Οι εξαγωγές γεωργικών ειδών διατροφής της ΕΕ σε επίπεδα ρεκόρ το 2016

Οι εξαγωγές γεωργικών ειδών διατροφής της ΕΕ σε επίπεδα ρεκόρ το 2016

Οι εμπορικές συμφωνίες έχουν συμβάλει στην τόνωση των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων διατροφής της ΕΕ και έχουν στηρίξει την απασχόληση στον αγροδιατροφικό τομέα και σε άλλους τομείς της οικονομίας, σύμφωνα με νέα ανεξάρτητη μελέτη που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Εμπορικές συμφωνίες με τρεις χώρες – το Μεξικό, τη Νότια Κορέα και την Ελβετία – εξετάστηκαν λεπτομερώς.

Ο επίτροπος Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης Φιλ Χόγκαν δήλωσε: «Αυτές οι τρεις συμφωνίες έχουν αυξήσει από μόνες τους τις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων διατροφής της ΕΕ κατά 1 και πλέον δισ. ευρώ και την προστιθέμενη αξία στον αγροδιατροφικό τομέα κατά 600 εκατ. ευρώ. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η εν λόγω αύξηση των εξαγωγών δημιούργησε χιλιάδες θέσεις εργασίας συνολικά σε όλη την ΕΕ, ως επί το πλείστον στον αγροδιατροφικό τομέα, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτογενούς γεωργίας. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν σαφείς ενδείξεις ότι οι φιλόδοξες και ισορροπημένες εμπορικές συμφωνίες ευνοούν τον ευρωπαϊκό τομέα τροφίμων και γεωργίας.»

Η επίτροπος Εμπορίου Σεσίλια Μάλμστρομ δήλωσε: «Οι εμπορικές συμφωνίες που γίνονται σωστά αποβαίνουν προς όφελος των γεωργών και των παραγωγών ειδών διατροφής. Αυτή η μελέτη παρέχει επίσης σημαντικά στοιχεία για το πώς μπορούμε να εξακολουθήσουμε να περιορίζουμε την περιττή γραφειοκρατία ώστε να εξαλειφθούν οι φραγμοί από τις μελλοντικές εμπορικές μας διαπραγματεύσεις.»

Η μελέτη δείχνει ότι οι συμφωνίες συνέβαλαν σε αύξηση των εμπορικών συναλλαγών και προς τις δύο κατευθύνσεις, καθώς αυξήθηκαν τόσο οι εξαγωγές της ΕΕ όσο και οι εισαγωγές σ’ αυτήν προϊόντων από αυτές τις τρεις χώρες. Έτσι δόθηκε στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις της ΕΕ καλύτερη πρόσβαση σε γεωργικά προϊόντα διατροφής.

Η σημαντικότερη διαπίστωση της μελέτης είναι ότι αυτές οι αυξημένες εισαγωγές ελάχιστα επηρεάζουν την εγχώρια παραγωγή της ΕΕ. Αντίθετα, δείχνουν κυρίως αντικατάσταση των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες ή αύξηση της κατανάλωσης εντός της ΕΕ.

Ειδικότερα, όσον αφορά τις τρεις συμφωνίες, η μελέτη δείχνει τα εξής:

  • Η συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και του Μεξικού αύξησε κατά 105 εκατ. ευρώ τις εξαγωγές γεωργικών ειδών διατροφής της ΕΕ το 2013, τρία χρόνια μετά την εξάλειψη όλων των εμπορικών φραγμών που οι δύο πλευρές είχαν δεσμευτεί να καταργήσουν. Τα περισσότερα από αυτά τα είδη ήταν μεταποιημένα είδη διατροφής και ποτά. Επιπλέον εισαγωγές 316 εκατ. ευρώ το ίδιο έτος αφορούσαν κυρίως πρωτογενή προϊόντα. Η μελέτη καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν δυνατότητες για περαιτέρω κατάργηση των σημερινών δασμών και φραγμών στον αγροδιατροφικό τομέα της ΕΕ. Το θέμα αυτό συζητείται σήμερα στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τον εκσυγχρονισμό της συμφωνίας ΕΕ-Μεξικού.
  • Παρότι δεν έχει ακόμη τεθεί πλήρως σε εφαρμογή, η συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών ΕΕ-Νότιας Κορέας αύξησε κατά 439 εκατ. ευρώ τις εξαγωγές γεωργικών ειδών διατροφής της ΕΕ το 2015 (το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν στοιχεία), κυρίως με τη μορφή πρωτογενών προϊόντων και εμπορευμάτων. Επιπλέον εισαγωγές 116 εκατ. ευρώ το ίδιο έτος αφορούσαν κυρίως μεταποιημένα είδη διατροφής και ποτά.
  • Οι εμπορικές συμφωνίες ΕΕ-Ελβετίας για τα γεωργικά προϊόντα και τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα αύξησαν συνολικά κατά 532 εκατ. ευρώ τις εξαγωγές γεωργικών ειδών διατροφής το 2010, τρία χρόνια μετά την πλήρη εφαρμογή τους. Η αύξηση αυτή αφορούσε κυρίως μεταποιημένα είδη διατροφής και ποτά. Πρόσθετες εισαγωγές 1,17 εκατ. ευρώ αφορούσαν ως επί το πλείστον πρωτογενή προϊόντα.

Η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία της στενής παρακολούθησης των εμπορικών διαπραγματεύσεων των κύριων ανταγωνιστών της ΕΕ, ώστε να διασφαλίζεται ότι η ΕΕ δεν μένει πίσω όσον αφορά την πρόσβαση σε σημαντικές αγορές για τα γεωργικά είδη διατροφής. Επισημαίνει επίσης ότι πλέον πρόσφατες, φιλόδοξες συμφωνίες, όπως η εμπορική συμφωνία ΕΕ-Κορέας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2011, έχουν μεγαλύτερο θετικό αντίκτυπο από ό,τι παλαιότερες λιγότερο εμπεριστατωμένες συμφωνίες, όπως η συμφωνία ΕΕ-Μεξικού του 2000. Αυτό αποτελεί ένδειξη βελτίωσης της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των εμπορικών συμφωνιών της ΕΕ όσον αφορά την εξάλειψη των φραγμών και την επιτυχία του τομέα στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Η μελέτη τονίζει επίσης τη σημασία των εκστρατειών προώθησης και ενημέρωσης της ΕΕ για την παροχή στους εξαγωγείς της ΕΕ της δυνατότητας πρόσβασης σε νέες αγορές και ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους στις υφιστάμενες. Η Επιτροπή αύξησε σημαντικά τον προϋπολογισμό της για τις εκστρατείες προώθησης και ο επίτροπος Χόγκαν έχει ήδη πραγματοποιήσει επισκέψεις υψηλού επιπέδου σε έξι χώρες (Κολομβία και Μεξικό, Κίνα και Ιαπωνία, Βιετνάμ και Ινδονησία) με σκοπό την προώθηση των ευρωπαϊκών γεωργικών ειδών διατροφής, και την εξασφάλιση στους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις της ΕΕ της δυνατότητας αξιοποίησης νέων επιχειρηματικών ευκαιριών στις εν λόγω χώρες. Η επόμενη τέτοια επίσκεψη θα γίνει τον Μάιο στον Καναδά – ο οποίος μόλις συνήψε τη δική του συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με την ΕΕ. Η επίτροπος Εμπορίου Σεσίλια Μάλμστρομ θα επισκεφθεί επίσης τον Καναδά τον Μάρτιο, καθώς και τη Σιγκαπούρη (μια άλλη χώρα με την οποία η ΕΕ συνήψε πρόσφατα εμπορική συμφωνία), και το Μεξικό αργότερα την άνοιξη.

Επίπεδα ρεκόρ το 2016

Χάρη στις τρεις εμπορικές συμφωνίες σημειώθηκε επίσης ρεκόρ εξαγωγών γεωργικών προϊόντων της ΕΕ το 2016, καθώς οι συνολικές εξαγωγές ανήλθαν σε 130,7 δισ. ευρώ, δηλαδή ήταν αυξημένες κατά 1,7 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2015. Οι ετήσιες εξαγωγές με τη μεγαλύτερη αύξηση είχαν προορισμό τις ΗΠΑ (1,26 δισ. ευρώ) και την Κίνα (έως και 1,06 δισ. ευρώ). Ταυτόχρονα, η αξία των εισαγωγών γεωργικών ειδών διατροφής της ΕΕ μειώθηκε κατά 1,5% και έφθασε τα 112 δισ. ευρώ. Στον αγροδιατροφικό τομέα της ΕΕ αναλογούσε το 7,5% των συνολικών εξαγωγών εμπορευμάτων το 2016. Το 6,6% όλων των εισαγόμενων εμπορευμάτων ήταν γεωργικά είδη διατροφής. Με πλεόνασμα 18,8 δισ. ευρώ, ο αγροδιατροφικός τομέας καλύπτει σχεδόν το μισό του συνολικού εμπορικού πλεονάσματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ανήλθε σε 39,3 δισ. ευρώ το 2016.