4 χρόνια ρωσικού εμπάργκο: Διαπιστώσεις και προτάσεις

γράφει ο Γιώργος Πολυχρονάκης, Ειδικός Σύμβουλος του INCOFRUIT-HELLAS

rosiko-empargo-poutin

Στις 6 Αυγούστου 2014, πριν από τέσσερα χρόνια, ο πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, υπέγραψε το διάταγμα που απαγόρευε τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων τροφίμων, όπως λαχανικά και φρούτα, από χώρες που υποστήριξαν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας για τη σύγκρουση με Ουκρανία. Πρόσφατα, η απαγόρευση πήρε παράταση μέχρι τα τέλη του 2019.

Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, η Κίνα, η Αίγυπτος η Τουρκία και το Μαρόκο ωφελήθηκαν περισσότερο από το ρωσικό εμπάργκο στα ευρωπαϊκά φρούτα και λαχανικά, μαζί με άλλες χώρες, όπως η Λευκορωσία και το Αζερμπαϊτζάν.

Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία για τις εισαγωγές του κλάδου στη Ρωσία, ένα έτος πριν από την απαγόρευση των εισαγωγών (2013) και τα αντίστοιχα του 2017, που επεξεργάστηκε ο Incofruit – Hellas, βάσει στοιχείων της Ομοσπονδιακής Τελωνειακής Υπηρεσίας της Ρωσίας.

Η εγχώρια παραγωγή εξισορρόπησε το εμπάργκο

Το 2013, η Ρωσία εισήγαγε φρούτα αξίας 4,81 δισ. ευρώ και λαχανικά αξίας 2,16 δισ. ευρώ, που το 2017 μειώθηκαν σε 4,14 και σε 1,58 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Ως προς τις ποσότητες, για το 2013 εισήχθησαν φρούτα 6,35 εκατ. τόνοι και λαχανικά 2,98 εκατ. τόνοι, που το 2017 μειώθηκαν αντίστοιχα σε 5,54 εκατ. και 2,47 εκατομμύρια τόνους. Παρατηρείται μια σχετική αποκατάσταση των εισαγωγών της σε φρούτα, κυρίως σε μπανάνες και μανταρίνια, στα δε λαχανικά η αποκατάσταση είναι συμπληρωματική της δικής της παραγωγής, καθώς αυτά τα χρόνια η Ρωσία την προωθεί τα μάλα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην κατασκευή μεγάλων επεκτάσεων θερμοκηπίων.

Το 2013, έτος πριν από την έναρξη ισχύος του εμπάργκο, οι κύριοι προμηθευτές σε φρούτα και λαχανικά στη Ρωσία ήταν: Εκουαδόρ με 1,28 εκατ. τόνους, η Τουρκία με 1,15 εκατ. τόνους, ακολουθούμενη από τις Πολωνία (977.000),  Κίνα (655.000), Ισπανία (412.000), Μαρόκο (326.000), Ολλανδία (255.000) και Ελλάδα με 140.000 τόνους.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το 2017, το Εκουαδόρ ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής της Ρωσίας, κυρίως με την αύξηση των μπανανών, με 1,48 εκατ. τόνους, ακολουθούμενο από την Τουρκία με 1,01 εκατ. τόνους (παρά το εμπάργκο που κράτησε έναν χρόνο), την Κίνα με 747.000 τόνους (ο μεγαλύτερος προμηθευτής λαχανικών) και πιο πίσω τις Λευκορωσία με 541.000 τόνους, Αίγυπτο με 418.000, Αζερμπαϊτζάν με 410.000, Μολδαβία με 346.000 και Μαρόκο με 335.000 τόνους.

Οι ελληνικές πωλήσεις φρούτων και λαχανικών στη Ρωσία το 2017 μειώθηκαν κατά 164,48 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2013, όταν η Ρωσία αποτελούσε το 12% των συνολικών εξαγωγών της χώρας μας σε φρούτα και κηπευτικά.

Τα κυριότερα ελληνικά φρούτα-λαχανικά που εισήχθησαν το 2013 στη Ρωσία

Προϊόν

Αξία σε χιλ. ευρώ

Ποσότητες σε τόνους

% Ποσοστό επί συνόλου εξαγωγών

Βερίκοκα

2.442

2.022

12,7%

Κεράσια

17.160

12.376

52,5%

Ροδάκινα & Νεκταρίνια

47.733

42.835

37,9%

Μήλα

2.549

3.216

5,9%

Φράουλες

35.856

21.959

64,4%

Ακτινίδια

37.023

36.612

37,3%

Πορτοκάλια

1.326

1.787

0,5%

Μανταρίνια

9.926

12.383

14,2%

Ντομάτες

123

114

0,6%

Αγγούρια & αγγουράκια

6.027

4.226

12,1%

Διάθεση προϊόντων σε άλλες αγορές

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση του υπερβάλλοντος όγκου προσφοράς που δημιούργησε το εμπάργκο που επέβαλε η Ρωσία. Πρέπει, όμως, να τονίσουμε τον ρόλο που διαδραμάτισαν τόσο οι παραδοσιακές καταναλωτικές αγορές όσο και άλλοι προορισμοί, όπως η αραβική χερσόνησος (κυρίως Σαουδική Αραβία), Μέση Ανατολή, βαλκανικές χώρες και βεβαίως χώρες της Νότιας Ασίας (Κίνα, Ινδία, Ινδονησία κ.ά., σε μικρές αρχικώς ποσότητες), οι οποίοι συνέβαλαν στην αποκατάσταση της ισορροπίας στις εξαγωγές του κλάδου. Ως αποτέλεσμα, έχουμε αύξηση των εξαχθέντων ποσοτήτων και αξιών κατά 11,6% και 10,7% σε σχέση με το 2013, αφού παρατηρήθηκε μικρή κάμψη κατά τα δύο πρώτα χρόνια, και στην τρέχουσα περίοδο μέχρι σήμερα έχουμε περαιτέρω αύξηση 12,8% και 20% αντίστοιχα, έναντι του 2017.

Ιστορικό της πορείας του εμπάργκο

  • 7/8/2014 επεβλήθη το εμπάργκο από τη Ρωσία, σε αντίποινα μέτρων της ΕΕ για την ουκρανική κρίση.
  • Τέλος Αυγούστου 2014 ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα από την ΕΕ για απόσυρση προϊόντων και ακολούθησαν παρεμφερή, μέχρι και τον Ιούνιο του 2018.
  • Έγινε εγκαίρως αντιληπτό από τις επιχειρήσεις του κλάδου ότι η Ρωσία δεν είναι πλέον ένας στρατηγικός εταίρος για την ΕΕ. Υπήρξαν ευκαιρίες για ανάπτυξη και χωρίς τη Ρωσία, η αγορά της οποίας είχε αρχίσει να θυμίζει καταστάσεις σαν αυτές που είχαν διαμορφωθεί στην πάλαι ποτέ αγορά αποκλειστικής κατεύθυνσης των προϊόντων μας, δηλαδή την αγορά του Μονάχου, που εμπόδιζε την προώθηση και επέκταση των πωλήσεων εκ μέρους του υγιούς μέρους του εξαγωγικού μας εμπορίου και προς άλλες υγιέστερες αγορές της δυτικής Ευρώπης. Προς τη μονοκατεύθυνση της αγοράς αυτής που είχε δημιουργηθεί έχει προσανατολιστεί, πλην λαμπερών εξαιρέσεων, το σύνολο σχεδόν των φορέων της Βόρειας Ελλάδας.
  • Η πορεία που ακολούθησαν μέχρι σήμερα οι εξαγωγές μας, επιβεβαίωσαν την τοποθέτησή μας ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να έχει και μια θετική πλευρά, δηλαδή να ενεργοποιήσει τη χώρα μας και την ΕΕ προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης-διόρθωσης των πολιτικών και προσανατολισμού των εξαγωγών μας. Ήδη έδωσε την ευκαιρία στη χώρα μας να στραφεί τόσο στις παραδοσιακές αγορές όσο και σε νέες, προκειμένου να υπάρξουν θετικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.

Προτάσεις σε ΕΕ και Ελλάδα

  • Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέτυχε στις διαπραγματεύσεις με τη ρωσική πλευρά να τερματίσει το εμπάργκο, που πλήττει την οικονομία των αγροτών της και κατ ‘επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο υφιστάμενος Κανονισμός 1308/2013 δεν παρέχει τη δυνατότητα λήψης μέτρων σε περίπτωση διαταραχών της αγοράς, όπως είναι η συγκεκριμένη περίπτωση.
  • Η ΕΕ χρειάζεται να αναλύσει την κατάσταση του ρωσικού εμπάργκο για την καθιέρωση πιο ευέλικτων και χρήσιμων αντισταθμιστικών μηχανισμών, ώστε να σταθεροποιηθεί η αγορά.
  • Για τη χώρα μας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κλάδος των φρούτων και λαχανικών είναι μια οικονομική δραστηριότητα με μεγάλη βαρύτητα στον τομέα της παραγωγής, των εξαγωγών και της απασχόλησης στη γεωργία. Το μερίδιο του στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων το 2017 αντιπροσωπεύει το 31% του συνόλου.
  • Θα πρέπει, όμως, να εμπλουτιστεί και να επεκταθεί η ελληνική καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών, τόσο από άποψη έκτασης, όσο και με νέες ποικιλίες. Η αλλαγή πλεύσης στις καλλιέργειες θα πρέπει να προβλέπει προϊόντα με διαφορετικά στάδια ωρίμανσης και με μετασυλλεκτική διατηρησιμότητα μέχρι την κατανάλωση, ούτως ώστε να επεκταθεί η καλλιεργητική περίοδος και να εκμεταλλευτούμε όλες τις δυνατότητες γεύσης και καθαρότητας που μας δίνει κλιματικά και γεωγραφικά η Ελλάδα. Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε ποικιλίες της δεκαετίας του ‘60 και του ‘80, ενώ οι ανταγωνιστές μας συνεχώς εμπλουτίζουν την παραγωγή τους με νέες ποικιλίες, υπερπρώιμες και όψιμες, κινδυνεύοντας να βρεθούν εκτός προτιμήσεων αγοράς μεγάλες περιοχές της χώρας.
  • Η κατάσταση των κοινοτικών φρούτων και λαχανικών χρειάζεται μόνιμη προστασία, επειδή η κατάσταση της αγοράς είναι πάντα κρίσιμη, ειδικά από τη στιγμή που η ΕΕ έκλεισε νέες εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες, που μείωσαν τις τιμές διάθεσής τους. Ο τομέας, ενώ αποτελεί ένα μεγάλο και ευαίσθητο τμήμα της συνολικής οικονομίας, εντούτοις δεν χαίρει κάποιας ιδιαίτερης μεταχείρισης. Για την ακρίβεια, οι προβλεπόμενες δαπάνες υποστήριξής του εκ μέρους της ΕΕ είναι ελάχιστες.
  • Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου να συνεχιστεί η βελτίωση του αναπροσανατολισμού των εξαγωγών μας, απαιτείται επίσπευση της υπογραφής Πρωτοκόλλων Φυτοϋγείας με χώρες κυρίως της ΝΑ Ασίας, της Νοτίου Αφρικής και της Νοτίου Αμερικής, που ενδιαφέρθηκαν για εισαγωγή ελληνικών προϊόντων, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να χάνονται αγορές από γραφειοκρατικές καθυστερήσεις προς όφελος των ανταγωνιστών μας. Επισημαίνεται ότι προς την κατεύθυνση αυτήν έχουν ήδη δραστηριοποιηθεί, και μάλιστα με επιτυχία, ανταγωνιστές μας από τις άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ. Επίσης, απαιτείται εντατικοποίηση των ελέγχων για την πάταξη της συνεχιζόμενης διακίνησης ατυποποίητων προϊόντων, που δυσφημούν τα ελληνικά, προκειμένου να μη χαθούν και τα επιτεύγματα της κατάκτησης των μεριδίων μας στις παραδοσιακές μας αγορές.
  • Απαιτούνται γρήγορες και αποφασιστικές ενέργειες για να διασφαλιστεί το μέλλον του κλάδου, τόσο σε επίπεδο ΕΕ, αλλά και στη χώρα μας, με χάραξη στρατηγικής προοπτικών σταθεροποίησης και επέκτασης.