσμούσε με διάφορα αμύγδαλα, γαρύφαλλα και καρύδια. Η ίδια σχεδίαζε τους δικέφαλους αετούς στην επιφάνεια της, πατώντας μια σφραγίδα σαν αυτή που έχουν οι μοναχοί στις εκκλησίες. Η ίδια τη σταύρωνε και έβαζε μέσα το φλουρί. Η ίδια έπλαθε και διακοσμούσε με ζυμάρι την ημερομηνία…1922… Απερίγραπτη η χαρά των παιδιών και η λαχτάρα τους μεγάλη για το ποιος θα ευνοηθεί με την τύχη του φλουριού… η σκέψη τους στα ρεγάλα και τους μποναμάδες… και οι μεγάλοι, πιο συγκρατημένοι αλλά με την ίδια επιθυμία για τα ρεγάλα. Ήξεραν ότι όλα ήταν αγορασμένα από τη Μπον Μαρσέ και τα καταστήματα της Σμύρνης. Στη ροτόντα της τραπεζαρίας τα καλούδια εκτεθειμένα μέσα σε πιατέλες στρογγυλές, γυάλινες και μπακιρένιες. Καρύδια, μύγδαλα, σύκα, χουρμάδες, δαμάσκηνα και κουκουνάρια κατέληγαν στις τσέπες των παιδιών που δεν σταματούσαν να τα λεηλατούν. Στη μέση ένα αναμμένο κερί έκανε την ατμόσφαιρα κατανυκτική. Τα κάλαντα, οι ευχές και οι πρωτοχρονιάτικές μελωδίες δεν σταματούσαν να συνοδεύουν το φαγοπότι. Η Σμύρνη, η «γκιαούρ Ισμίρ» ζει τις μουσικές και τις μυρωδιές της παραμονής της πρωτοχρονιάς.

Η τελευταία Πρωτοχρονιά της Σμύρνης

Όλες οι Σμυρνιές την παραμονή της πρωτοχρονιάς έστελνε στον πάπα της ενορίας την εικόνα του Αγίου Βασιλείου μαζί με αρτοκλασία για το Ύψωμα. Την επόμενη μέρα όταν τέλειωνε η λειτουργία, ο παπάς επισκεπτόταν το κάθε σπίτι για να ψάλλει το Απολυτίκιο και το Μεγαλυνάριο του Αγίου. Η κάθε νοικοκυρά στεκόταν παράμερα κρατώντας μια άσπρη πετσέτα, και παρακολουθώντας στωικά το τελετουργικό. «Μέγα το όνομα του..», «της Αγίας Τριάδας» συμπλήρωνε η οικοδέσποινα», «πάτερ όσιε βοήθει τους δούλους σου» ξανάλεγε ο πάπας και ύψωνε τον άρτο ψηλά στον ουρανό. Στη συνέχεια τον έκοβε σε ανάλογες μερίδες, για τον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά, τους εορτάζοντες..

Η τελευταία Πρωτοχρονιά της ΣμύρνηςΣτο Γιαλμαντάρ νταγ κάθε πρωί πρωτοχρονιάς ξυπνούσαν και κοιτούσαν το βουνό. Οι άσπρες του κορφές ήταν σημάδι μιας καλής χρονιάς. Στο Τσεσμέ, στο λιμάνι που έγινε συνώνυμο του διωγμού, έκοβαν τη βασιλόπιτα, την μοίραζαν αλλά δεν την έτρωγαν. Άφηναν τα κομμάτια ανέγγιχτα στο τραπέζι μαζί με διάφορα γλυκά και νερό. Το γεύμα του Αϊ Βασίλη όπως το έλεγαν. Επίσης έσφαζαν στο κατώφλι του σπιτιού τους μια κότα, ένα πετεινό ή και ένα διάνο για την καλή χρονιά. Στην Χίο της Βιθυνίας, ο νοικοκύρης του σπιτιού στερέωνε πάνω στη βασιλόπιτα ένα κλαδί ελιάς. Τα μέλη της οικογένειας κάθε ένα με τη σειρά του, έβαζε πάνω στο κλαδί ένα πολύτιμο αντικείμενο του. Βραχιόλια σκουλαρίκια, δαχτυλίδια έμεναν κρεμασμένα εκεί για να τα βρει ο Αϊ Βασίλης και να τα ευλογήσει, για να έχουν οι κάτοχοί τους, τύχη και ευτυχία.

Παρόμοιες στιγμές παντού… Στον Πόντο τοποθετούσαν σε κάθε εικονοστάσι έξι κλαδιά ελιάς και έξι δάφνης. Έρχεται η καλή χρονιά, στο καλό κακοχρονιά, ήταν η ευχή. Στάρι και αλάτι τοποθετούνταν προσεχτικά σε πήλινα κιούπια και σκορπίζονταν στην θάλασσα από τα θηλυκά κάθε σπιτιού. Τα κορίτσια μάζευαν θαλασσινό νερό και το σκόρπιζαν στα δωμάτια για να έχουν πολλά αγαθά. Στη Σινώπη, τοποθετούσαν ένα κλαδί ελιάς πάνω από τζάκι ή στη γωνιά για μακροζωία. Αυτός που έβρισκε το φλουρί είχε μετά ένα ιερό καθήκον. Έπρεπε να πάει ένα κομμάτι βασιλόπιττα αλειμμένο με βούτυρο στη βρύση για να εξευμενίσει το στοιχειό που κατοικούσε σε αυτήν και να φέρει ένα κουβά με καθαρό καινούργιο αγιοβασιλιάτικο νερό στο σπίτι για κάθαρση και ανανέωση.

Η τελευταία Πρωτοχρονιά της ΣμύρνηςΣτις Κυδωνιές, η νοικοκυρά ζωγράφιζε πάνω στη βασιλόπιττα ένα σταυρό «τσιμπητό» για να βγαίνουν τα μάτια των εχθρών τους και να μην τους γλωσσοτρώνε. Με ένα κλαδί ελιάς έκαναν διάφορες ευχές και βασκανίες για να προστατεύονται από τις κακές τις γλώσσες. Το φλουρί όποιος το κέρδιζε το έπαιρνε δανεικό. Η νοικοκυρά το εξαγόραζε γιατί ήταν γουρσουζιά να φύγει από το σπίτι. Στην Κασταμονή, οι νοικοκυρές εκτός από τη βασιλόπιττα ετοίμαζαν παραδοσιακά και τον αϊβαλιώτικο χαλβά. Η επιτυχία του ή όχι του γλυκού εξασφάλιζε και την τύχη του σπιτιού. Μετά τον εσπερινό, μαθητές με λευκούς χιτώνες και πολύχρωμα φαναράκια επισκέπτονταν όλα τα σπίτια. Ρακί και μεζέδες ήταν το κέρασμα για τους μεγαλύτερους, ξηροί καρποί και φρούτα για τους μικρότερους. Τα χρήματα που συγκέντρωναν ήταν αρκετά για να καλυφθούν τα έξοδα για το σχολείο. Στα Κοτύωρα ευνοϊκό σημάδι ήταν να πέσει το φλουρί της βασιλόπιττας στην Παναγιά.

Η τελευταία Πρωτοχρονιά της ΣμύρνηςΤι έγινε εκείνη τη μοιραία χρονιά? Μήπως δεν αποτύπωσαν σωστά τον αετό στη βασιλόπιτα? Μήπως δεν πέτυχε ο χαλβάς της Κασταμονίτισσας? Μήπως τα κλαδιά ελιάς δεν ήταν καινούργια? Μήπως δεν έπιασαν τα ξόρκια της γλωσσοφαγιάς και η άνθηση του ελληνικού στοιχείου στη περιοχή πυροδότησε τη ζήλια των Τούρκων και τις κατάρες των Λεβαντίνων εμπόρων που δεν μπορούσαν πια να θησαυρίζουν από τους Έλληνες? Κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει.. υπήρχε αυτή η νηνεμία, η ευτυχία, η ευφορία, πριν την μεγάλη καταστροφή που κανείς όμως δεν έβλεπε ότι ερχόταν. Δεν είχαν φαντασία? Βρίσκονταν σε άρνηση? Είχαν υπερβολική εμπιστοσύνη και αισιοδοξία? Μπορεί και όλα αυτά μαζί.. Μόνο στο παρασκήνιο αυτού του θεάτρου , όλοι αυτοί που κινούσαν τα νήματα, οι «σκηνοθέτες» της καταστροφής σίγουρα γελούσαν πονηρά. Ήξεραν ότι επρόκειτο για την τελευταία πρωτοχρονιά των Ελλήνων στην Μικρά Ασία.

Μυρσίνη Γρηγόρη