Από το χωράφι στα γραφεία οι Έλληνες σε τρεις δεκαετίες

Στην έρευνα αποτυπώνεται η διαρκής μείωση του μεριδίου του αγροτικού κλάδου και της μεταποίησης στη συνολική απασχόληση στο διάστημα 1981-2015, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό στις υπηρεσίες διευρύνεται.

Διπλό χτύπηµα στους αγρότες από την ουρά του νόµου Κατρούγκαλου

Μία από τις βαθύτερες πληγές του οικονομικού μοντέλου με το οποίο… πορεύτηκε η χώρα μας από τη μεταπολίτευση και μετά, την υπερδιόγκωση δηλαδή του τριτογενούς τομέα (υπηρεσίες) εις βάρος της πραγματικής –πρωτογενούς και δευτερογενούς– παραγωγής, αναδεικνύει έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις μεταβολές στην αγορά εργασίας τα τελευταία 35 χρόνια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1981 στον πρωτογενή και στον δευτερογενή τομέα απασχολούνταν περισσότεροι από τους μισούς καταγεγραμμένους εργαζομένους, στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, το 2015, το ποσοστό αυτό είχε υποχωρήσει στο 24%.

Ειδικά σε ό,τι αφορά την πρωτογενή παραγωγή, η απασχόληση ακολουθεί πτωτική πορεία – όπως, άλλωστε, και η συμμετοχή του κλάδου στο ΑΕΠ της χώρας– τόσο σε απόλυτα όσο και σε σχετικά μεγέθη μέχρι την τελευταία πενταετία, οπότε και αρχίζει να διαφαίνεται μια αντιστροφή της τάσης.

Έτσι, από τους περισσότερους από 1 εκατ. απασχολούμενους το 1981, που αντιστοιχούσαν στο 30,7% του εργατικού δυναμικού, φτάνουμε το 1995 στους 800.000 απασχολούμενους και στο 20,4%, το 2000 σε κάτι παραπάνω από 700.000 απασχολούμενους και στο 17,3% και το 2005 σε λιγότερους από 600.000 εργαζόμενους και στο 12,2%. Από το 2010-2011 και μετά, ο αριθμός των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα δείχνει να σταθεροποιείται στα επίπεδα των 500.000, ωστόσο ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης –σε συνδυασμό, βεβαίως, και με την ανεργία που, στο μεταξύ, αυξάνεται κατακόρυφα– αρχίζει να κινείται ανοδικά, φτάνοντας το 12,4% το 2011 και το 12,9% το 2015.

Μεταποίηση

Δεν συμβαίνει το ίδιο, ωστόσο, και με τον δευτερογενή τομέα, όπου τα ποσοστά συνεχίζουν να συρρικνώνονται. Ενδεικτικά, στη βιομηχανία-ενέργεια, τα ποσοστά υποχωρούν από το 19,3% το 1981, στο 16,6% το 1995, στο 14,1% το 2005, στο 12,3% το 2010 και στο 10,9% το 2015. Αντίστοιχα, στις κατασκευές από το 8,3% του 1981, το ποσοστό μειώνεται στο 7,3% το 2000 και στο 4% το 2015.

Στο ίδιο διάστημα, η απασχόληση στον τριτογενή τομέα, και ειδικότερα σε χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, τετραπλασιάζεται, ενώ αύξηση που αγγίζει το 100% καταγράφεται και στις «άλλες υπηρεσίες», όπως η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση και η υγεία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το «φρένο» στην πτώση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα δεν συμβαδίζει με μια αντίστοιχη εξέλιξη, όσον αφορά τη συνεισφορά του κλάδου στο συνολικό ΑΕΠ. Έτσι, από το 25% το 1980, το ποσοστό του αγροτικού τομέα έχει υποχωρήσει σήμερα κάτω από το 4%.

Οι αλλαγές στον επαγγελματικό χάρτη σχετίζονται και με τις μεταβολές που εντοπίζονται στους τομείς της παραγωγής. Έτσι, η συρρίκνωση της απασχόλησης στον πρωτογενή και στον δευτερογενή τομέα αντανακλάται στη μείωση των χειρωνακτικών επαγγελμάτων, ενώ, από την άλλη μεριά, αυξάνεται η απασχόληση σε μη χειρωνακτικά επαγγέλματα και, δη, χαμηλής εξειδίκευσης.

Όλο και περισσότερες οι γυναίκες

Από τις πλέον εμφανείς τάσεις της περιόδου 1981-2015 είναι η διευρυνόμενη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και, ως εκ τούτου, η αυξημένη συμμετοχή τους στην απασχόληση. Την ίδια ώρα, η συμμετοχή των αντρών μειώνεται, με αποτέλεσμα να μικραίνει διαρκώς η μεταξύ τους «ψαλίδα». Μάλιστα, η οικονομική κρίση φαίνεται ότι είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στους άντρες, καθώς την περίοδο 2009-2015 το ποσοστό απασχόλησης των αντρών υποχώρησε κατά 13% έναντι 6% των γυναικών.

Εξάλλου, ένα φαινόμενο, που εντείνεται εμφανώς τα τελευταία χρόνια, είναι η μερική απασχόληση. Ειδικότερα, το ποσοστό απασχολούμενων που εργάζονται με μερική απασχόληση κυμαινόταν στο 5% μέχρι το 2005, όμως από το 2006 και μετά αυξάνεται σταθερά, φτάνοντας, τελικά, στο 9,5% το 2015. Η μερική απασχόληση είναι πιο συχνή στις γυναίκες, ενώ η διαφορά των ποσοστών τους με τους άντρες κυμαίνεται, σε γενικές γραμμές, μεταξύ 5% και 7%.

Θα πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι η εργασία με μερική απασχόληση ελάχιστες φορές αποτελεί πλέον επιλογή του εργαζομένου (για προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους). Συνηθέστερη αιτία, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, είναι η αδυναμία εύρεσης πλήρους απασχόλησης.

Μακροχρόνια άνεργοι

Τέλος, ένα βασικό χαρακτηριστικό της ανεργίας –εκτός από τα υψηλά ποσοστά, στα οποία έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια– είναι η διάρκεια του χρόνου αναζήτησης εργασίας. Όπως προκύπτει από την έρευνα, οι μακροχρόνια άνεργοι, δηλαδή αυτοί των οποίων η διάρκεια ανεργίας ξεπερνάει τους δώδεκα μήνες, αυξάνονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και, λίγο πριν από το τέλος της δεκαετίας, το ποσοστό τους αγγίζει το 50%, επίπεδο γύρω από το οποίο κινείται έως το 2007. Ακολουθεί ένα πτωτικό «διάλειμμα» δύο ετών, ενώ στη συνέχεια το ποσοστό αρχίζει να αυξάνεται κατακόρυφα, με αποτέλεσμα σήμερα δύο στους τρεις ανέργους να είναι μακροχρόνια άνεργοι.