Mια φυσιολογική χρονιά για το λάδι αποδεικνύεται το 2015/16

Τα ισπανικά αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την «YX»

Mια φυσιολογική χρονιά για το λάδι αποδεικνύεται το 2015/16

του Βασίλη Ζαμπούνη

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ισπανικού υπουργείου Γεωργίας, με τη συγκομιδή σχεδόν να έχει ολοκληρωθεί, στις 31/3, η παραγωγή ελαιολάδου έφτασε τους 1.389.300 τόνους. Πρόκειται δηλαδή για μια απόλυτη επιβεβαίωση της «ΥΧ» και του ypaithros.gr, όταν τον Νοέμβριο 2015 έγραφαν για ισπανική παραγωγή 1,35 με 1,4 εκατ. τόνους ελαιολάδου (βλέπε «ΥΧ» φύλλο 3, 20/11/2015, σελ. 28, Κρίσιμη καμπή για το ελαιόλαδο).
Η ποσότητα ελαιολάδου είναι αυξημένη κατά 67% σε σύγκριση με την περασμένη περίοδο, ενώ είναι πιθανή μια μικρή περαιτέρω αύξηση όταν ολοκληρωθούν η συγκομιδή και η έκθλιψη.

Η παραγωγή της περιόδου 2015/16 προήλθε από την ελαιοποίηση 6.769.614 τόνων ελιάς, με μέση απόδοση 20,51%. Πρόκειται για μια πολύ ικανοποιητική απόδοση, που οφείλεται όχι μόνο στην υψηλή ελαιοπεριεκτικότητα, αλλά και στον συνεχή εκσυγχρονισμό των ελαιουργικών μηχανημάτων στα ελαιοτριβεία.

Τα συνολικά αποθέματα υπολογίζονται στους 998.400 τόνους, με τα ελαιοτριβεία να αποθηκεύουν 784.600 τόνους (-4%), στις υπόλοιπες βιομηχανίες να βρίσκονται 197.100 τόνοι, ενώ στις κρατικές δεξαμενές άλλοι 16.700 τόνοι. Συνεπώς, αναμένεται ομαλή εξέλιξη στο εμπόριο των επομένων μηνών μέχρι τη νέα ελαιοκομική περίοδο.
Οι εισαγωγές, με προσωρινά ακόμη στοιχεία για τον μήνα Μάρτιο, εκτιμώνται στους 77.300 τόνους. Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγές υπολογίζονται στους 369.500 τόνους, μειωμένες κατά 19% σε σύγκριση με την περασμένη περίοδο. Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στην επάνοδο της Ιταλίας σε φυσιολογική παραγωγή, άρα τις μειωμένες ανάγκες της για χύμα εισαγωγές.

Οι συνολικές πωλήσεις (εγχώρια αγορά και εξαγωγές) έφτασαν τους 648.900 τόνους, μειωμένες κατά 8% σε σύγκριση με πέρυσι. Η εγχώρια αγορά κατανάλωσε 279.400 τόνους.

Πρώτες εκτιμήσεις για την επόμενη χρονιά

Αν και είναι ακόμη πολύ νωρίς, καθώς μεσολαβούν πολλοί μήνες και αστάθμητοι παράγοντες, ωστόσο οι πρώτες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι και η επόμενη χρονιά 2016/17 αναμένεται να κυμανθεί σε φυσιολογικά επίπεδα παραγωγής, με 1,4 εκατ. τόνους στην Ισπανία και 250 χιλ. στην Ελλάδα, η οποία αντιμετωπίζει ένα ερωτηματικό καιρικών συνθηκών της Κρήτης.

Ελαφρά υποχώρηση των τιμών

Έχοντας ως δεδομένα τα υψηλά διαθέσιμα αποθέματα στις δεξαμενές και τις προβλέψεις για φυσιολογικές παραγωγές της 2016/17, είναι λογικό να παρουσιάζουν οι τιμές τάσεις ελαφρών υποχωρήσεων.

Έτσι στην Ισπανία, οι τιμές κυμαίνονται, ανάλογα με την ποιότητα και την περιοχή, μεταξύ των 3 – 3,10 €/κιλό για τα έξτρα και 2,55 – 2,6 €/κιλό για τα βιομηχανικά βάσης 1°.
Στην Ελλάδα υπολογίζονται περί τους 50 χιλ. τόνους σε διαθέσιμα αποθέματα, όμως είναι εξαιρετικά περιορισμένη η διάθεση πράξεων εκ μέρους των πωλητών, όπως αντίστοιχα και των αγοραστών, ίσως λόγω του γενικού κλίματος οικονομικής αβεβαιότητας.

Το ζήτημα της ποιότητας

Αυτό που θα πρέπει να καταγραφεί είναι η σε σημαντικό βαθμό δυσαρμονία στα ζητήματα της ποιότητας μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης. Η βιομηχανία τυποποίησης, ή τουλάχιστον εκείνο το –μεγαλύτερο– τμήμα της που εφοδιάζει τις μεγάλες αλυσίδες κατανάλωσης στη διεθνή αλλά και την εγχώρια αγορά, έχει ανεβάσει πολύ τις απαιτήσεις της. Ο ανταγωνισμός δεν διεξάγεται μόνο σε επίπεδο τιμών αλλά, κυρίως, ποιότητας. Πέρα από τα γνωστά και στοιχειώδη της τήρησης των φυσικοχημικών ορίων που προβλέπει η νομοθεσία (κανονισμός 2568/91), η «ποιότητα» αναφέρεται σε όλους τους δείκτες καθαρότητας και ασφάλειας του προϊόντος για τον τελικό καταναλωτή.

Εδώ τα ελληνικά ελαιόλαδα δείχνουν να παρουσιάζουν ανησυχητικά προβλήματα, λόγω ανίχνευσης υπολειμμάτων, είτε φυτοφαρμάκων, είτε καταλοίπων ατελούς καύσης που μπορεί να οφείλεται στα μηχανήματα που χρησιμοποιεί ο παραγωγός, όπως και στην κακή συνήθεια της καύσης των κλαδιών μέσα στους ελαιώνες.