(Ά)τιμο παιχνίδι με το σκληρό σιτάρι

Στο σκοτάδι οι παραγωγοί, αν και έφυγαν τα πρώτα καράβια για το εξωτερικό

Σε παιχνίδι για γερά νεύρα που δοκιμάζει τις αντοχές των παραγωγών εξελίσσεται μέχρι στιγμής η αγορά του σκληρού σιταριού, με εμπόρους και μύλους να κρατούν κλειστά τα χαρτιά τους όσον αφορά τις τιμές και τις εμπορικές πράξεις να πραγματοποιούνται με το σταγονόμετρο.

Παραγωγοί μιλούν στην «ΥΧ» για ένα πρωτόγνωρο σκηνικό, που προσομοιάζει σε «κλεφτοπόλεμο», καθώς στα μέσα της εβδομάδας έφυγαν τα δυο πρώτα καράβια με σιτάρι φετινής σοδειάς με προορισμό την Ιταλία και την Τουρκία, χωρίς ωστόσο να «κοπεί» τιμή για τους παραγωγούς. Οι ποσότητες που φορτώθηκαν για το εξωτερικό έφτασαν συνολικά τους 45.000-50.000 τόνους, σε τιμές 210 και 215 ευρώ το κιλό FOB, ωστόσο οι παραγωγοί έλαβαν στην πλειονότητα των περιπτώσεων προκαταβολές από 11 έως 13 λεπτά το κιλό, νούμερο που για λίγους έφτασε και τα 15 λεπτά. «Περιμένουν να δουν πού θα κάτσει η μπίλια προκειμένου να κάνουν στο τέλος το μνημόσυνο», σχολιάζει χαρακτηριστικά πολύπειρος παράγοντας της αγοράς, συμπληρώνοντας ότι «πρόκειται για εκμετάλλευση των αγροτών».

«Οι έμποροι συγκεντρώνουν με ανοικτή τιμή, θα δώσουν μια προκαταβολή και θα διαιωνιστεί το πράγμα μέχρι να γίνει κάποια πράξη και να βρει κάποια βάση η αγορά», σημειώνει καλλιεργητής από την περιοχή της Νίκαιας. «Σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν συνεταιρισμοί, οι παραγωγοί είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να συνεργαστούν με εμπόρους, οι οποίοι όμως δε βιάζονται. Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη τις αυξημένες ανάγκες τους σε ρευστότητα, καταλαβαίνει πόσο ευάλωτοι είναι», προσθέτει.

Οι εγχώριοι μύλοι κινούνται για την ώρα πολύ προσεκτικά, δείχνοντας ότι δεν «καίγονται» να αγοράσουν φετινό σκληρό, έχοντας μπει στην εμπορική σεζόν με υψηλά αποθέματα και διαβλέποντας ότι η αύξηση των στρεμμάτων, σε συνδυασμό με την εκτόξευση των αποδόσεων (σ.σ. ορισμένοι μιλούν για τις υψηλότερες «επιδόσεις» της τελευταίας δεκαετίας) τους δίνουν τη δυνατότητα να κινηθούν με μεγαλύτερη άνεση σε σχέση με πέρυσι.

Οι σχετικά μικρές ποσότητες «ελεύθερου» σκληρού που παρέλαβε ο Κίκιζας με 21 λεπτά το κιλό «στο χέρι» –ωστόσο με εξαιρετικά υψηλά ποιοτικά προαπαιτούμενα– δε φαίνονται προς το παρόν ικανές να κάνουν τη διαφορά, ούτε το γεγονός ότι με την ίδια τιμή φέρεται να αγοράζει, σύμφωνα με πληροφορίες της «ΥΧ», τουλάχιστον ένας ακόμα έμπορος από την περιοχή των Φαρσάλων, ο οποίος μετράει λίγα χρόνια στην αγορά αλλά επιχειρεί φέτος να κάνει πιο αισθητή την παρουσία του, προσελκύοντας μεγαλύτερες ποσότητες και περισσότερους παραγωγούς.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το όποιο –περιορισμένο, για την ώρα– αγοραστικό ενδιαφέρον καταγράφεται μέχρι στιγμής και οι τιμές που κινούνται κοντά στην περιοχή των 20 λεπτών το κιλό αφορούν τα ποιοτικά σκληρά, με μίνιμουμ πρωτεΐνες 13% – 14% και υαλώδη 80%. Για τα υποδεέστερης ποιότητας, η κινητικότητα είναι ελάχιστη. Σημειωτέον εδώ ότι, μετά τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν με τις πρωτεΐνες (περιεκτικότητα ακόμα και κάτω από 11%) οι τελευταίες κατά τόπους βροχές και καταιγίδες φαίνεται ότι δημιούργησαν ορισμένα «θεματάκια» και με τα υαλώδη, κυρίως σε χωράφια ποτιστικά.

Από ποσοτικής άποψης, ωστόσο, και με τον αλωνισμό στον θεσσαλικό κάμπο να βαίνει προς το τέλος του, φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται η εκτίμηση για πολύ υψηλές παραγωγές, καθώς ορισμένα χωράφια «κτυπούν» ακόμα και 750 κιλά/στρέμμα και η μέση απόδοση κινείται πάνω από τα 400 κιλά ανά στρέμμα.

Η σκυτάλη του αλωνισμού περνά σιγά-σιγά στη Βόρεια Ελλάδα και τη Στερεά. Στην περιοχή του Πολυκάστρου, τα πρώτα μηνύματα από τη συγκομιδή μιλούν για μέσες αποδόσεις της τάξης των 380 κιλών ανά στρέμμα, ενώ στο Κιλκίς από τα περυσινά 180-200 κιλά φαίνεται ότι κινούμαστε φέτος για μια μεσοσταθμική απόδοση 300 κιλών ανά στρέμμα.

Δε βιάζονται οι Ιταλοί

Οι Ιταλοί συνεχίζουν να τηρούν, σε γενικές γραμμές, στάση αναμονής, ποντάροντας και στην αυξημένη δική τους παραγωγή. Ο αλωνισμός έχει ξεκινήσει στη γειτονική χώρα και οι πρώτες εκτιμήσεις θέλουν τη φετινή συνολική σοδειά να αγγίζει τους 6 εκατ. τόνους, από περίπου 5 εκατ. τόνους πέρυσι, τόσο λόγω των ικανοποιητικών αποδόσεων όσο και των αισθητά αυξημένων εκτάσεων. Ωστόσο, τα μηνύματα δεν είναι το ίδιο καλά σε ό,τι αφορά την ποιότητά τους.

 του Γιάννη Τσατσάκη