Η εποχή της εξωστρέφειας στον αγροδιατροφικό τομέα

Ο αγροδιατροφικός τομέας είναι ιδιαίτερα εξωστρεφής. Η ΕΕ δεν είναι πλέον μόνο ο μεγαλύτερος εισαγωγέας τροφίμων του πλανήτη, αλλά και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας. Τρεις είναι οι αιτίες, που συνήθως δίνονται για να ερμηνεύσουν αυτές τις επιδόσεις. Κατ’ αρχάς, οι αναθεωρήσεις της ΚΑΠ στη λογική της αποσύνδεσης των ενισχύσεων από την παραγωγή έκαναν τον πρωτογενή τομέα να συνδεθεί περισσότερο με την αγορά, να γίνει πιο εξωστρεφής. Δεύτερον, η μείωση των τιμών παραγωγού, που σε κάποιες περιπτώσεις παίρνει τη μορφή εισοδηματικής κατάρρευσης, έκανε τις εξαγωγές πιο φθηνές. Τρίτον, η «αναστολή» των διαπραγματεύσεων στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).

Οι διμερείς συμφωνίες «υποκατέστησαν» τον ΠΟΕ

Μέχρι το 2008, η παγκόσμια προσπάθεια αφορούσε τη σύναψη μίας συνολικής συμφωνίας απελευθέρωσης του εμπορίου. Η προσπάθεια αυτή και το γνωστό «Δόγμα Λαμύ» απέτυχαν, και στον ΠΟΕ, πλέον, λαμβάνονται αποφάσεις μόνο για ζητήματα αγροτικών επιδοτήσεων, όπως για παράδειγμα της πρόσφατης κατάργησης των εξαγωγικών ενισχύσεων.

Τη θέση της επίτευξης μιας ενιαίας παγκόσμιας συμφωνίας έχουν πάρει οι διμερείς συνομιλίες μεταξύ της ΕΕ και ομάδας ή μεμονωμένων χωρών. Ιδιαίτερη δημοσιότητα απέκτησε η συμφωνία ΤΤΙΡ με τις ΗΠΑ, που ο πρόεδρος Τραμπ έχει παγώσει, προς το παρόν,  η συμφωνία CETA, με τον Καναδά, που αναμένεται να ενεργοποιηθεί μάλλον τον ερχόμενο μήνα και οι σχετικά πιο πρόσφατες με τη Νότια Αφρική και το Βιετνάμ. Τον Ιούλιο ίσως ολοκληρωθεί η συμφωνία αγροδιατροφικών προϊόντων με την Ιαπωνία, για να ακολουθήσουν αυτές με το Μεξικό και την Ινδονησία. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι έως το τέλος της δεκαετίας, η ΕΕ θα έχει συνάψει συμφωνία με όλες τις χώρες, εκτός της Κίνας και της Ρωσίας.

Οι διμερείς συμφωνίες επιτρέπουν την παράκαμψη των σημείων τριβής. Στη CETA, για παράδειγμα, η ΕΕ προστάτεψε το βοδινό και χοιρινό κρέας, επιτρέποντας εισαγωγές μέχρι το ύψος μίας ποσόστωσης. Το ίδιο έκανε και ο Καναδάς για να προστατέψει τα γαλακτοκομικά που παράγει, θέτοντας μία ανώτατη ποσόστωση εισαγωγής τυριών.

Παρόμοια αντιμετώπιση έχουν και τα προϊόντα ΠΟΠ, που θέλει να προστατέψει η ΕΕ. Με τον Καναδά «προστάτεψε» 150 από αυτά, με την Κίνα συζητά μία λίστα με άλλα 200 κ.λπ.

Η αγροτική διπλωματία

Υπάρχει, όμως, και ακόμα ένας λόγος που ενισχύει τις επιδόσεις ή την προετοιμασία πολλών εξαγωγικών επιχειρήσεων. Είναι η αυξανόμενη ζήτηση προϊόντων που προέρχεται από κάποιες χώρες με συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό, που σύντομα θα φθάσει τα 9 δισεκατομμύρια.

Σε αυτό το πλαίσιο, τίθενται και οι προτεραιότητες της ευρωπαϊκής αγροτικής διπλωματίας, ακόμη και οι προκλήσεις της ΚΑΠ. Η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της λίστας, καθώς παράγει πλούτο και εισοδήματα, δημιουργεί όμως και ανισότητες, με τον έλεγχο και τη διαχείριση αυτών των αντιφάσεων να αποτελεί ζήτημα ύψιστης σπουδαιότητας.

Το ζήτημα της ποιότητας και των προδιαγραφών των ειδών διατροφής αποτελεί ακόμα ένα σημαντικό ζήτημα. Η ΕΕ καλείται να εγγυηθεί την ασφάλεια των τροφίμων από τη χρήση αυξητικών ορμονών, τους ΓΤΟ, το χλώριο στην επεξεργασία κρεάτων κ.λπ.

Η στάση των μεγάλων εμπορικών ανταγωνιστών, όπως των ΗΠΑ, της Βραζιλίας ή της Αυστραλίας, αναμένεται να απασχολήσει την ΕΕ στο άμεσο μέλλον, ιδίως σε προϊόντα, όπως το βοδινό κρέας, το χοιρινό, το κρέας πουλερικών, της αιθανόλης και ίσως του ρυζιού.

Η επίπτωση του Brexit αποτελεί ακόμα μία άγνωστη παράμετρο, η οποία, στην περίπτωση του αγροτικού τομέα, θα προσδιοριστεί από το μοντέλο εμπορικής συμφωνίας που τελικά θα επιλεγεί, τη σχέση της Βρετανίας με την Ιρλανδία κ.λπ.

Τέλος, υπάρχει και ο παράγοντας Τραμπ, που οι συνεχείς εναλλαγές των θέσεών του σε ζητήματα όπως το διεθνές εμπόριο τον καθιστούν ιδιαίτερα αστάθμητο.