Απαιτείται χρόνος και χρήμα για την αδειοδότηση αποσταγματοποιείου

Απαιτείται χρόνος και χρήμα για την αδειοδότηση αποσταγματοποιείου

Ευκαιρίες μέσα από τη Δράση 4.2.3 «Μεταποίηση, εμπορία και ανάπτυξη γεωργικών προϊόντων από επαγγελματίες αγρότες» προσφέρει το νέο ΠΑΑ 2014 – 2020 για τους επίδοξους αποσταγματοποιούς. Μέσα από τη δράση ενισχύονται ιδρύσεις, εκσυγχρονισμοί, επεκτάσεις, μετεγκαταστάσεις κ.ά., ενώ το ύψος της χρηματοδότησης μπορεί να κυμανθεί από 100.000 έως 5.000.000 ευρώ.

Ένα από τα καλά παραδείγματα οικογενειακών αποσταγματοποιείων αποτελεί αυτό της οικογένειας Σπυρόπουλου, που λειτουργεί ως εταιρεία από το 2013 στα Κριεζά της Εύβοιας, στο Αλιβέρι.

Σχετικά με τα βήματα που απαιτούνται, προκειμένου κάποιος να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη μορφή μεταποίησης, η «ΥΧ» επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη της μονάδας,  Φώτη Σπυρόπουλο, ο οποίος μας ανέφερε: «Η προσπάθεια ξεκίνησε το 2012. Η άδεια λειτουργίας, όμως, εκδόθηκε το 2014 λόγω της γραφειοκρατίας. Το μεγάλο κόστος, προκειμένου να βγάλει άδεια ένας επιχειρηματίας που θέλει να ασχοληθεί με το αντικείμενο, είναι η φορολογική αποθήκη. Πρόκειται για ένα κόστος που απαιτεί το τελωνείο, ύψους 70.000 ευρώ σε εγγυητική για τα πρώτα δύο χρόνια και μετά κυμαίνεται βάσει του αλκοόλ που αποθηκεύεις». Στη δημιουργία ενός αποσταγματοποιείου –σύμφωνα με τον επιχειρηματία–, εμπλέκονται το Χημείο του Κράτους, το τελωνείο, η διεύθυνση γεωργίας, οι ΔΟΥ και άλλες υπηρεσίες».

 

Απόσταξη

Το τσίπουρο παρασκευάζεται με την απόσταξη των στεμφύλων (στράφυλα ή τσίπουρα), δηλαδή από τα υπολείμματα των σταφυλιών που μένουν μετά το πάτημα και την εξαγωγή του μούστου για την παραγωγή κρασιού. Επίσης, δυνατή είναι και η απόσταξη ολόκληρων των σταφυλιών. Κατά την απόσταξη μπορούν ακόμα να προστεθούν στον αποστακτήρα, εκτός από τα στέμφυλα, διάφορες αρωματικές ουσίες (γλυκάνισος, μάραθος, σχίνος). Η ποιοτική παραγωγή του τσίπουρου απαιτεί αργή απόσταξη σε ήπια θερμοκρασία και σωστό διαχωρισμό του αποστάγματος σε τρία στάδια: κεφαλές – καρδιά – ουρές. Η καρδιά, που περιλαμβάνει τα επιθυμητά συστατικά, είναι η βάση για την παραγωγή ποιοτικού τσίπουρου. Συχνά, το τσίπουρο αποστάζεται και δεύτερη φορά.

 

Συστατικά

Σε γενικές γραμμές, τα συστατικά του τσίπουρου –σύμφωνα με τους ειδικούς– συμπεριφέρονται ως εξής: Η αιθυλική αλκοόλη αποστάζεται αρκετά στην αρχή, αυξάνεται ελαφρώς στη συνέχεια και ελαττώνεται στο τέλος. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανώτερες αλκοόλες (αμυλικές). Η ακεταλδεΰδη και ο οξικός αιθυλεστέρας βγαίνουν πολύ υψηλά στην αρχή και πολύ γρήγορα μειώνονται. Αντίθετα, η μεθανόλη ξεκινάει σε σχετικά χαμηλή ποσότητα στην αρχή, στη συνέχεια αυξάνεται και κορυφώνεται προς το τέλος. Η φουρφουράλη αποστάζεται το ίδιο σε όλη τη διάρκεια της απόσταξης. Σύμφωνα με αυτά, λοιπόν, μπορούμε να χωρίσουμε την απόσταξη σε τρία στάδια: τις κεφαλές, την καρδιά και τις ουρές.

Καρδιά

Όπως μας εξήγησαν όσοι ασχολούνται με την παραγωγή, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το τσίπουρο που όλοι γνωρίζουμε και καταναλώνουμε αποτελείται από την καρδιά. Οι «κεφαλοουρές» είναι ποιοτικά υποδεέστερες, διότι περιέχουν ανεπιθύμητες ουσίες με δυσάρεστη γεύση και οσμή, όπως επίσης και κάποιες τοξικές ουσίες, όπως είναι η μεθανόλη. Συνήθως, γίνεται διπλή απόσταξη, με σκοπό την ποιοτική αναβάθμιση του προϊόντος. Κατά την πρώτη απόσταξη, δεν γίνεται διαχωρισμός του αποστάγματος. Το απόσταγμα που προκύπτει έχει περίπου 25-30 αλκοολικούς βαθμούς, το οποίο ονομάζεται σούμα. Η σούμα επαναποστάζεται και εάν είναι επιθυμητό σε αυτό το στάδιο μπορούν να προστεθούν αρωματικές ουσίες, όπως ο γλυκάνισος, με σκοπό τον αρωματισμό του τσίπουρου.

 

Τροχοπέδη το χύμα και η φορολογία

Εκτός από τις επενδυτικές ευκαιρίες, ο κ. Σπυρόπουλος αναφέρθηκε και στα προβλήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ένας νόμιμος αποσταγματοποιός. «Το κομμάτι της παραγωγής πάει καλά. Το θέμα είναι πώς θα το πουλήσουμε, αφού επί της ουσίας δεν ανταγωνιζόμαστε τα άλλα μεγάλα αποσταγματοποιεία ποτοποιεία, αλλά όσους πωλούν χύμα τσίπουρο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο επιχειρηματίας.

«Κάθε χρόνο διακινούνται τόσες χιλιάδες τόνοι παράνομου τσίπουρου στην αγορά χωρίς ΦΠΑ, ειδικό φόρο κ.ά. (σ.σ. και χάνει τόσα έσοδα το κράτος από την παράνομη αυτή διακίνηση)», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Σπυρόπουλος.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ΥΧ», το ύψος της παραγωγής που διακινείται χύμα (παραγωγή διημέρων) εκτιμάται σε 24 εκατ. λίτρα τον χρόνο, οκτώ φορές περισσότερο από το εμφιαλωμένο προϊόν και πέντε φορές πάνω από την ετήσια δηλούμενη παραγωγή χύμα τσίπουρου.

Είτε παράνομα παραγόμενο στην Ελλάδα είτε λαθραία εισαγόμενο, το χύμα τσίπουρο αναδεικνύει την αδυναμία της χώρας να αντιμετωπίσει τον κακό της εαυτό και να βγει συνολικά ωφελημένη από τη μάχη με τα κυκλώματα παράνομης διακίνησης.

Τα στοιχεία, που κατατέθηκαν στη φετινή γενική συνέλευση του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), είναι «εκκωφαντικά» για να αγνοηθούν. Μόνο οι 320 τόνοι, που κατασχέθηκαν στις αρχές του 2016 στη Λάρισα, αντιστοιχούν στο 14% της ετήσιας κατανάλωσης εμφιαλωμένου τσίπουρου και στο 5%-7% της δηλούμενης παραγωγής χύμα. Εάν η ποσότητα αυτή φορολογούνταν, θα απέφερε 1,7 εκατ. ευρώ από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΦΚΟΠ) και μισό εκατ. ευρώ από ΦΠΑ.

Επιπλέον, ζητήσαμε από τον κ. Σπυρόπουλο να μας δώσει πληροφορίες σχετικά με το κόστος μιας τέτοιου είδους επένδυσης (σ.σ. αποσταγματοποιείο). «Η επένδυση για μια μονάδα μεσαίου μεγέθους, όπως η δική μας, κυμαίνεται στα 500.000 – 1.000.000 ευρώ. Ευτυχώς, υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία τόσο μέσα από τα ΕΣΠΑ όσο και από το Προγράμματα Αγροτικής Ανάπτυξης. Όσον αφορά τον μηχανολογικό εξοπλισμό, να σας αναφέρω ότι μια 30άρα δεξαμενή μπορεί να κυμανθεί περίπου στα 15.000 ευρώ, οι αντλίες κοστίζουν 10.000 ευρώ περίπου, ο αποβοστρυχωτής (σπαστήρας) κοστίζει περίπου 25.000 ευρώ, το αποστακτικό μηχάνημα μπορεί να κυμανθεί από 30.000 ευρώ έως 80.000 ευρώ μαζί με τα παρελκόμενα. Τα μηχανήματα εμφιάλωσης από 4.000 – 100.000 ευρώ ανάλογα με το αν είναι αυτόματα ή χειροκίνητα. Σε όλα αυτά, υπάρχουν διαβαθμίσεις ανάλογα με το τι ακριβώς θέλεις να δημιουργήσεις. Το μέσο μέγεθος ενός μεσαίου αποσταγματοποιείου θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 120 τ.μ.».