Αδιαπραγμάτευτη για όλους η πληρωμή των προμηθευτών στον έναν μήνα  

Παρεμβάσεις ουσίας στο σχέδιο για τις αθέμιτες πρακτικές από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Πρόγραμμα ενίσχυσης ευπαθών ομάδων από τις λαϊκές αγορές και φέτος

Ουσιαστικές αλλαγές στο σχέδιο οδηγίας της Κομισιόν για τις αθέμιτες πρακτικές στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι οποίες, εφόσον υιοθετηθούν, θα διευρύνουν σημαντικά το πεδίο εφαρμογής της και, παράλληλα, θα ενισχύσουν τη θέση των οργανώσεων παραγωγών απέναντι στις αλυσίδες, ζητά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Στην έκθεση, που παρουσίασε την Τρίτη 10 Ιουλίου ενώπιον των ευρωβουλευτών ο Paolo De Castro, κατ’ αρχάς, γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα μιας σοβαρής παρέμβασης στην αλυσίδα παραγωγής τροφίμων και αγροτικών προϊόντων στην κατεύθυνση της προστασίας των προμηθευτών και, δη, των αγροτών. Οι τελευταίοι, όπως τονίζεται, όντας ο πλέον αδύναμος κρίκος της αλυσίδας, είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, καθώς στερούνται διαπραγματευτικής ισχύος, αλλά και εναλλακτικών επιλογών, ώστε να διαθέσουν τα προϊόντα τους στον τελικό καταναλωτή.

Υπό αυτή την έννοια, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποδέχεται με ικανοποίηση την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία, βέβαια, υπενθυμίζεται ότι αποτελεί τον καρπό διεργασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και μια διετία περίπου. Παρ’ όλα αυτά, προτείνει μια σειρά «διορθωτικών παρεμβάσεων», οι οποίες, όπως αναφέρει, θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα της πρωτοβουλίας και, ταυτόχρονα, να αυξήσουν την προστασία των αγροτών.

Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες προτεινόμενες παρεμβάσεις αφορά την επέκταση της ισχύος της κυοφορούμενης οδηγίας, ώστε, εκτός από τους μικρομεσαίους προμηθευτές – όπως προβλέπει η τελευταία πρόταση οδηγίας της Επιτροπής– να συμπεριλάβει και τις οργανώσεις παραγωγών. Σκοπός της παρέμβασης αυτής, όπως αναφέρεται στην έκθεση, είναι να προστατευτούν από τις αθέμιτες πρακτικές όχι μόνο οι αγρότες, αλλά και οι οργανώσεις τους, το μέγεθος των οποίων είναι συχνά μεγαλύτερο από εκείνο μιας τυπικής μικρομεσαίας επιχείρησης.

Εξίσου σημαντική είναι η προτεινόμενη αλλαγή που έχει να κάνει με τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας στο σύνολο των αγροτικών προϊόντων, και όχι μόνο των τροφίμων. Ο στόχος, όπως τονίζεται, είναι να καταπολεμηθούν οι αθέμιτες πρακτικές σε ολόκληρο το φάσμα της πρωτογενούς παραγωγής, δηλαδή ακόμα και σε κλάδους, όπως π.χ. η βιομηχανία ζωοτροφών, που δεν αφορούν την παραγωγή τροφίμων.

Την ίδια στιγμή, το Ευρωκοινοβούλιο προτείνει να υπόκεινται στη δικαιοδοσία της οδηγίας όλες οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην κοινή αγορά, ακόμα και αν η έδρα τους βρίσκεται εκτός ΕΕ. Ο σκοπός της συγκεκριμένης παρέμβασης, όπως τονίζεται, είναι να προληφθούν εν τη γενέσει τους φαινόμενα που, με μια απλή μεταφορά έδρας, επιχειρήσεις θα μπορούν να παρακάμπτουν τη νομοθεσία εις βάρος παραγωγών και λοιπών προμηθευτών.

Πληρωμή εντός μήνα

Εξάλλου, προτείνεται η καθιέρωση ενός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος εξόφλησης των προμηθευτών τόσο για τα ευαλλοίωτα όσο και για τα μη ευπαθή αγροτικά προϊόντα. Ειδικότερα:

– Πληρωμή εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή του τιμολογίου ή την παράδοση των προϊόντων (σ.σ. ισχύει το αργότερο) για τα ευπαθή και ευαλλοίωτα αγροτικά προϊόντα.

– Πληρωμή εντός 60 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή του προϊόντος για τα υπόλοιπα (μη ευπαθή) αγροτικά προϊόντα.

 Παράλληλα, η έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου ζητά να οριοθετηθεί ένα μάξιμουμ χρονικό διάστημα, εντός του οποίου ο αγοραστής (χονδρέμπορος ή λιανέμπορος) θα μπορεί να ακυρώσει μια παραγγελία ευπαθών αγροτικών προϊόντων από τον παραγωγό. Το διάστημα αυτό (το λεγόμενο «short notice») δεν θα μπορεί να ξεπερνάει τις 60 ημέρες από τη συμφωνημένη ημερομηνία παράδοσης των προϊόντων.

Ετήσιο ραπόρτο από τα κράτη-μέλη

To Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτείνει, ακόμα, κάθε κράτος-μέλος να συμπεριλαμβάνει στην ετήσια έκθεσή του προς την Κομισιόν και μια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που έχουν ληφθεί κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

Παράλληλα, ζητά να ενσωματωθεί στην κοινοτική οδηγία η δυνατότητα όσων προμηθευτών θεωρούν ότι θίγονται από τις πρακτικές των αγοραστών να προχωρούν σε καταγγελίες στις διεθνείς αρχές μέσω των τοπικών εθνικών μηχανισμών. Τέτοιες καταγγελίες θα μπορούν να υποβάλλονται (για λογαριασμό ενός ή περισσότερων μελών) και από οργανώσεις που εκπροσωπούν τους εκάστοτε προμηθευτές.

Τέλος, οι επιφορτισμένες με την τήρηση της οδηγίας αρχές θα πρέπει εντός 60 ημερών από την ημερομηνία που πραγματοποιήθηκε η καταγγελία να ξεκινούν τη σχετική έρευνα, η οποία θα διαρκεί μέχρι και έξι μήνες (με δυνατότητα παράτασης, σε ειδικές περιπτώσεις, για ακόμα ένα εξάμηνο).

«Κλοτσάνε» οι αλυσίδες

Φυσικά, δεν είδαν όλοι με καλό μάτι τις προτάσεις της Ευρωβουλής. Για παράδειγμα, το σκέλος για την επέκταση της ισχύος της προωθούμενης οδηγίας σε όλα τα συλλογικά σχήματα των αγροτών έχει ήδη προκαλέσει τη μήνιν της Eurocommerce, που εκπροσωπεί τις ευρωπαϊκές αλυσίδες και η οποία αντιτείνει ότι αυτός που θα πληρώσει το «μάρμαρο» είναι ο καταναλωτής.

«Η οδηγία υποτίθεται ότι θα βοηθήσει τους αγρότες να κερδίσουν περισσότερα, όμως οι προτεινόμενες αλλαγές δημιουργούν τον κίνδυνο να δώσουν τη δυνατότητα σε πανίσχυρες και πολύ κερδοφόρες πολυεθνικές να αποκομίσουν ακόμα περισσότερα κέρδη από τις τσέπες των Ευρωπαίων καταναλωτών», δήλωνε στα τέλη Ιουνίου –όταν ήδη είχε διαρρεύσει το προσχέδιο της έκθεσης του Ευρωκοινοβουλίου– ο Christian Verschueren, γενικός διευθυντής της EuroCommerce.

Το επιχείρημα της Eurocommerce είναι πως ο όρος «οργανώσεις αγροτών» περιλαμβάνει και μεγάλα συνεταιριστικά σχήματα με ηγετική θέση στους κλάδους που δραστηριοποιούνται (π.χ. Arla, FrieslandCampina), κάτι που πράγματι ισχύει, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να αποτελεί τον κανόνα. «Κάποιοι συνεταιρισμοί κατέχουν μερίδιο άνω του 80% σε κάθε αγορά και, ταυτόχρονα, διαθέτουν παρουσία σε πολλές γεωγραφικές περιοχές. Το ερώτημα, επομένως, που προκύπτει είναι ποιος έχει πραγματική διαπραγματευτική δύναμη ή πραγματική δυνατότητα επιλογής», ανέφερε ο Verschueren, συμπληρώνοντας ότι «μεγάλα πολυεθνικά σχήματα κατέχουν μεγαλύτερη δύναμη από τους χονδρέμπορους και τις αλυσίδες, ενώ τα περιθώρια καθαρού κέρδους τους αγγίζουν το 30%, τη στιγμή που τα αντίστοιχα των σούπερ μάρκετ δεν ξεπερνούν το 3%».