Στην 3η θέση της παγκόσμιας κατάταξης το ελληνικό ακτινίδιο – Αλματώδης αύξηση εξαγωγών

Στην τρίτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης στην παραγωγή ακτινιδίων, έναντι της τέταρτης που κατείχε τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να αναρριχηθεί η Ελλάδα κατά την εμπορική περίοδο 2017-2018. Παράλληλα, οι τιμές του φρούτου καταγράφονται ήδη σημαντικά αυξημένες, τόσο για τον παραγωγό, όσο και για το εξαγόμενο προϊόν, όπως προκύπτει από ρεπορτάζ του ΑΠΕ-ΜΠΕ.

«Περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η παραγωγή στη Χιλή, χώρα την οποία θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι θα προσπεράσουμε, ώστε με “χειροκροτήματα” να κατακτήσουμε την τρίτη θέση, μετά την Ιταλία και τη Νέα Ζηλανδία» ανέφερε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών «INCOFRUIT-HELLAS», Γιώργος Πολυχρονάκης.

Αλματώδης αύξηση εξαγωγών. Έως και 22,64% η φετινή άνοδος της παραγωγής

Σε έντονα ανοδική πορεία βρίσκονται, ήδη, οι εξαγωγές ελληνικού ακτινιδίου, ενώ αυξάνεται σημαντικά και ο αριθμός των νεοεισερχομένων παραγωγών στην καλλιέργεια ακτινιδίου στη χώρα μας, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ενίσχυση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, σημείωσε ο κ. Πολυχρονάκης.

Όπως τόνισε, την εμπορική περίοδο 2017-2018 η ελληνική παραγωγή ακτινιδίου εκτιμάται ότι θα κυμανθεί από 240.000 έως και 260.000 τόνους, αυξημένη σε ποσοστό άνω του 22%, έναντι του αντίστοιχου διαστήματος 2016-2017, οπότε καλλιεργήθηκαν 90.900 στρέμματα και η παραγωγή ανήλθε σε 212.296 τόνους. Υπενθυμίζεται, ότι την εμπορική περίοδο 2015-2016 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στην Ελλάδα διαμορφώνονταν σε 84.30 στρέμματα και η παραγωγή ανήλθε σε 198.757 τόνους.

Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές εξαγωγές ακτινιδίου, σύμφωνα με τον ίδιο, ήδη, καταγράφεται σημαντική αύξηση: Στις 19 Ιανουαρίου 2018, οι ελληνικές εξαγωγές ακτινιδίου βρίσκονταν στο +38%, ήτοι στους 94.000 τόνους, έναντι 68.000 τόνων την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Μάλιστα, στους συγκεκριμένους αριθμούς δεν περιλαμβάνεται «η ατυποποίητη εξαγωγή του προϊόντος προς την Ιταλία, που υπολογίζεται ότι στις 19/1 φέτος υπερέβαινε τους 50.000 τόνους, αν και κάποιοι την προσδιορίζουν σε 29.000 τόνους, από 8.000 την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι».

Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Πολυχρονάκης εκτίμησε ότι οι φετινές ελληνικές εξαγωγές ακτινιδίου θα σημειώσουν νέο ρεκόρ, φτάνοντας στους 140.000 τόνους, ενώ υπενθύμισε ότι πέρυσι διαμορφώθηκαν σε 120.725 τόνους (116.201 τόνους το 2014-2015 και 81.998 τόνους το 2013-2014), με την αξία τους να φτάνει στα 76,8 εκατ. ευρώ.

Να προωθηθούν ταχύτερα οι διμερείς φυτοϋγειονομικές συμφωνίες

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο ειδικός σύμβουλος του «INCOFRUIT-HELLAS» επισήμανε ότι ενώ οι εξαγωγές ελληνικού ακτινιδίου «έχουν βρει καλό βηματισμό, με διεύρυνση του μεριδίου τους στις παραδοσιακές αγορές», ωστόσο, θα μπορούσαν να «καλπάζουν» και να διεισδύουν και σε νέες αγορές δυναμικά, «εάν σε επίπεδο κράτους ασκούνταν μεγαλύτερες πιέσεις». Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, «η κυβέρνηση πρέπει να τρέξει με γοργότερο ρυθμό κάποιες διαδικασίες που αφορούν την υπογραφή διμερών φυτοϋγιειονομικών συμφωνιών με άλλα κράτη και τότε δεν αποκλείεται οι ελληνικές εξαγωγές, με ορμητήριο το ακτινίδιο, να πατήσουν γκάζι με μεγαλύτερη ταχύτητα, δίνοντας ώθηση και διέξοδο και σε παραγωγούς που καλλιεργούν άλλα είδη φρούτων». Ως παράδειγμα, ανέφερε ότι εκκρεμεί από το 2012 η υπογραφή σχετικής συμφωνίας με τη Νότιο Κορέα «και για αυτό οι ελληνικές εξαγωγές στην εκεί αγορά είναι μηδενικές».

Στη μακρινή Κίνα, ειδικότερα στο Χονγκ Κονγκ, πρόσθεσε, οι εξαγωγές ελληνικού ακτινιδίου «δεν πάνε όσο καλά θα μπορούσαν, όχι λόγω προβλημάτων στη μεταξύ μας συνεργασία, αλλά επειδή επιθυμία τους αποτελεί η εισαγωγή ελληνικού ακτινιδίου “πακέτο” με άλλα φρούτα, π.χ., κεράσι, δαμάσκηνο, επιτραπέζια σταφύλια και πορτοκάλια, όπως κάνουν με επιτυχία οι Ισπανοί, που μάλλον πιέζουν ασφυκτικά και έχουν τα καλά αποτελέσματα». Χαρακτηριστικά είπε ότι οι Ισπανοί «το 2015 έβαλαν στην αγορά της Κίνας τα εσπεριδοειδή και το 2016 τα πυρηνόκαρπα. Γιατί όχι και εμείς που έχουμε τόσο καλές σχέσεις σε επίπεδο κρατών;»

Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Πολυχρονάκης υπογράμμισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι ενόψει της επίσκεψης του υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Βασίλη Κόκκαλη, στην Κίνα και σε συνέχεια συνάντησης με εμπλεκόμενους φορείς, οι παρευρισκόμενοι ενημερώθηκαν ότι «τελικά θα τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεών τους ένα καλάθι προϊόντων που αφορά στα δαμάσκηνα, κεράσια, πορτοκάλια και επιτραπέζια σταφύλια πρωτίστως, και στα ροδάκινα, νεκταρίνια, φράουλες και βερίκοκα ακολούθως».

Αναφορικά με τη Σαουδική Αραβία, ο ίδιος σημείωσε ότι με βάση τη ζήτηση στην αγορά, υπάρχει ανάγκη επέκτασης των διμερών φυτοϋγιειονομικών συμφωνιών και, κυρίως, στα πυρηνόκαρπα και τα πράσινα μήλα. Πάντως, τόνισε την ανάγκη «εκκίνησης εξαγωγών του ελληνικού ακτινιδίου σε τρίτες χώρες εκτός ΕΕ και αυτές της νοτιοανατολικής Ασίας».

Σε ανοδική πορεία και οι τιμές

Το ακτινίδιο, που εξασφαλίζει καλό εισόδημα για τον οικογενειακό προϋπολογισμό, όπως λένε οι ίδιοι οι παραγωγοί, παρουσιάζει ανθεκτικότητα σε αντίξοες συνθήκες και προσελκύει συνεχώς νέους παραγωγούς. Έτσι, μπορεί πολλοί παραγωγοί ακτινιδίου να είχαν πανικοβληθεί λόγω του ρωσικού εμπάργκο, φοβούμενοι ότι θα «χάσουν» τις υψηλές πωλήσεις τους στη χώρα (χιλιάδες τόνοι ακτινιδίων ετησίως), ωστόσο το φρούτο, αντίθετα με τα ροδάκινα, βρήκε διέξοδο και πλέον απορροφάται. «Κλειδί» για τη συνέχιση της θετικής πορείας του ελληνικού ακτινιδίου είναι κυρίως η διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος, επανέλαβε ο κ. Πολυχρονάκης.

Αναφορικά με τις φετινές τιμές, ο ίδιος επισήμανε ότι καταγράφονται αυξημένες. Όπως είπε, η τιμή παραγωγού τρέχει φέτος με ρυθμό +30% (πέρυσι ήταν 55-65 λεπτά/κιλό), ενώ η τιμή εξαγωγών βρίσκεται στο 1 ευρώ/κιλό, από 75 λεπτά/κιλό την προηγούμενη εμπορική περίοδο.

«Όχι» στην πρόωρη συγκομιδή

«Δυστυχώς, ενώ οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας τα τελευταία έξι χρόνια αυξάνουν θεαματικά, η τακτική ορισμένων παραγωγών να προχωρούν σε συγκομιδή νωρίτερα από τον κατάλληλο χρόνο και χωρίς άδειες από τις αρμόδιες υπηρεσίες, θέτει σε μεγάλο κίνδυνο το κύρος της χώρας μας ως προς την ποιότητα των εξαγόμενων προϊόντων, υπογράμμισε ο κ. Πολυχρονάκης. Επανέλαβε, δε, το αίτημα του Συνδέσμου για την ανακοίνωση, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, ενιαίας ημερομηνία συγκομιδής για το προϊόν «με σοβαρότητα και με πλαίσιο σωστά κααταρτισμένο. Όχι μπακαλίστικα πράγματα. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό».

Όπως εξήγησε, η πρόωρη συγκομιδή «εγκυμονεί» σοβαρούς κινδύνους και απειλεί μεσοπρόθεσμα τις συνολικές καλλιέργειες, καθώς η υποβάθμιση του προϊόντος μπορεί να οδηγήσει σε επανάληψη της ιστορίας με τα πορτοκάλια, τα οποία κάποιοι έπαιρναν νωρίτερα, τα έβαζαν σε φούρνους και τα έστελναν για εξαγωγή σε ευρωπαϊκές χώρες, όπου δεν γινόταν κατανάλωση, καθώς τα φρούτα κυριολεκτικά δεν τρώγονταν…

Υπενθυμίζεται, ότι η πρόταση που είχαν καταθέσει αρμόδιοι φορείς προς τις ελεγκτικές υπηρεσίες είναι, με βάση την εμπειρία των 40 και πλέον χρόνων στην παραγωγή ακτινιδίου στην Ελλάδα, η ημερομηνία έναρξης συγκομιδής ακτινιδίων -εξαιρουμένων των πρώιμων ποικιλιών, όπως τα summer Kiwi- να μην ξεκινά νωρίτερα από τις 20 Οκτωβρίου. «Μόνο τότε τα ακτινίδια έχουν τα αναγκαία ποιοτικά, γευστικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά για τη συγκομιδή και κατανάλωσή τους» συμπλήρωσε ο κ. Πολυχρονάκης.

Μάλιστα, για τα ακτινίδια Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ενδειξης-ΠΓΕ (της Πιερίας και της Σπερχειάδας, με ποσοστό παραγωγής που αντιστοιχεί στο 50% της συνολικής εθνικής παραγωγής), σύμφωνα με τις σχετικές κοινοτικές διατάξεις, απαιτούνται ακόμη υψηλότερα από τα αναγκαία σάκχαρα (6,5-7 βαθμοί brix).

Σε περίπτωση πρόωρης συγκομιδής και τεχνητής ωρίμανσης, «ό,τι επιχειρεί κάποιος να κερδίσει σε αξία, το χάνει σε βάρος, καθώς οι πρόωροι καρποί, πέραν των άλλων μειονεκτημάτων, έχουν και κατά 20% περίπου μικρότερο βάρος από τους συγκομιζόμενους στον δέοντα χρόνο» ανέφερε ο ίδιος.

Αλλαγή νοοτροπίας και περισσότερη έρευνα

Τη θέση του ότι με «ρεαλισμό και αλλαγή νοοτροπίας» η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει στον τομέα του ακτινιδίου έναν «παίκτη που θα έχει ισχυρή φωνή και θα μπορεί να βάζει και να επηρεάζει την αγορά σε παγκόσμιο επίπεδο», παρουσίασε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το μέλος της Διεπαγγελματικής Ακτινιδίου (που λειτουργεί άτυπα περιμένοντας την αναγνώριση από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου), Δημήτρης Μανώσης, πρόεδρος της Βορειοελλαδικής «Ζευς».

Πρωτίστως βέβαια, όπως αναγνώρισε, θα πρέπει να γίνει πραγματικότητα η χάραξη ενός εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού για την αγορά του ακτινιδίου, που αποτελεί μία υποσχόμενη αγορά για τη χώρα μας.

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Μανώσης σημείωσε ότι εδώ και δύο μήνες βρίσκεται σε διαβούλευση νέα Κοινή Υπουργική Απόφαση, αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο της διαδικασίας αναγνώρισης, λειτουργίας και εποπτείας των Γεωργικών Διεπαγγελματικών στη χώρα μας, βάσει των επιταγών της ΕΕ. «Περιμένουμε την οριστικοποίηση του πλαισίου, ώστε να προχωρήσουμε και εμείς στις απαραίτητες αλλαγές του καταστατικού μας και να το οριστικοποιήσουμε και να λειτουργεί πλέον με κάθε επισημότητα η Διεπαγγελματική Ακτινιδίου» τόνισε. Βέβαια, όπως διευκρίνισε, η Διεπαγγελματική Ακτινιδίου, έστω και στο πλαίσιο της άτυπης λειτουργίας της, «παράγει σημαντικό έργο, εντός και εκτός ελληνικών συνόρων».

Σε ό,τι αφορά τη δημιουργία Κέντρου Ακτινιδίου, θέμα που είχε συζητηθεί και με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Βαγγέλη Αποστόλου, ο κ. Μανώσης παρατήρησε πως «μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κάποια εξέλιξη. Το θέμα, όμως, και αυτό πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε, δεν είναι η δημιουργία του. Αυτό που είναι απαραίτητο είναι να συμφωνήσουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι με την αγορά ακτινιδίου ότι είμαστε μαζί, ενωμένοι σαν μια γροθιά».

Το Κέντρο Ακτινιδίου (σ.σ. τα προηγούμενα χρόνια είχε κατατεθεί σχετική πρόταση για εγκατάστασή του στην Κατερίνη), θα μπορέσει, σύμφωνα με τον ίδιο, «να αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ παραγωγών, επιχειρηματιών, αρμόδιου υπουργείου και της επιστημονικής κοινότητας εντός και εκτός ελληνικών συνόρων». Σε αυτό το πλαίσιο, ξεκαθάρισε ότι «το θέμα για τη δημιουργία του δεν είναι το κόστος επένδυσης, αλλά η άρτια στελέχωση και αποδοχή του ρόλου τους, συνολικά».

Μεταξύ άλλων, ο κ. Μανώσης αναφέρθηκε στην ανάγκη να φεύγουν τα εξαγόμενα ακτινίδια από τη χώρα μας συσκευασμένα και τυποποιημένα, ώστε να είναι ιχνηλάσιμα και να προστατεύεται έτσι η φήμη καλής ποιότητας που έχει η Ελλάδα, επισημαίνοντας: «Κάθε χρόνο η κατάσταση χειροτερεύει. Ας σηκώσουμε χειρόφρενο, έτσι ώστε να μην καταλήξει το ελληνικό ακτινίδιο σαν άλλες καλλιέργειες που δεν προστατεύτηκαν».

Ανάγκη να βρεθούν …βαλβίδες εκτόνωσης

Παράλληλα, σημείωσε ότι η ΕΕ δεν μπορεί να απορροφήσει άλλες ποσότητες και για αυτό είναι ανάγκη να βρεθούν «βαλβίδες εκτόνωσης» σε νέες αγορές, όπως η Ν. Κορέα, η Ταϊβάν και η Βραζιλία και ζήτησε εκ νέου να επιταχυνθούν οι διαδικασίες σε διακρατικό επίπεδο, ώστε να υπογραφούν όλα τα απαραίτητα έγγραφα άμεσα και έτσι να προχωρήσουν οι εξαγωγές.

Για την έλλειψη υποδομών σε ψυγεία και διαλογητήρια, ο κ. Μανώσης υπογράμμισε ότι οι αποθηκευτικοί χώροι είναι μέγιστης δυναμικότητας 120.000 τόνων και το «κυριότερο πρόβλημα, μάλιστα, είναι ότι είναι διάσπαρτοι στη χώρα μας». Ο ίδιος πρότεινε να υπάρξει μέριμνα ή και ρύθμιση, ώστε οι υποδομές των ανενεργών συνεταιρισμών να περάσουν στους υγιείς φορείς του αγροτικού χώρου, τονίζοντας πως «εάν βγουν στο σφυρί, εκτός του κριτηρίου που θα τεθεί για το κόστος, ψηλά πρέπει να βρίσκεται στη λίστα και το θέμα αυτά να δοθούν πραγματικά σε σοβαρούς επιχειρηματίες που όντως τα χρειάζονται για την εργασία τους».

Τέλος, ερωτηθείς για τις κιτρινόσαρκες ποικιλίες ακτινιδίου, που κερδίζουν ολοένα και περισσότερο τους καταναλωτές ανά τον κόσμο, ο κ. Μανώσης απάντησε ότι η «Ζευς» στο τέλος του 2018 θα ξεκινήσει, έστω και δειλά, τη φύτευση τριών ποικιλιών και σε δύο χρόνια «θα έχουμε και παραγωγή».

ΑΠΕ