Απολογισμός της Διάσκεψης της Βόννης για την κλιματική αλλαγή

του Σταύρου Μαυρογένη, δηµοσιογράφου Euractiv Ελλάδας

Η Βόννη φιλοξένησε πριν από λίγες µέρες τη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιµατική αλλαγή (COP23) αντί για τα νησιά Φίτζι, τα οποία είχαν τυπικά την προεδρία. Τα συναισθήµατα που επικράτησαν µετά το πέρας των εργασιών ήταν ανάµεικτα, καθώς, ούτως ή άλλως, η συνάντηση είχε περισσότερο τεχνικό χαρακτήρα, µε κυριότερο αντικείµενο τη συγκεκριµενοποίηση των όσων προβλέπονται στη Συµφωνία του Παρισιού για το Κλίµα. 

«Θα πρέπει όλοι να είµαστε ικανοποιηµένοι για την επιτυχία της COP23. Κάναµε τη δουλειά που είχαµε να κάνουµε, που ήταν η εφαρµογή των κατευθυντήριων γραµµών της συµφωνίας του Παρισιού και ο σχεδιασµός ακόµη πιο φιλόδοξων δράσεων για τον διάλογο που θα ακολουθήσει το 2018», δήλωσε ο Φρανκ Μπαϊνιµάρα, πρόεδρος της COP23. Στη Διάσκεψη κατατέθηκαν απόψεις, αλλά όχι δεσµευτικές προτάσεις από όλα τα κράτη-µέλη που έχουν επικυρώσει τη Συµφωνία του Παρισιού. Πολλοί συµµετέχοντες δήλωναν απογοητευµένοι, ενώ σηµείωναν πως δεν ξεπεράστηκε η διαφωνία για τη στήριξη φτωχών χωρών. Βαριά σκιά ρίχνει η αναγγελία αποχώρησης των Ηνωµένων Πολιτειών από τη Συµφωνία.

Μείωση των εκποµπών αερίων

Η συµφωνία του Παρισιού καθορίζει ένα παγκόσµιο πλαίσιο για τη δράση για το κλίµα και την απαραίτητη µετάβαση σε ένα µέλλον µε χαµηλές εκποµπές άνθρακα, προκειµένου να περιοριστεί η αύξηση της θερµοκρασίας του πλανήτη σε επίπεδα πολύ χαµηλότερα των 2°C. Με βάση τη Συµφωνία του Παρισιού, η ΕΕ έχει δεσµευτεί να µειώσει τις εκποµπές αερίων θερµοκηπίου κατά τουλάχιστον 40% µέχρι το 2030.

Οι χώρες θα πρέπει να επανεξετάσουν τις µειώσεις των εκποµπών τους προς τα πάνω µέσω του «διαλόγου Talanoa», που υιοθετήθηκε στη Βόννη, από το 2018, έναν από τους µηχανισµούς που περιλαµβάνονται στη Συµφωνία του Παρισιού, επιτρέποντας στα συµβαλλόµενα µέρη να εκπληρώσουν τις φιλοδοξίες τους πριν από το 2020, όταν θα τεθεί σε ισχύ η συµφωνία.

Παρ’ όλα αυτά, σηµείο τριβής στην COP23 αποτέλεσε η χρηµατοδότηση του κλίµατος. Σύµφωνα µε το άρθρο 9 της Συµφωνίας του Παρισιού, οι ανεπτυγµένες χώρες δεσµεύτηκαν να «παρέχουν οικονοµικούς πόρους, για να βοηθήσουν τα συµβαλλόµενα µέρη των αναπτυσσόµενων χωρών, όσον αφορά τον µετριασµό και την προσαρµογή» και να ποσοτικοποιήσουν κάθε δύο χρόνια τις καταβληθείσες συνεισφορές τους, καθώς και το επίπεδο χρηµατοοικονοµικής υποστήριξης που θα παρέχουν στο µέλλον.

Οι ανεπτυγµένες χώρες είχαν δεσµευτεί στο Παρίσι ότι θα συγκεντρώνουν 100 δισ. δολάρια ετησίως για τη χρηµατοδότηση του κλίµατος στις αναπτυσσόµενες χώρες µέχρι το 2020. Ορισµένες συνεισφορές έγιναν κατά τη διάρκεια αυτής της Συνόδου Κορυφής –δηλαδή της Γερµανίας (50 εκατ. ευρώ στο Ταµείο Προσαρµογής και το Ταµείο ΛΑΧ), της Σουηδίας (186 εκατ. ευρώ στο Ταµείο Προσαρµογής και το LDCF) και του Βελγίου (10,25 εκατ. ευρώ στο ταµείο LDCF). Τα νούµερα, βέβαια, είναι µικρά και δεν µπορούν να ανταποκριθούν στους στόχους που έχουν τεθεί. Η Συνδιάσκεψη της Βόννης καταγράφει ορισµένες επιτυχίες. Μια οµάδα χωρών υπό την ηγεσία του Ηνωµένου Βασιλείου και του Καναδά ξεκίνησαν µια παγκόσµια συµµαχία για τη σταδιακή εξάλειψη του άνθρακα. 

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η πρωτοβουλία πραγµατοποιήθηκε εκτός των διαπραγµατεύσεων και άσκησε πίεση τόσο στη Γερµανία, η οποία στηρίζεται στον άνθρακα για το 40% του ενεργειακού της εφοδιασµού, όσο και στις πιο αξιοσηµείωτες απουσίες της Διάσκεψης, όπως τις ΗΠΑ, που υποστήριζαν τη χρήση ορυκτών καυσίµων. Επιπλέον, η κοινωνία των πολιτών συνέβαλε στη σύναψη ενός σχεδίου δράσης για το φύλο, το οποίο θα στοχεύει στη συµµετοχή και στην εκπαίδευση περισσότερων γυναικών στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων για το κλίµα.

Η επόµενη Συνδιάσκεψη Κορυφής θα φιλοξενηθεί στην Πολωνία –το µόνο κράτος-µέλος της ΕΕ που δεν έχει ακόµη επικυρώσει την τροποποίηση της Ντόχα στο Πρωτόκολλο του Κιότο–, η οποία περιλαµβάνει τη δέσµευση της ΕΕ να µειώσει τις εκποµπές της κατά 30% έως το 2020 (σε σύγκριση µε 1990).

Ζητούµενο η χρηµατοδότηση

Η πορεία για την πλήρη εφαρµογή της Συµφωνίας του Παρισιού δεν θα είναι εύκολη ούτε χωρίς εµπόδια. Το κύριο ζητούµενο είναι η χρηµατοδότηση των αναπτυσσοµένων, κάτι το οποίο σε συνθήκες παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης φαντάζει ακατόρθωτο. Ίσως η αποχώρηση των ΗΠΑ αποτελέσει το έναυσµα για την ανάληψη πιο ουσιαστικής δράσης από τα κράτη-µέλη της ΕΕ και τους άλλους µείζονες ρυπαίνοντες (Κίνα, Ινδία, Ρωσία). 

Η ώρα έχει ήδη έρθει: το 2017 αποτέλεσε ακόµη µια χρονιά ρεκόρ αναφορικά µε την αύξηση της θερµοκρασίας και τα ακραία καιρικά φαινόµενα. Επίσης, ύστερα από µια στασιµότητα τριών ετών, οι παγκόσµιες εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα αυξάνονται και πάλι. Ο πλανήτης πλέον δεν µπορεί να περιµένει.