Ελάχιστο ποσοστό των στρεμμάτων που κατανεμήθηκαν το 2016 για τη φύτευση νέων αμπελώνων για οινοστάφυλα έχει αξιοποιηθεί. Ενώ μοιράστηκαν συνολικά 6.400 στρέμματα, με βάση τα κριτήρια που είχαν τεθεί από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, μόνο το 13% του συνόλου έχει φυτευτεί, ενώ το όριο για τη φύτευση των συγκεκριμένων στρεμμάτων λήγει σε έναν χρόνο. Σημειώνεται ότι οι νέες άδειες φύτευσης από τον κανονισμό της ΕΕ ισχύουν για συνολικά τρία χρόνια.

Πρακτικά, το γεγονός της μικρής αξιοποίησης των αδειών φύτευσης περιορίζει και τη δυνατότητα ανάπτυξης και επέκτασης του ελληνικού αμπελώνα συνολικά. Μέσω των αδειών φύτευσης, κάθε χρόνο τα κράτη-μέλη έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τα συνολικά στρέμματα αμπελώνα που διαθέτουν έως ποσοστό (το ανώτερο) 1% του αμπελώνα που διαθέτουν. Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι διαθέτει 650.000 στρέμματα με αμπελοτεμάχια, το αναλογούν ποσοστό φτάνει τα 6.500 στρέμματα ετησίως. Ωστόσο, εφόσον τα στρέμματα αυτά δεν αξιοποιούνται, είναι προφανές ότι η ΕΕ εκτιμά ότι η Ελλάδα «δεν χρειάζεται άλλα στρέμματα αμπελιών». Όπως τονίζει ο διευθυντής του ΣΕΟ, Θεόδωρος Γεωργόπουλος, επεξεργάζεται την πιθανότητα να ζητήσει έξτρα στρέμματα, λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, αλλά και των προβλημάτων στη διάθρωση των ελληνικών αμπελουργικών εκμεταλλεύσεων. Όμως, για να έχει οποιαδήποτε «τύχη» η συγκεκριμένη πρόταση, πρέπει πρώτα να έχουν αξιοποιηθεί τα στρέμματα που ήδη δικαιούται η χώρα.

Τα κριτήρια του ΥΠΑΑΤ άφησαν εκτός τους επαγγελματίες

Ο βασικότερος λόγος που τα στρέμματα που έχουν κατανεμηθεί δεν φυτεύονται από τους παραγωγούς, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ΥΧ», είναι ότι τα κριτήρια που τέθηκαν από το υπουργείο πριμοδοτούσαν τους μικρούς και νέους αμπελουργούς, οι οποίοι όμως δεν διαθέτουν κεφάλαια ούτε business plan για να προχωρήσουν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Θ. Γεωργόπουλος, «για να εξασφαλίζει κάποιος εισόδημα από το αμπέλι, πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον 25 στρέμματα. Αν μιλάμε για επαγγελματία αμπελουργό, τότε χρειάζονται τουλάχιστον 40-50 στρέμματα. Στην Ελλάδα, ο μέσος όρος αμπελουργικής εκμετάλλευσης είναι 5 στρέμματα και στη Γαλλία 10 εκτάρια (100 στρέμματα). Αντιλαμβάνεστε τη διαφορά και τις οικονομίες κλίμακας».

Προσθέτει, επίσης, ότι αρκεί να κάνει κάποιος έναν πρόχειρο υπολογισμό για να αντιληφθεί τα μεγέθη που απαιτούνται, ώστε μια αμπελουργική εκμετάλλευση να είναι βιώσιμη: ένα στρέμμα αμπέλι κατά μέσο όρο δίνει, σε εξαιρετικές συνθήκες και συγκυρίες, 1.500 κιλά σταφύλι. Με μέση τιμή 0,35 ευρώ το κιλό από κάθε στρέμμα, ο αμπελουργός θα εισπράξει 525 ευρώ τον χρόνο, εφόσον βέβαια όλα πάνε κατ’ ευχήν.

Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι με τον τρόπο που το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης αποφάσισε να μοιράσει τα στρέμματα, μόνο τέσσερις άνθρωποι που έχουν ήδη αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις άνω των 50 στρεμμάτων, τέσσερις «τυχεροί», όπως αναφέρουν οι περί του οίνου ασχολούμενοι, κατάφεραν να αποκτήσουν νέα άδεια φύτευσης για να επεκτείνουν τον αμπελώνα τους.

Η ΚΕΟΣΟΕ, με επιστολή της προς το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, έχει θέσει το συγκεκριμένο πρόβλημα, ζητώντας να δοθεί έμφαση στην κατανομή των νέων αδειών φύτευσης στις βιώσιμες εκμεταλλεύσεις.

Σταγόνα στον ωκεανό τα 170 ευρώ του Μέτρου 4.1.1

Από την πλευρά του, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Αμπέλου και Οίνου του υπουργείου, Διονύσης Γραμματικός, τονίζει ότι «εμείς είχαμε ενημερώσει όσους έκαναν αίτηση ότι δεν προβλεπόταν κάποιου είδους οικονομική στήριξη για τη φύτευση των νέων αμπελώνων». Κάποιοι από τους αμπελουργούς έχουν ενταχθεί στο Μέτρο 4.1.1 του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, ωστόσο η χρηματοδότηση φτάνει τα 170 ευρώ ανά στρέμμα.

Πρόκειται για εξαιρετικά μικρό ποσό, αφού το κόστος φύτευσης του αμπελώνα, με τις καλλιεργητικές φροντίδες που απαιτούνται για να φτάσει να αποδώσει την πρώτη σοδειά μετά από μια τριετία, είναι πολλαπλάσιο.

Ο γραμματέας της Ένωσης Φυτωριούχων Ελλάδας,  Κώστας Μπακασιέτας, τονίζει στην «ΥΧ» ότι «το 90% των νεοεισερχόμενων αμπελουργών δεν έχει καμία εικόνα για το τι θα αντιμετωπίσει, γιατί υπάρχει μεγάλο κενό πληροφόρησης». Ο ίδιος, από την πείρα του, ανεβάζει το ποσό που θα πρέπει να υπολογίζει ο νέος αμπελουργός στα 2.000 ευρώ το στρέμμα για την προετοιμασία, τη φύτευση και την αναμονή έως την πρώτη σοδειά – «για να πάρεις το πρώτο σταφύλι», όπως λέει χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, τονίζει ότι το κόστος αυξάνεται κατά πολύ για κάποιον νεοεισερχόμενο στην αγροτική παραγωγή, ο οποίος πρέπει να κάνει και κάποιες άλλες επενδύσεις για τον εξοπλισμό, την αγορά ή την ενοικίαση γης ή γεωργικών μηχανημάτων.

Προσθέτει ότι «το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων πρέπει να αντιμετωπίσει το θέμα με μεγαλύτερη σοβαρότητα και να λάβει υπόψη του τα πραγματικά δεδομένα».

Πώς έγινε η μοιρασιά το 2017

Τα ίδια κριτήρια ίσχυσαν, δυστυχώς, και για τις άδειες φύτευσης του 2017, με αποτέλεσμα μόνο το 0,68% των αιτήσεων όσων διαθέτουν πάνω από 50 στρέμματα αμπελώνα να εγκριθεί.

Νέες άδειες φύτευσης έλαβαν το 40,78% των αιτηθέντων που έχουν αμπελώνες από 10-20 στρέμματα, το 34,23% όσων έχουν αμπελώνα 0,1-10 στρέμματα και ζήτησαν επιπλέον στρέμματα, το 15,1% των νεοεισερχόμενων και το 9,23% όσων έχουν αμπέλια από 20-50 στρέμματα. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι φέτος οι αιτήσεις για άδειες νέων φυτεύσεων αφορούσαν 20.700 στρέμματα (πέρυσι ήταν 24.000 στρέμματα).