Χιλιάδες οκάδες βαμβακιού υφασμένες με ιστορίες ανθρώπινης ζωής

Χιλιάδες οκάδες βαμβακιού υφασμένες με ιστορίες ανθρώπινης ζωής, εμπνέουν την παράσταση της Ιόλης Ανδρεάδη

Η ιστορία της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας και των ανθρώπων της φωταγωγεί τη μνήμη, εμπνέει την τέχνη και γίνεται κινητήρια δύναμη στην παράσταση της Ιόλης Ανδρεάδη, με τίτλο «διακόσιες δέκα χιλιάδες οκάδες βαμβακιού ~ μια παράσταση στο Αρχείο».

Πραγματοποιείται επιτόπου στο κτίριο του Ιστορικού Αρχείου του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, στον Ταύρο (Λ. Ειρήνης και Δωρίδος 2) από την 1η Απριλίου έως τις 23 Μαΐου, κάθε Δευτέρα και Παρασκευή στις 20:00, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό και υπόσχεται στους θεατές ρόλο παρατηρητή-μαθητευόμενου αρχειονόμου. Άλλωστε όλη η παράσταση «είναι βγαλμένη από τα άδυτα του αρχείου που δεν χρησιμοποιείται απλώς ως πηγή έρευνας αλλά περισσότερο ως ένας ζωντανός χώρος που περικλείει όλο το θεατρικό συμβάν, από τη γέννησή του ως το τέλος».

«Αυτό που επιδιώκουμε είναι να φέρουμε πιο κοντά τους θεατές όχι με μια εξωτερικής φύσης διάδραση, αλλά με τη συμμετοχή του νου και της καρδιάς. Οι χαρακτήρες που σχηματίστηκαν από την ανίχνευση του αρχείου, ζωντανεύουν μέσα στους χώρους του αρχείου και παραμένουν για πάντα εκεί» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ιόλη Ανδρεάδη.

 Η ιδέα για την παράσταση ήταν πρόταση του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Πειραιώς. Με την καθοδήγηση της προϊσταμένης του Ιστορικού Αρχείου, Λένας Μπενέκη, και αφού μελέτησε τη σχετική βιβλιογραφία και αρχειακό υλικό, η σκηνοθέτης επικέντρωσε την έρευνά της στην άλλοτε ναυαρχίδα της κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα, την Πειραϊκή-Πατραϊκή. Μαζί με τον Αρη Ασπρούλη, που επιμελήθηκαν το σενάριο, εμπνεύστηκαν από τα τεκμήρια και τις λεπτομέρειες εκείνες που τους συγκίνησαν.

Ο τίτλος αυτής της site-specific περφόρμανς αναφέρεται στο χρονικό «Πιστεύοντας εις το μέλλον» (του Χριστόφορου Κατσάμπα εκ των ιδρυτών της Πειραϊκής Πατραϊκής), απόσπασμα του οποίου αποτέλεσε μία από τις πηγές για τη συγγραφή του έργου. «Είναι η ποσότητα βαμβακιού, η οποία επιτάχθηκε από τους Γερμανούς το ’40, προκειμένου να μην κλείσει η Πειραϊκή-Πατραϊκή και να χάσουν τη δουλειά τους τόσοι άνθρωποι. Με έναν τρόπο συμβολίζει για μένα τις αποφάσεις» λέει η Ιόλη Ανδρεάδη μιλώντας για «εκείνες τις αποφάσεις που παίρνει ο καθένας μας στη δουλειά και τη ζωή του, που μπορεί να μην φαίνονται ή ν’ αναγνωρίζονται πάντα με μια πρώτη ματιά ως ιδανικές, αλλά επειδή ακολουθεί το ένστικτό του αυτό από μόνο του έχει κάτι ωραίο. Πριν κρίνουμε αυτόν που πήρε μια απόφαση, καλό είναι να προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση του. Αν συμβεί αυτό τότε δε θα τον κρίνουμε. Δεν θα μπορούμε παρά μόνο να τον αγαπήσουμε» υποστηρίζει.

Φτάνοντας στην είσοδο του Ιστορικού Αρχείου του ΠΙΟΠ, τους θεατές υποδέχονται οι δύο ηθοποιοί της παράστασης (Ιφιγένεια Γρίβα και Κατερίνα Μισιχρόνη) με στολή αρχειονόμου. Στα πρώτα λεπτά της συνάντησης, η μία καταγράφει το όνομα κάθε επισκέπτη και η άλλη τους χωρίζει σε δύο ομάδες: στους «Εργαζόμενους» και στους «Βιομήχανους». Κάθε θεατής φέρει πλέον ένα διακριτικό. Όλοι μαζί προχωρούν στο εσωτερικό του πρώην βιομηχανικού κτηρίου και ξεκινά η περιήγηση στον χώρο και η μύηση στην αρχειακή έρευνα.

Στη συνέχεια, οι δύο ηθοποιοί – ερευνήτριες υποδύονται και από έναν ακόμη χαρακτήρα. Η Ιφιγένεια Γρίβα μεταμορφώνεται σε εργάτρια, μικρασιατικής καταγωγής και η Κατερίνα Μισιχρόνη στον βιομήχανο Μιχαήλ Βρανά (πρόσωπο πλασμένο με βάση χαρακτηριστικά βιομηχάνων των αρχών του εικοστού αιώνα). Οι προσωπικές ιστορίες που αφηγούνται οι δύο ρόλοι είναι βγαλμένες, με τη σειρά τους, από τα αρχειακά τεκμήρια και συμπληρώνουν την εικόνα για το ιστορικό πλαίσιο της εποχής.

Μέσα από πραγματικές αφηγήσεις, φωτογραφίες από εγκαίνια του εργοστασίου, απονομές βραβείων προσωπικού, γενικές συνελεύσεις, ξεναγήσεις, μητρώα εργατών, μισθολόγια, δείγματα υφασμάτων, περιοδικά εποχής, διαφημιστικό υλικό καθώς και ζωντανές συζητήσεις με ειδικούς στην ιστορία των ελληνικών επιχειρήσεων, η Ιόλη Ανδρεάδη «υφαίνει» τη βιωματική παράσταση, η οποία βασίζεται σε ένα παιχνίδι με τη μνήμη.

«Ο χώρος του Ιστορικού Αρχείου του ΠΙΟΠ υπαγόρευσε σε ένα βαθμό την έρευνα, τη συγγραφή του έργου, τη δραματουργία και τη σκηνοθεσία. Ένας χώρος πανέμορφος για να συντηρεί πολύτιμα τεκμήρια, που δεν είναι όμως φτιαγμένος για θεατρική παράσταση, οπότε έπρεπε μέσα σε λίγες μόνο πρόβες να ανακαλυφθούν μυστικά σχετικά με τη δράση των ηθοποιών μέσα σε αυτόν. Έπειτα τα τεκμήρια ήταν εκείνα με τα οποία ένιωσα να συνδέομαι, λόγω και της προσωπικής μου οικογενειακής ιστορίας – μία γιαγιά με οίκο μόδας, μία προγιαγιά που μόλις έφτασε στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έγινε ράφτρα και κεντήστρα στου Λαμπρόπουλου» συμπληρώνει η σκηνοθέτης.