Νέα Μανωλάδα: Η συλλογική προσπάθεια που άλλαξε την καλλιέργεια της φράουλας

Πώς δημιουργήθηκε ένα από τα ισχυρότερα brand φρούτων στη ρωσική αγορά

Νέα Μανωλάδα: Η συλλογική προσπάθεια που άλλαξε την καλλιέργεια της φράουλας

Υλοποιώντας στην πράξη τη φιλοσοφία τους «η ισχύς εν τη ενώσει», τα μέλη της Ομάδας Παραγωγών φράουλας «Υρμίνη» έχουν καταφέρει να αλλάξουν τα δεδομένα στην καλλιέργεια της φράουλας στη χώρα μας.

Με την επίβλεψη έμπειρων γεωπόνων και το ιδανικό μικροκλίμα της περιοχής, δημιούργησαν ένα βασικό παραγωγικό κέντρο καλλιέργειας φράουλας στην Ελλάδα, συνολικής έκτασης 4.000 στρεμμάτων στη Νέα Μανωλάδα. Οι ιδιόκτητες εγκαταστάσεις 6.000 τ.μ., με τη διαδικασία της διαλογής, της συσκευασίας και τους θαλάμους ψύξης και συντήρησης, εξασφαλίζουν ποιοτικό και ασφαλές προϊόν για τον καταναλωτή. Η ομάδα καλλιεργεί τρεις ποικιλίες: τη Φορτούνα, τη Σαμπρίνα και την Καμαρόσα.

Οι φράουλες συλλέγονται από τους χώρους καλλιέργειας των παραγωγών, μεταφέρονται με τα ιδιόκτητα αυτοκίνητα στις εγκαταστάσεις, όπου γίνεται διαλογή και ταξινόμηση της ποικιλίας με την επίβλεψη του γεωπόνου, ζύγιση και αποθήκευση στους ψυκτικούς θαλάμους. Παράγουν και διαθέτουν ετησίως προς πώληση περισσότερα από 5.000.000 κιλά πιστοποιημένο προϊόν στην ελληνική και ευρωπαϊκή αγορά.

Μάλιστα, έχουν δημιουργήσει ένα από τα ισχυρότερα brand φρούτων στη ρωσική αγορά.

Η Ομάδα Παραγωγών «Υρμίνη» δημιουργήθηκε το 2003, όταν 50 παραγωγοί αποφάσισαν να συμπλεύσουν σε μία προσπάθεια προσαρμογής στο νέο παγκόσμιο εμπορικό σκηνικό. Έχει πιστοποιήσει τις φράουλές της ως προς την Ορθή Καλλιεργητική Πρακτική, σύμφωνα με το πρότυπο GlobalGAP IFA 4.00 – Option 2, καθώς και με το Σύστημα Ολοκληρωμένης Αγροπεριβαλλοντικής Διαχείρισης AGROCERT: Agro 2.1-2.2. Σε κάθε παρτίδα φράουλας «Υρμίνη», έχουν πραγματοποιηθεί διεξοδικοί έλεγχοι ως προς την υγιεινή και την ασφάλεια, περιλαμβανομένων των αναλύσεων υπολειμμάτων για τα φυτοφάρμακα. Παράλληλα, η «Υρμίνη» έχει εγκαταστήσει ένα από τα αυστηρότερα συστήματα ηλεκτρονικής ιχνηλασιμότητας, προσφέροντας έτσι τη δυνατότητα της σύνδεσης όλων των καλλιεργητικών δεδομένων του πρωτογενούς τομέα με το τελικό προϊόν που φτάνει στον καταναλωτή.