γράφει ο Δημήτρης Τζουβάνος, πρώην γ.γ. του υπ. Γεωργίας

Αυτό το κείμενο δεν είναι συνηγορία σε «φιλαγροτικά» αιτήματα και παροχές. Αντίθετα, θέλει τον αγρότη σε πιο επίμοχθη και συστηματική προσπάθεια, ως όρο για αξιοπρεπή βιοτική προοπτική, αλλά και ως όρο για την κοινωνικοοικονομική ανάταξη της χώρας. Κάτι που, με τη σειρά του, απαιτεί την κρίσιμη στήριξη της πολιτείας προς τη δύσκολη αυτή κατεύθυνση, δηλαδή απαιτεί την ουσιαστική και πολύπλευρη αναβάθμιση της αγροτικής πολιτικής. Στοχεύει, έτσι, να επισημάνει στους επιτελείς όλου του πολιτικού φάσματος και τους ειδικούς του τομέα τις σχετικές κρίσιμες ανάγκες και δυνατότητες, όπως και τα κυριότερα ζητήματα σχετικού προσανατολισμού, μέσα στο τοπίο των μύθων.

Σημειώνουμε, εξ αρχής, ότι την ποιοτική οροφή της αγροτικής πολιτικής (και όχι μόνον) καθορίζει η ποιότητα του όλου πολιτικού συστήματος ως εγγύηση μετριοκρατίας, αναξιοπιστίας, πελατειασμού, παρασιτισμού, σχεδιαστικής και εφαρμοστικής αδυναμίας, ό,τι μπορεί να εκφράζει η καθεστωτική συνταγή του «παραλάβαμε χάος – τα δύσκολα στους επόμενους». Η γενικότερα αναγκαία, όμως, ανάταξη, μπορεί να βρει στον αγροτικό τομέα (ΑΤ) ένα παραγωγικό πεδίο αναγκαίων ρήξεων, συγκλίσεων και υπερβάσεων.

Το διεθνές πλαίσιο του ΑΤ

Στους όρους της προϊούσας παγκοσμιοποίησης, το διεθνές πλαίσιο δεν αφορά απλώς την «εξωτερική αγορά» ή την ΚΑΠ. Αφορά το σύνολο των εξελίξεων και ρυθμίσεων που καλύπτουν όλο και περισσότερες βιοτικές πλευρές, επιβάλλοντας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο νόρμες στην παραγωγή, αλλά και την κοινωνική ζωή ευρύτερα. Φυσικά, οι επιπτώσεις στις επί μέρους χώρες, περιοχές και κατεστημένες καταστάσεις διαφοροποιούνται, μαζί με τα σχετικά επίδικα και συγκυριακούς διαγκωνισμούς, ωστόσο το πράγματι επίδικο αφορά τον συνολικό χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες, δηλαδή αφορά τις αντίστοιχες δημιουργικές εθνικές αποκρίσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι το πρόβλημα για τον ΑΤ τίθεται με όρους αναπότρεπτων εξελίξεων αλλά και ιδιαίτερων δυνατοτήτων για απαντήσεις που ούτε εξαντλούνται στην «άμυνα» και σε διεκδικήσεις του τύπου «όλα τα κιλά-όλα τα λεφτά», ούτε περιορίζονται στα διάφορα κλισέ, όπως το περίφημο περί «συγκριτικών πλεονεκτημάτων» και μονομερών εξειδικεύσεων.

georgia-xorafiΗ αειφορία, η απόκριση στην κλιματική αλλαγή, η ενεργειακή στενότητα, η επισιτιστική επάρκεια εν όψει διπλασιασμού των αναγκών τις επόμενες δεκαετίες, η ποιότητα των τροφίμων (ασφάλεια, υγιεινή, διατροφική αξία κ.λπ.), αποτελούν βασικούς άξονες αυτών των εξελίξεων. Κι αυτοί διαμορφώνουν πλαίσιο που δεν μπορεί να παρακαμφθεί, μάλιστα έχοντας αφετηρία τις ιδιαίτερες υστερήσεις και δυνατότητες κάθε χώρας. Όπως επίσης δεν μπορούν να παρακαμφθούν και οι στενότερα οικονομικοί όροι, κυρίως αυτός της παραγωγικότητας-ανταγωνιστικότητας, αυτός της συντελούμενης εισοδηματικής αναδιανομής μεταξύ ανεπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου (σε όλες τις μορφές, περιλαμβανομένης και αυτής της μεταναστευτικής εργασίας) και, ακόμα, αυτός του ορισμένου αποπαρασιτισμού της παραγωγής.

Ο τελευταίος, αποτελώντας «αναγκαστική κάθαρση» του κλυδωνιζόμενου διεθνούς συστήματος, έστω αντιφατική και οριακή, εγείρει ζήτημα αναζήτησης και ανάταξης εκτεταμένων και διαχυμένων παρασιτικών πρακτικών, πέρα από τα εύκολα συνθήματα, ενώ συντελεί μαζί με τους άλλους στον καθορισμό του βασικού οδικού χάρτη του ΑΤ: Περισσότερη και σωστότερη δουλειά, με ανάλογη καθοδήγηση και ουσιαστική στήριξη της πολιτείας, αλλά και με εκτεταμένη αντικατάσταση της βλαχομπαρόκ «ευμάρειας» των προτύπων του νεοελληνικού προοδευταριού, από ουσιαστική βιοτική ποιότητα. Φυσικά, οι αντιστάσεις από ορισμένες πλευρές, αλλά και η δυσκολία της πλειοψηφίας του κόσμου της υπαίθρου και της ανεργίας να ανταποκριθεί (ακόμα και να κατανοήσει τα πράγματα), είναι θέμα αναγκαίας πολιτικής.

Στο ιδιαίτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, το πρόσημο για την ελληνική γεωργία –και όχι μόνον– είναι ιδιαίτερα θετικό. Έως πρόσφατα, το 45% του αγροτικού εισοδήματος προερχόταν από την ΕΕ, αν και παρέρχεται η εποχή όπου οι εισοδηματικές ενισχύσεις είχαν προτεραιότητα έναντι των –καθόλου ευκαταφρόνητων– διαρθρωτικών. Όμως, ο αγροδιατροφικός τομέας θα διατηρήσει υψηλή προτεραιότητα στις ευρωπαϊκές στοχεύσεις και χρηματοδοτήσεις (π.χ. στο τρέχον ΕΣΠΑ) με την εγχώρια αξιοποίησή τους, βέβαια, να αποτελεί άλλο και πονεμένο κεφάλαιο.

Σημασία και υποβάθμιση του ΑΤ

Η συνεισφορά του ΑΤ στο ΑΕΠ, κάτω του 4%, έναντι υπερδιπλάσιας προ 20ετίας, είναι περίπου ανάλογη με αυτή των δυτικών οικονομιών, με τη διαφορά βεβαίως της γενικότερης εδώ πτώσης του συνολικού ΑΕΠ, καθώς και ιδιαίτερες εσωτερικές του διαρθρώσεις και εξελίξεις. Με συνυπολογισμό, όμως, του τομέα εισροών του ΑΤ και κυρίως του τομέα αξιοποίησης και κυκλοφορίας της αγροτικής παραγωγής, το ποσοστό αυτό περίπου υπερτριπλασιάζεται. Αν και η πρωτογενής αύξηση δεν θα σήμαινε ανάλογη αύξηση της συνεισφοράς της όλης αλυσίδας, έχουμε μια πρώτη εικόνα της σημασίας του ΑΤ, η οποία όμως δεν εξαντλείται εδώ.

Ο ΑΤ αξιοποιεί φυσικούς πόρους μη αξιοποιήσιμους εναλλακτικά από άλλους τομείς, αποτελεί βασικό πυλώνα τοπικής κοινωνικοικονομικής ζωής και ανάπτυξης και εξασφαλίζει απασχόληση σε ποσοστό άνω του 10% του συνόλου, εμπλέκοντας όμως διπλάσιο ποσοστό (σε πλήρη και μερική απασχόληση) στις 700.000 αγροτικές εκμεταλλεύσεις της χώρας. Μάλιστα, εξασφαλίζει βιοτικούς όρους υψηλότερους σχετικά με το ονομαστικό εισόδημα των αγροτών, παρά τη μείωσή του τα τελευταία χρόνια. Συνεισφέρει, δε, στο συνολικό ισοζύγιο, με τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων να προσεγγίζουν το 20% των συνολικών εξαγωγών.

Γεγονός, επίσης, αποτελεί η κατά 10% μείωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων την τελευταία 20ετία, η αμφίβολη βιωσιμότητα της πλειοψηφίας των υπολοίπων, ο υποδιπλασιασμός σχεδόν της απασχόλησης την ίδια περίοδο, καθώς και το αρνητικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων στα 2 δισ., με ποσοστό επί των εισαγωγών στο 13%.

Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις δεν μειώνουν τη σημασία του ΑΤ, αντίθετα υπογραμμίζουν ανάγκες ανάκτησης (και υπερκέρασης) χαμένου εδάφους, υπό κατάλληλη αγροτική πολιτική. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ’ όψη ότι το κύριο μέρος των απωλειών αυτών δεν κάλυψαν άλλοι τομείς, αλλά η αργία πόρων και η ανεργία, καθώς και αν συνυπολογισθεί ο ευρύτερος δυνητικός ρόλος του ΑΤ στην κοινωνικοικονομική ανάπτυξη. Ρόλος μακράν των φυσιοκρατικών αντιλήψεων που αναβίωσαν την εποχή της κρίσης (όπως η αστεία συνταγή για πατατοφυτεύσεις στα μπαλκόνια) ή και των εμποροκρατικών αντιλήψεων που κυριαρχούν σε διάφορες συσκευασίες, όπως αυτές της «εξωστρέφειας», των «συγκριτικών πλεονεκτημάτων» και των «γκότζι μπέρι» συγχύσεων. Ρόλος, ακόμα, πέραν του μείγματος φυσιοκρατίας-εμποροκρατίας που εκφράζεται π.χ. στη «διέξοδο» της ριγανοσυλλογής. Ρόλος, ωστόσο, σημαντικής λοκομοτίβας στη συνολική ανατακτική προσπάθεια.

o-sindiasmos-kalliergeiwn-mporei0na-allazei-to-rithmo-anaptixhs-twn-zizaniwnΑν και δεν βρισκόμαστε στην κρίση του 19ου αιώνα και το σταφιδικό σωσίβιο, ούτε στη μεταμικρασιατική κρίση και το αγροτικό επίσης σωσίβιο, παραμένει γεγονός ότι το αγροτικό πλεόνασμα, το θετικό αγροτικό ισοζύγιο, και o ΑΤ ως τομέας έντασης εργασίας, αποτελούν κρίσιμους παράγοντες διεξόδου και ανατροφοδοσίας συνολικά της οικονομίας. Ιδιαίτερα, δε, η υποκατάσταση εισαγωγών, με σημαντικές δυνατότητες εδώ του ΑΤ, μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλά, με επιπτώσεις στις διαρθρώσεις, στην ενδογένεια της ανάπτυξης, στην εξομάλυνση του δυϊσμού της οικονομίας μεταξύ παραδοσιακού και τεχνολογικού τομέα, στην ειδικότερη θετική σύνδεσή του με εγχώριες μικρομεσαίες δραστηριότητες εισροών του, στην καταναλωτική στήριξη άλλων τομέων κ.λπ.

Πέραν όμως αυτών, ο ΑΤ αποτελεί προνομιακό πεδίο «χρηστικής» παραγωγής (σε αντιπαραβολή με τη φετίχ-ανταλλακτική), φρενάροντας κάπως το κοινωνικό φευγατιλίκι προς την ακραία αλλοτρίωση και έλκοντας την κοινωνία στα συγκαλά της. Αυτό, άλλωστε, εκφράζουν ακατέργαστα και οι φυσιοκρατικές εκδηλώσεις που αναφέραμε, θυμίζοντας σε όσους μπορούν να καταλάβουν, ότι όλα αυτά είναι οριακά μεν, οδοδεικτικά δε. Περαιτέρω, ο ΑΤ αποτελεί οιωνεί και υπό καθοδήγηση, φυσικά (με τη ζόρικη έννοια), προνομιακό πεδίο σύγκλισης παραγωγού – καταναλωτή (και υποστηρικτικού δυναμικού), δηλ. πεδίο κοινωνικοπολιτικής απο-σχιζοφρένειας ή αλλιώς πεδίο υπερβατικού κοινωνικού κινήματος. Τα ψιλά αυτά γράμματα κατατίθενται για κατάλληλη χρήση, έστω υπνοπαιδείας κατ’ αρχήν, από όσους δεν έχουν ανάγκη τις παρεξηγήσεις.

Η υποβάθμιση του ΑΤ καταγράφεται μεν σε σχετικές εξελίξεις και δείκτες, στην ουσία όμως αφορά την υποβάθμιση και υποτίμησή του στις πολιτικοοικονομικές προτεραιότητες. Ολόκληρο το αστυφιλικό μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα του 80% των αγροτών –απαραίτητο ως ένα σημείο στους οικονομικούς του όρους και αναπότρεπτο, επίσης ως ένα σημείο, στους κοινωνικούς του όρους–, επέτρεψε μια γρήγορη μεταπολεμική ανάκαμψη και ανάπτυξη, έχοντας όμως σπείρει και τους όρους της σημερινής κρίσης. Σπόροι που ως αίτημα εύκολης ευζωίας, ήσσονος προσπάθειας και στρεβλών κοινωνικών διεκδικήσεων, βρήκαν εύφορο έδαφος τη μεταπολιτευτική περίοδο, ένα έδαφος που αποδείχτηκε γλιστερό.

Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για αυτό. Μακρά σειρά πολιτικών, ιδίως τη μεταπολιτευτική περίοδο (αλλά και οικονομολόγων, ως μη όφειλαν τουλάχιστον αυτοί), υποβάθμισαν τελείως τον ΑΤ στις προτεραιότητές τους. Για τους πολιτικούς, ήταν ένας τομέας-μπελάς, περίπλοκος και δύσκολα διαχειρίσιμος, με μικρή σχετικά προσφορά και μεγάλο πολιτικό κόστος, ένας τομέας «της ΕΟΚ» και όχι των θλιβερών τους προθέσεων και δυνατοτήτων, ένας τομέας που η «ανάπτυξη» έπρεπε να τον παραμερίσει. Και ενόσω αυτό γινόταν σταδιακά και «αυτομάτως», η αγροτική πολιτική αφορούσε περίπου τα ακόλουθα: Πολύμορφη εξαγορά των αγροτών ως κομματική πελατεία, διαμόρφωση και ένταξη στο μπλοκ εξουσίας ενός αγροτοπατερικού καρκινώματος, επικοινωνιακή και αποσβεστική διαχείριση των προβλημάτων του ΑΤ, απόδοση στην «κακή ΕΟΚ» κάθε δυσάρεστης εξέλιξης και, φυσικά, λαίμαργη μάστευση των κονδυλίων της, με τα οποία η πολιτική αυτή χρηματοδοτούταν και με τα οποία αγοραζόταν ο αναγκαίος χρόνος της συρρίκνωσης του ΑΤ υπό το αλησμόνητο όνομα «προσαρμογή».

Ας μην ξεγελιέται, επίσης, κανείς από τις εκάστοτε «φιλαγροτικές» αντιπολιτευτικές κραυγές και πλειοδοσίες της περιόδου. Σήμερα, όλοι ξέρουν τα κοντά πόδια των εύκολων συνθημάτων, ενώ θίξαμε στην εισαγωγή το κλειδί του αναγκαίου πολιτικού συστήματος. Σημασία εδώ έχει ότι η αγροτική πολιτική και οι άνθρωποί της υπολείπονταν δραματικά των αναγκών και δυνατοτήτων του ΑΤ και της χώρας, την οποία αυτός τρέφει πολύμορφα.

Διαρθρωτικά προβλήματα και άνθρωποι

Ας σημειώσουμε, πρώτα, ότι εν γένει η διαρθρωτική παθολογία διαπιστώνεται στο έδαφος της αντιπαραβολής με το βιομηχανικό αγροτικό πρότυπο, μια ξεπερασμένη διαγνωστική του «μεγάλου-ευκολόχρηστου-παραγωγικού», ασφαλώς με ορισμένη αξία αλλά σε καμία περίπτωση επαρκής και διέξοδη. Η απόδειξη είναι το πλήθος των διεξόδων που αναζητήθηκαν διεθνώς προς «το μικρό-το ιδιαίτερο-το λιγότερο παραγωγικό», αναγκαστικών αρχικά (ως άμυνα στον ανταγωνισμό), που ωστόσο σταδιακά έγινε αντιληπτό ότι «μας αρέσει κι όλας». Παράδειγμα εδώ είναι τα προϊόντα ΠΟΠ, ενώ φυσικά η βαρβαρότητα της υπερβολής, της εκζήτησης και του πολύμορφου «δήθεν» παρασιτεί συχνά και πολύμορφα στα πράγματα καθώς και στον αποβλακωμένο καταναλωτή.

Στα όρια της αξίας μιας ελλιπούς (ως άνω) «παραγωγικής» διαγνωστικής, τα διαρθρωτικά προβλήματα του ΑΤ είναι γνωστά. Μέγεθος και πολυτεμαχισμός κλήρου, εσωτερική κλαδική διάρθρωση του ΑΤ, πλήθος και μέγεθος εκμεταλλεύσεων, εδαφοκλιματικές παράμετροι, μειονεκτικότητα περιοχών, ελλιπείς υποδομές, κόστος εισροών, βαθμός τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, βαθμός και δομές καθετοποίησης-αξιοποίησης, βαθμός και δομές συνεργατισμού, κρατική στήριξη κ.λπ. Πολλά από αυτά, βέβαια, έχουν αξιολογηθεί λανθασμένα (π.χ. η εκμηχάνιση συχνά ήταν υπερβολική και κοστοβόρα, και όχι μόνο στο «δυναμικό» τμήμα του ΑΤ, αποτελώντας και δείκτη τάσεων κοινωνιολογικού-πολιτισμικού χαρακτήρα), η γενική όμως εικόνα παραμένει.

Ωστόσο, το σημαντικότερο πρόβλημα, ανάμεσα σε αυτά, αφορά το ανθρώπινο δυναμικό. Ένα δυναμικό άνω των 50 ετών κατά τα 2/3 και άνω των 65 κατά το 1/3, επαγγελματικά ανεπαρκές μέσα στους κόπους του και την ανασφάλεια της αγροτικής παραγωγής, με την άγνοια, την ανεπιδεκτικότητα και την πολύμορφη κλεφτοπολεμική προσπάθεια επιβίωσης και κοινωνικής αναβάθμισης να κυριαρχούν, μέσα στο εχθρικό ή παρελκυστικό τοπίο. Στενά συναρτημένο ζήτημα εδώ και το ειδικότερο και σοβαρό αγρο-κοινωνιολογικό πρόβλημα που περιγράφει η δυσκολία των αγροτών, και ιδίως των κτηνοτρόφων, να βρουν σύζυγο.

Τα προβλήματα ανθρώπινου δυναμικού δεν αφορούν μόνο τους παραγωγούς, αφορούν επίσης το προσωπικό διαμόρφωσης και άσκησης αγροτικής πολιτικής. Σε αυτό, μάλιστα, μπορούν να αναχθούν όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με τις δομές και τις λειτουργίες διοίκησης, σχεδιασμού, χρηματοδοτικής και τεχνικής στήριξης, εκπαίδευσης, εκσυγχρονισμών και καινοτομιών κ.λπ. Αναφέραμε πιο πάνω την υποβάθμιση της αγροτικής πολιτικής –είναι η άλλη όψη ενός υποβαθμισμένου πολιτικού και ανώτερου τεχνικού προσωπικού, είναι το αντίκρισμα της πατροπαράδοτης και καταστροφικής μετριοκρατίας που φόρεσε τον δημοκρατικό μανδύα. Πρέπει να γίνει απολύτως σαφές ότι το κεντρικό πρόβλημα του ΑΤ (και όχι μόνον) είναι η ποιότητα του οδηγητικού της προσωπικού. Τα μεσοστελέχη, οι δομές, τα προγράμματα κ.λπ., αποτελούν γεννήματα αυτού του παράγοντα, και θα ήταν σύντομα ανατάξιμα και αναβαθμίσιμα, υπό κατάλληλους οδηγούς. Βέβαια, αυτό ξεπερνά τα όρια μιας στενά αγροτικής πολιτικής και αφορά, όπως ήδη αναφέραμε, το μείζον πολιτικό σύστημα ως αναπαραγωγό στοιχείο μιας πράγματι λαϊκής, ελεγχόμενης και γνωστικά οδηγητικής πολιτικής ηγεσίας – κυβερνητικής και αντιπολιτευτικής.