Αυξομειώσεις στην παραγωγή και αγορά ζωοτροφών βλέπει η Rabobank

Η ΕΕ είναι η 2η σημαντικότερη καταναλώτρια πρώτων υλών για την παρασκευή ζωοτροφών

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σύμφωνα με έρευνα της ολλανδικής επενδυτικής τράπεζας Rabobank, η 2η σημαντικότερη καταναλώτρια πρώτων υλών για την παρασκευή ζωοτροφών. Μάλιστα, τα στοιχεία την κατατάσσουν στη θέση αυτή, με μεγάλη διαφορά από τις επόμενες, τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία. Την πρώτη θέση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Rabobank, καταλαμβάνει η Κίνα. Επίσης, τα σιτηρά αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης ύλης των ζωοτροφών στην ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 70%, ενώ ακολουθούν οι ελαιούχοι σπόροι με ποσοστό 25%.

Σημαντικά είναι τα στοιχεία της ολλανδικής επενδυτικής τράπεζας και για την παραγωγή πρώτων υλών για ζωοτροφές. Σύμφωνα με αυτά, η ΕΕ αντιπροσωπεύει το 18% του συνόλου των σιτηρών που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως για παραγωγή ζωοτροφών και, αν και έχει αυξηθεί η χρήση τους τα τελευταία χρόνια εντός της Ευρωζώνης, άλλες περιοχές του πλανήτη έχουν μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης. Επίσης, η παραγωγή σιτηρών στην ΕΕ αυτή τη χρονιά ήταν πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες. Ειδικότερα, η Γαλλία αντιμετώπισε ισχυρές βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια της συγκομιδής σιτηρών το 2016, με αποτέλεσμα να σημειωθεί αρνητικό ρεκόρ αποδόσεων 30ετίας αλλά και σημαντική μείωση της ποιότητας. Παράλληλα, πολλές άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες παρουσίασαν επίσης μείωση της παραγωγής σε ετήσια βάση, αφήνοντας τη συνολική παραγωγή σίτου στην ΕΕ σε 136 εκατ. τόνους, 10% χαμηλότερη από πέρυσι.

Αναφορικά με την παραγωγή κριθαριού, η Rabobank αναφέρει πως το 2016 ανήλθε σε 60 εκατ. τόνους, παραμένοντας στον μέσο όρο της προηγούμενης τριετίας. Τη φετινή εμπορική περίοδο, η έκθεση εκτιμά ότι η ζήτηση κριθαριού θα σημειώσει αύξηση κατά περισσότερο από 10%. Σχετικά με το σιτάρι, τα στοιχεία αναφέρουν ότι η παραγωγή το 2016 ανήλθε σε 61 εκατ. τόνους, σημειώνοντας αύξηση κατά 3 εκατ. τόνους σε σχέση με το 2015. Ωστόσο, η ζήτηση στο καλαμπόκι για ζωοτροφή δεν είναι τόσο ισχυρή όσο για παράδειγμα στο σιτάρι, με αποτέλεσμα να αναμένεται μείωση της τάξεως του 5% για τη συγκεκριμένη χρήση.

Πλάτη στην εξωστρέφεια από την ελληνική βιομηχανία ζωοτροφών

Η «ΥΧ» επικοινώνησε με τον Ηλία Μελισσουργό, πρόεδρο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ζωοτροφών (Σ.Ε.Β.Ι.Ζ.), ο οποίος έδωσε την εικόνα της ελληνικής αγοράς ζωοτροφών. Συγκεκριμένα, δήλωσε πως «η αγορά των ελληνικών ζωοτροφών ακολουθεί την πορεία της ελληνικής κτηνοτροφίας, που σημαίνει ότι έχουμε μικρές εκμεταλλεύσεις, μεγάλη διασπορά και ένα γεωγραφικό ανάγλυφο με ορεινές και νησιωτικές περιοχές. Οπότε και η ελληνική βιομηχανία ζωοτροφών προσαρμόζεται σε αυτές τις συνθήκες». Επίσης, τόνισε πως το συνολικό κόστος παραγωγής ζωοτροφών «είναι μεγαλύτερο από άλλες χώρες της ΕΕ και σε αυτό συμβάλλει και το κόστος ενέργειας που απαιτείται για τη συγκεκριμένη παραγωγή, αλλά και το κόστος μεταφοράς λόγω του ανάγλυφου».

Όσον αφορά το κομμάτι του εμπορίου των ελληνικών ζωοτροφών, αυτό γίνεται κατά κύριο λόγο «στην εγχώρια αγορά, καθώς είναι ελάχιστες οι βιομηχανίες που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν και να παράγουν για αγορές του εξωτερικού όπως τις αραβικές και τις χώρες της Βόρειας Αφρικής», πρόσθεσε ο κ. Μελισσουργός.

Τέλος, ανέφερε πως όταν για παράδειγμα τα τυροκομικά προϊόντα παρουσιάζουν πρόβλημα απορρόφησης και διάθεσης στην αγορά, επηρεάζεται άμεσα και αρνητικά η κτηνοτροφία και εν συνεχεία και η βιομηχανία ζωοτροφών.