Δεν αποτελεί μεταρρύθμιση το κλείσιμο μίας κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης κάθε ημέρα

γράφει ο Νίκος Λάππας

Η δημοσίευση της μελέτης του ΚΕΠΕ, την προηγούμενη εβδομάδα, για τον ανταγωνισμό επαναφέρει στο προσκήνιο τα μέτρα που θεσπίστηκαν πριν από μερικά χρόνια στο πλαίσιο της γνωστής «εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ». Δηλαδή, εκείνες τις επιλογές που θα λειτουργούσαν ως αναπτυξιακό αντίβαρο στις πολιτικές βαθιάς ύφεσης των μνημονίων και θα αποτελούσαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Το γνωστό ερευνητικό κέντρο, που αποτελεί τον επίσημο σύμβουλο του κράτους σε οικονομικά θέματα, ανέλυσε τις αλλαγές που προέκυψαν στον τρόπο λειτουργίας των αγορών πέντε κλάδων (αρτοποιείων, βρεφικού γάλακτος,  συμπληρωμάτων διατροφής, θεσμού εκπτώσεων, οικοδομικών υλικών). Κλάδων που επέλεξε το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, με αίτημα την αποτίμηση των επιπτώσεων των πολιτικών που θεσπίστηκαν σε βασικά οικονομικά μεγέθη, όπως τις τιμές, την απασχόληση, τις νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις.

«Γιατί οι παραγωγοί λαμβάνουν πολύ λίγα και οι καταναλωτές πληρώνουν πάρα πολλά»;Όπως γίνεται φανερό, από τους κλάδους που αναλύθηκαν, απουσιάζει εκείνος που προκάλεσε τις μεγαλύτερες ίσως αντιπαραθέσεις, αυτός του αγελαδινού γάλακτος. Τότε, οι εισηγητές των μέτρων ισχυρίστηκαν ότι η επιμήκυνση της διάρκειας του παστεριωμένου γάλακτος και η παραγωγή νέων προϊόντων, όπως γάλατα μακράς διάρκειας, θα οδηγούσαν σε εξυγίανση της αγοράς, νέες επενδύσεις, μείωση των τιμών που καταβάλλει ο καταναλωτής. Όμως, τα όσα έχουν συμβεί κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση.

Τα στοιχεία του ΕΛΓΟ της τελευταίας διετίας απεικονίζουν την παραγωγή του γάλακτος που εισκομίζεται να παραμένει σταθερή. Για την ίδια περίοδο, η τιμή παραγωγού μειώθηκε κατά 10% (αν και οι κτηνοτρόφοι κάνουν λόγο για πολύ μεγαλύτερες πραγματικές μειώσεις), ενώ, ταυτόχρονα, 772 μονάδες, που αντιστοιχούν στο 1/4 των αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων, έκλεισαν.

Οι εισαγωγές γαλακτοκομικών αυξήθηκαν, ενώ οι προβληματικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί που υφίστανται επέτρεψαν και την επέκταση των ελληνοποιήσεων της πρώτης ύλης. Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα που ακούγεται στην αγορά είναι η προειδοποίηση μεγάλης αλυσίδας της Δυτικής Ευρώπης ότι θα διακόψει τη συνεργασία της με ελληνική γαλακτοβιομηχανία, εάν αυτή συνεχίσει να χρησιμοποιεί γάλα τρίτης χώρας, συχνά μάλιστα με την προσθήκη εισαγόμενης σκόνης, για την παραγωγή «ελληνικών» προϊόντων.

Φρέναρε η παραγωγή αγελαδινού στον Βορρά, σήκωσαν κεφάλι οι τιμές και ανάσαναν οι κτηνοτρόφοιΟι παραπάνω διαρθρωτικές και οικονομικές ανακατατάξεις δεν φαίνεται να είχαν κάποια θετική επίπτωση στις τιμές καταναλωτή, που αποτέλεσε και βασική επιδίωξη της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ. Τα συμπεράσματα άλλης μελέτης του ΚΕΠΕ για την ελληνική αγορά γάλακτος, για παράδειγμα, είναι ενδεικτικά. Βασικοί ωφελημένοι από τις εξελίξεις θεωρείται ότι είναι οι γαλακτοβιομηχανίες και οι λιανοπωλητές, ενώ βλάπτονται οι παραγωγοί και οι καταναλωτές.

Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν, κατά τους συντάκτες της έρευνας, τη δύναμη της βιομηχανίας και του εμπορίου και τον περιορισμένο ρόλο των οργανώσεων παραγωγών. Ως παράδειγμα, αναφέρεται η συνεχής συγκέντρωση των επιχειρήσεων και το γεγονός ότι οι τρεις μεγαλύτερες βιομηχανίες γαλακτοκομικών αντιπροσωπεύουν το 64% της συνολικής αγοράς.

Είναι αυτά που, κατά τους ερευνητές του ΚΕΠΕ, εξηγούν «γιατί οι παραγωγοί λαμβάνουν πολύ λίγα και οι καταναλωτές πληρώνουν πάρα πολλά».