Αγροτική απασχόληση και κόστος εργασίας στην Ευρωπαϊκή Γεωργία

Τις μεγαλύτερες αμοιβές έχουν οι πιο ανταγωνιστικές χώρες

Η απασχόληση στον αγροτικό τομέα αλλά και το κόστος εργασίας, βασικοί τομείς διαμόρφωσης του κόστους παραγωγής, παρουσιάζουν τεράστιες διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ένωσης εργοδοτών στη γεωργία και την κτηνοτροφία GEOPA και την έρευνα που πραγματοποίησε, η πραγματική απασχόληση στον πρωτογενή τομέα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που καταγράφεται, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι στις εκμεταλλεύσεις είναι αυτοαπασχολούμενοι και μη αμειβόμενα μέλη της αγροτικής οικογένειας.

Στην Ελλάδα, το 2013, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ εργάστηκαν 1,2 εκατομμύρια ως αρχηγοί εκμεταλλεύσεων και συμβοηθούντα μη αμειβόμενα μέλη της αγροτικής οικογένειας, 900.000 εποχικοί ή μόνιμοι αγρεργάτες, καθώς και 770.000 κατ’ αποκοπή ή βάσει. Αυτή η μεγάλη συμβολή της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στην οικονομική και κοινωνική συνοχή υποβαθμίζεται. Για την Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία της GEOPA, το 78% των εργαζομένων στις εκμεταλλεύσεις είναι αυτοαπασχολούμενοι και μέλη των αγροτικών οικογενειών. Το 15% αντιστοιχεί στους μόνιμους εργάτες, ενώ το υπόλοιπο 7% συμπληρώνεται από εποχικούς εργάτες. Από τα παραπάνω, διαπιστώνεται πως στην Ελλάδα, το ειδικό βάρος εκτός οικογένειας είναι υψηλό και πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Βέβαια, για να είναι πιο ασφαλές το συμπέρασμά μας, θα πρέπει να υπολογίσουμε και τις ημέρες εργασίας και το ημερομίσθιο κάθε ομάδας.

Συγκεκριμένα, η Γαλλία διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό μόνιμων, αλλά και εποχικών εργατών (200.415 και 1.050.000 αντίστοιχα). Επόμενη στη σειρά είναι η Γερμανία, με 193.000 μόνιμους εργάτες και 330.000 εποχικούς, ενώ τρίτη στον αριθμό των μόνιμων εργατών είναι η Λετονία με 180.994, με μικρότερο όμως αριθμό εποχικών εργατών, που φτάνει τους 106.745. Στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία υπάρχουν πέντε με εννιά φορές περισσότεροι εποχικοί αγρότες από τους μόνιμους. Αντίθετα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, τη Λιθουανία, τη Σουηδία και την Ιρλανδία, ο αριθμός των μόνιμων υπαλλήλων είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των εποχικών. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η αντίθεση αυτή οφείλεται στο γεγονός πως η δεύτερη κατηγορία χωρών έχει περισσότερη κτηνοτροφική δραστηριότητα, που χρειάζεται μόνιμους εργάτες όλο τον χρόνο. Στην Ελλάδα, το 2013 καταγράφηκαν, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, 25.000 μόνιμοι εργάτες, ενώ οι εποχικοί έφτασαν τους 896.000.

Αγροτική απασχόληση και κόστος εργασίας στην Ευρωπαϊκή Γεωργία

Κόστος εργασίας

Τα αποτελέσματα του 2012 δείχνουν ότι από τις 16 χώρες που μελετήθηκαν από την έρευνα της GEOPA, η Δανία είχε το υψηλότερο επίπεδο κόστους, που ξεπερνά τα 28 ευρώ μεικτά ανά ώρα εργασίας (Πίνακας 1). Στη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Φινλανδία, το κόστος εργασίας κυμαινόταν μεταξύ 21 και 24 ευρώ. Στην Αυστρία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και την Ιταλία, το κόστος εργασίας ήταν μεταξύ 13 και 17 ευρώ την ώρα.

Στην Ιρλανδία, το ωριαίο κόστος εργασίας ανέρχεται λίγο πάνω από τα 11 ευρώ, ενώ το κόστος εργασίας στην Ισπανία βρίσκεται κάτω από τα 10 ευρώ. Το ωριαίο κόστος εργασίας είναι σημαντικά χαμηλότερο στην Πορτογαλία, την Ουγγαρία, τη Λετονία, την Πολωνία και τη Λιθουανία, όπου κυμαίνεται μεταξύ των 3 και 5 ευρώ. Στην Ελλάδα, το κόστος εργασίας κυμαίνεται από 25 έως 45 ευρώ την ημέρα, ανάλογα με την περιοχή και τη φύση της εργασίας. Ωστόσο, πολλές φορές παρατηρείται οι εργοδότες να παρέχουν στους εργάτες τροφή και στέγη, γεγονός που δεν πραγματοποιείται σε όλες τις άλλες χώρες.

Από τα παραπάνω, διαπιστώνεται πως οι χώρες που έχουν τις μεγαλύτερες αμοιβές είναι πιο ανταγωνιστικές. Για παράδειγμα, η Δανία έχει καταφέρει να έχει περίοπτη θέση στην αγροτική οικονομία της EE. Το ζήτημα, λοιπόν, της εποχής μας είναι να απαντήσουμε πώς θα γίνει η χώρα μας πιο παραγωγική, όχι με φθηνά μεροκάματα, αλλά με επιχειρηματικότητα, εκπαίδευση και ενσωμάτωση γνώσης και καινοτομίας στην παραγωγή.