Φουρτούνες για τους ψαράδες από τις πιέσεις στις τιμές της τσιπούρας και του λαβρακιού

Εξαιρετικά ευάλωτες οι ελληνικές επιχειρήσεις, λέει ο FAO, που προτείνει καινοτομία και συγχωνεύσεις

Φουρτούνες για τους ψαράδες από τις πιέσεις στις τιμές της τσιπούρας και του λαβρακιού

Διείσδυση σε νέες αγορές, επενδύσεις σε καινοτόμες μεθόδους που μειώνουν το κόστος παραγωγής και συγκέντρωση σε μεγαλύτερα σχήματα που μπορούν να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακος είναι, σύμφωνα με τον FAO, το τρίπτυχο πάνω στο οποίο πρέπει να «πατήσουν» οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες, προκειμένου να ξεπεράσουν τον κάβο του εντεινόμενου ανταγωνισμού.

Οι «συστάσεις» του Οργανισμού, όπως αποτυπώνονται στην τελευταία του έκθεση για την παγκόσμια αγοράς τσιπούρας και λαβρακιού (FAO Globefish), έρχονται μετά από μια χρονιά που οι επιχειρήσεις του κλάδου είδαν τα περιθώρια κέρδους τους να συρρικνώνονται, ως αποτέλεσμα των πιέσεων στις τιμές των δύο βασικότερων προϊόντων τους. Σύμφωνα με τον FAO, oι τιμές για το ελληνικό λαβράκι στην ιταλική αγορά έφτασαν στο peak τους στα 5,40 ευρώ το κιλό τον περασμένο Μάιο, ενώ έναν μήνα νωρίτερα στα ίδια επίπεδα «έπιασαν» ταβάνι και οι τιμές της τσιπούρας. Τα νούμερα αυτά αντιπροσωπεύουν μείωση 40 και 30 λεπτών αντίστοιχα σε σχέση με το 2015.

Σε επίπεδο εξαμήνου (σ.σ. η έκθεση αναφέρεται στην περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2016), οι υψηλότερες τιμές που καταγράφηκαν στις αρχές του έτους λειτούργησαν αντισταθμιστικά, με αποτέλεσμα η μέση τιμή για τις εξαγωγές του λαβρακιού να παραμείνει αμετάβλητη σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, ενώ εκείνη της τσιπούρας υποχώρησε κατά 4%.

Ακόμα και αυτή η μικρή μείωση, όμως, ήταν αρκετή για να φέρει «φουρτούνες» στις ελληνικές εταιρείες, τα οικονομικά μεγέθη των οποίων είχαν παρουσιάσει σημάδια βελτίωσης το 2015. Το γεγονός αυτό, κατά τον FAO, αποδεικνύει ότι οι εγχώριες επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτες (σ.σ. «εύθραυστες» είναι το επίθετο που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς της έκθεσης) ακόμα και στην παραμικρή αρνητική μεταβολή των τιμών.

Στα θετικά του κλάδου προσμετράται η ζωηρή ζήτηση στις τρεις βασικές αγορές στις οποίες εξάγει η Ελλάδα, δηλαδή στην Ιταλία, στη Γαλλία και στην Πορτογαλία, ενώ θετικά επέδρασε και το θερμό καλοκαίρι του 2016. Ωστόσο, ο FAO εκτιμά ότι η χώρα μας εξακολουθεί να ποντάρει σε υπερβολικό βαθμό στις παραπάνω «παραδοσιακές», όπως τις αποκαλεί, αγορές. Αυτό μπορεί να της αποφέρει οφέλη, όταν οι οικονομικές συνθήκες είναι σταθερές και ο καιρός ευνοϊκός, ταυτόχρονα, όμως, συνεπάγεται και υψηλό ρίσκο λόγω «της έλλειψης διαφοροποίησης» των εξαγωγικών προορισμών, όπως σημειώνει ο Οργανισμός.

Το 2015 ήταν μια χρονιά ανάκαμψης για την τσιπούρα και το λαβράκι, ωστόσο το 2016 σημαδεύτηκε από πτώση των διεθνών τιμών λόγω της αύξησης της προσφοράς από τις βασικότερες χώρες – «παίκτες» του κλάδου. Η Ρωσία, όπως αναφέρει ο FAO, είναι μια αγορά από την οποία οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις –μεταξύ αυτών και οι ελληνικές– παραμένουν ουσιαστικά αποκλεισμένες. Από τα τελωνεία της χώρας, πέρασαν στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2016 1.280 τόνοι λαβρακιού και 1.150 τόνοι τσιπούρας. Το 99% εξ αυτών ήταν τουρκικής προέλευσης, ενώ το υπόλοιπο 1% από την Τυνησία και το Μαρόκο. Μάλιστα, η κατανάλωση στη χώρα παρουσιάζει κάμψη στην τελευταία διετία εξαιτίας της επιβράδυνσης της ρωσικής οικονομίας.

Την ίδια ώρα, στη Μεγάλη Βρετανία, η αποδυνάμωση της αγγλικής λίρας, στον απόηχο του Brexit, επηρεάζει αρνητικά τη ζήτηση για εισαγόμενα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, ενώ αντίθετα ευνοεί το εγχωρίως αλιευόμενο λαβράκι.

Τουρκικό «κατενάτσιο» στην Ιταλία, σταθερό αποκούμπι η Γαλλία

 «Η αύξηση της παραγωγής θα είναι επικερδής για τις ελληνικές επιχειρήσεις, μόνο αν η ζήτηση είναι τόσο ισχυρή, ώστε να κρατήσει τις τιμές σε βιώσιμα επίπεδα», αναφέρει ο FAO. Η επισήμανση αυτή μόνο τυχαία δεν είναι, καθώς, όπως επισημαίνεται σε άλλο σημείο της έκθεσης, οι ελληνικές εταιρείες φέρονται να έχουν «στοκάρει» μεγάλες ποσότητες γόνου, οι οποίες είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσουν το 2017 επιβαρυντικά στις τιμές. Ήδη, η Τουρκία «απαντά», δίνοντας έμφαση στην παραγωγή τσιπούρας μικρού μεγέθους, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτόν θα καταφέρει να συγκρατήσει τα κόστη παραγωγής, αλλά και να αποτρέψει φαινόμενα υπερπροσφοράς.

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως ότι, παρά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που τους εξασφαλίζει η φθηνή λίρα, ούτε οι τουρκικές επιχειρήσεις μένουν ανεπηρέαστες στις διακυμάνσεις της διεθνούς αγοράς. Σύμφωνα με τον FAO, οι τιμές της τουρκικής τσιπούρας στο τρίτο τρίμηνο του 2016 μόλις και μετά βίας κάλυπταν το κόστος παραγωγής, ενώ τον Ιούλιο ακολούθησε νέα μείωση της τάξης του 10% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2016.

Η Τουρκία είναι αυτή που επωφελείται από την αύξηση των εισαγωγών τσιπούρας και λαβρακιού στην Ιταλία. Οι τουρκικές επιχειρήσεις αξιοποιούν στον μέγιστο βαθμό το αβαντάζ της υποτιμημένης τουρκικής λίρας, αλλά και τις εν γένει χαμηλότερες τιμές στις οποίες πωλούν. «Η αναλογία μεταξύ τσιπούρας και λαβρακιού παραμένει σταθερή, όσον αφορά τους εισαγόμενους όγκους, όμως, μια εμφανής τάση είναι το αυξανόμενο μερίδιο της Τουρκίας έναντι των μειούμενων εισαγωγών από την Ελλάδα», επισημαίνει ο FAO.

Διαφορετική είναι η εικόνα της γαλλικής αγοράς όπου καταγράφεται σαφής προτίμηση σε ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, που εκτρέφονται είτε τοπικά είτε όσο το δυνατόν εγγύτερα στη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό, οι Γάλλοι καταναλωτές δείχνουν να εμπιστεύονται κυρίως τις ελληνικές, αλλά –εσχάτως– και τις ισπανικές επιχειρήσεις.