Γιώργος Φραγκίστας: «Τα δίκτυα ζητούν τα προϊόντα μας, τροχοπέδη οι δικές μας παθογένειες»

«Δεν μπορείς να ζητάς από τον παραγωγό το 70% του τζίρου του σε φόρους και εισφορές» τονίζει ο πρόεδρος του INCOFRUIT-HELLAS, Γιώργος Φραγκίστας, και θεωρεί μονόδρομο τη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων στον κλάδο των οπωροκηπευτικών

Μονόδρομο θεωρεί τη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων στον κλάδο των οπωροκηπευτικών, καθώς και τη στενότερη συνεργασία μεταξύ παραγωγών και εξαγωγέων, ο πρόεδρος του INCOFRUIT-HELLAS, Γιώργος Φραγκίστας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις αλλά και να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που δημιουργεί το νέο τοπίο στο οργανωμένο λιανεμπόριο της Ευρώπης. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «ΥΧ», ο κ. Φραγκίστας τονίζει επίσης την ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας, ώστε να «ξηλωθεί» η ατομικιστική αντίληψη που εμποδίζει την απελευθέρωση της δυναμικής των εξαγωγών. 

«Πιστεύω ότι όλα μας τα προϊόντα έχουν προοπτική. Ακόμα και το γερασμένο πορτοκάλι, εάν βάζαμε καινούργια φυτά, με την ίδια ποικιλία, θα πηγαίναμε πολύ καλά. Όταν όμως το δέντρο είναι 70 ετών, τι μπορεί να σου δώσει πια;»

Ο πρόεδρος του INCOFRUIT-HELLAS, Γιώργος Φραγκίστας συνομιλεί με τους συντάκες της «ΥΧ»

Tι αλλαγές διακρίνετε στη δομή του διεθνούς εμπορίου οπωροκηπευτικών τα τελευταία χρόνια; Πώς ανακατανέμονται τα μερίδια μεταξύ των διαφόρων καναλιών διάθεσης;
Είναι σαφές ότι οι δομές του εμπορίου έχουν αλλάξει σε σχέση, για παράδειγμα, με 15 χρόνια πριν και η Ελλάδα δυσκολεύεται να ακολουθήσει. Στην Ευρώπη, πλέον, κυριαρχούν περίπου 10 μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι λιανεμπορίου. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, το 90% της αγοράς ελέγχεται από τα σούπερ μάρκετ. Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό πλησιάζει το 60% και βλέπουμε ότι τα μερίδια της παραδοσιακής λαϊκής και των μανάβικων συνεχίζουν να συρρικνώνονται.

Η πρώτη και πιο σημαντική συνέπεια της εξέλιξης αυτής για τις εξαγωγές μας είναι η αλλαγή της κλίμακας του προμηθευτή. Ένας αγοραστής αυτού του μεγέθους, ο οποίος έχει από πίσω του χιλιάδες μαγαζιά, αγοράζει σε άλλη κλίμακα από αυτή που εμείς, σαν Ελλάδα, έχουμε «μάθει» να παράγουμε. Εξίσου διαφορετικές είναι και οι απαιτήσεις του, για παράδειγμα σε επίπεδο υπολειμματικότητας, οι οποίες είναι πολύ πιο αυστηρές από αυτές που ο Έλληνας παραγωγός μπορεί ή είναι διατεθειμένος να καλύψει. Υπάρχει φυσικά και το χρόνιο πρόβλημα με τον μέσο κλήρο στη χώρα μας, ο οποίος είναι πάρα πολύ μικρός σε σχέση με άλλες ανταγωνιστικές χώρες και αυτό, όπως είναι λογικό, δημιουργεί τεράστια προβλήματα. Για παράδειγμα, αν μιλήσουμε για την ιχνηλασιμότητα μιας παρτίδας, ένας Έλληνας εξαγωγέας χρειάζεται να κάνει πάρα πολλές αναλύσεις, όταν ο Ισπανός κάνει μία ή δύο, γιατί εκεί οι εκτάσεις είναι τεράστιες.

Η αλήθεια είναι ότι η χώρα μας προσαρμόζεται σταδιακά στο νέο τοπίο, αλλά με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς και με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, κυριολεκτικά στο «και πέντε». Το GlobalGAP, για παράδειγμα, εφαρμόστηκε σε μεγάλη κλίμακα όταν πλέον οι αλυσίδες απαίτησαν, μαζί με το τιμολόγιο, να προσκομίζεται και το σχετικό πιστοποιητικό. Μέχρι τότε, κατά την πάγια ελληνική τακτική, πολλοί έψαχναν τρόπους να τετραγωνίσουν τον κύκλο.

Αν έπρεπε να ιεραρχήσουμε τα κυριότερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο ο κλάδος και τα οποία περιορίζουν τη δυναμική του, ποιο θεωρείτε ότι είναι το πιο σημαντικό;
Το πρώτο και βασικότερο εμπόδιο είναι, θεωρώ, η ελληνικό νοοτροπία, το δεύτερο ο μικρός κλήρος και το τρίτο η έλλειψη πληροφόρησης. Σε ό,τι αφορά το πρώτο, στην Ελλάδα, ο παραγωγός δυστυχώς εξακολουθεί να βλέπει τον έμπορο ως αντίπαλο. Ενδεχομένως να έχει την εντύπωση ότι εμείς είμαστε αυτοί που καθορίζουμε την τιμή, κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στο 99% των προϊόντων έχουμε πια να κάνουμε με ένα buyers’ market, μια αγορά δηλαδή που τους όρους του παιχνιδιού και, φυσικά την τιμή, την καθορίζει ο τελικός αγοραστής, που δεν είναι άλλος από τον μεγάλο λιανέμπορο. Αυτός δεν ενδιαφέρεται για τα περιθώρια κέρδους ή τη βιωσιμότητά σου ως εξαγωγέας. Σου ζητάει συγκεκριμένες ποσότητες με μία τιμή η οποία σε ενημερώνει ότι υπαγορεύεται από τη διεθνή αγορά και εσύ, ως εξαγωγέας, και κουβαλώντας πίσω σου όλα τα διαρθρωτικά και μη προβλήματα που προαναφέραμε, είσαι υποχρεωμένος να ακολουθήσεις. Αλλιώς, απευθύνεται αλλού…

Πολύ συχνά, επίσης, ο αγρότης γίνεται αποδέκτης αντικρουόμενων και λανθασμένων πληροφοριών. Για παράδειγμα, φέτος, στο βερίκοκο αλλά και γενικότερα στα πυρηνόκαρπα, έχει καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι η αγορά είναι ελλειματική, γι’ αυτό και ο παραγωγός προσδοκά πολύ υψηλές τιμές. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Πράγματι, η ευρωπαϊκή παραγωγή είναι φέτος μειωμένη, καθώς έχουμε κάποιες ζημιές στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Όμως, αυτό αφορά τη σύγκριση με την περυσινή σεζόν, όπου είχαμε ρεκόρ παραγωγής πολλών ετών. Στην πραγματικότητα, σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, η παραγωγή παραμένει αυξημένη. Για αυτό και είδαμε ότι οι τιμές στην ελληνική αγορά ξεκίνησαν από ψηλά και σε σύντομο σχετικά διάστημα υποχώρησαν.

Αναφερθήκατε στη σχέση παραγωγού-εμπόρου. Σε τι διαφέρει στη χώρα μας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες;
Στη χώρα μας εξακολουθεί να υπάρχει αυτό το χάσμα μεταξύ εμπόρου και παραγωγού, τη στιγμή που στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ακόμα και σε αυτές με παρόμοια κλιματολογικά χαρακτηριστικά, όπως η Ισπανία, ουσιαστικά οι έννοιες αυτές έχουν «ενοποιηθεί». Ο εξαγωγέας έχει δικές του εκτάσεις και συμβεβλημένους παραγωγούς, με τους οποίους συνεργάζεται. Ένα τέτοιο σχήμα είναι κατανοητό ότι έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζεται πολύ πιο γρήγορα και με πολύ λιγότερους κλυδωνισμούς στα «γυρίσματα» και τις απαιτήσεις της αγοράς. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, ο έμπορος και ο εξαγωγέας παραμένει στη συνείδηση του παραγωγού, όπως ανάφερα και πιο πριν, ο «εχθρός», που επιχειρεί να του πάρει φθηνά το προϊόν.

Το μοντέλο των συμβεβλημένων με το συσκευαστήριο ή τον εξαγωγέα παραγωγών κερδίζει έδαφος στην Ελλάδα;
Βλέπω να διευρύνεται στην Ευρώπη, όμως όχι και εδώ. Τα παραδείγματα είναι ελάχιστα και η εμπειρία από αυτά κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική. Ακόμα και σε περιπτώσεις που τέτοιες συνεργασίες ξεκίνησαν, μέσα σε λίγα χρόνια οι περισσότεροι παραγωγοί δεν θέλησαν να συνεχίσουν. Δεν λέω ότι φταίει απαραίτητα το συσκευαστήριο ή ο αγρότης. Απλά φαίνεται ότι η ομαδικότητα δεν είναι στη νοοτροπία του Έλληνα. Θα πρέπει, όμως, να αντιληφθούμε τα μεγέθη της αγοράς σήμερα, αν θέλουμε να έχουμε μέλλον. Μια μικρή πολυεθνική έχει τζίρο της τάξης των 30-40 δισ. ευρώ, τη στιγμή που ένας μεγάλος Έλληνας εξαγωγέας που καλείται να συνεργαστεί μαζί της είναι στα 30-40 εκατ. ευρώ, και δεν μιλάμε για την πλειοψηφία, τα μεγέθη της οποίας είναι πολύ μικρότερα. Επομένως, είναι φανερό ότι πρέπει να ενωθούμε και να δημιουργήσουμε μεγαλύτερα σχήματα, που θα μας επιτρέψουν να αποκτήσουμε οικονομίες κλίμακας, ακόμα και να να αγοράζουμε τα λιπάσματα και τις υπόλοιπες εισροές για την πρωτογενή παραγωγή ομαδικά.

Αυτό όμως προϋποθέτει αλλαγή νοοτροπίας και, κυρίως, να αποβάλουμε την ατομιστική λογική που θέλει τον καθένα να είναι «αφεντικό στο σπίτι» του. Αλλιώς, στον πόλεμο της διεθνούς αγοράς, θα παραμείνουμε αντάρτες, οι οποίοι καλούνται να αντιμετωπίσουν έναν πολύ καλά οπλισμένο και πανίσχυρο στρατό.

Παρά τα πολλά και σοβαρά προβλήματα που περιγράφετε, οι εξαγωγές φρούτων και λαχανικών φαίνεται να βρίσκονται σε ανοδικό κανάλι. Πώς εξηγείται αυτό;
Πράγματι ισχύει αυτό, χρειάζεται όμως να το ερμηνεύσουμε σωστά. Η συγκέντρωση του λιανεμπορίου σε λίγα χέρια έχει και μια θετική συνέπεια για εμάς, με την έννοια ότι, για λόγους περιορισμού του ρίσκου, οι μεγάλες αλυσίδες δεν περιορίζονται σε μια πηγή, αλλά επιδιώκουν να παίρνουν προϊόν από όσο το δυνατόν περισσότερους προμηθευτές. Επομένως, ακόμα και αν οι τιμές μας είναι υψηλότερες, δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την Ελλάδα για να προμηθευτούν π.χ. πορτοκάλια αποκλειστικά από την Ισπανία. Επομένως, λόγω της τακτικής αυτής, αλλά και λόγω της υπερπροσπάθειας που καταβάλλουν πολλοί συνάδελφοι, έχουμε μπει σε αρκετές αλυσίδες.

Μην ξεχνάμε ότι οι πολυεθνικές έχουν αναπτυχθεί πια πλήρως και στην Αν. Ευρώπη, η οποία παλαιότερα ήταν μια πιο παραδοσιακή αγορά, με μικρότερες ποσότητες αλλά και χαμηλότερες προδιαγραφές. Πλέον, όλα αυτά έχουν αλλάξει. Έχουμε να κάνουμε με μια κοινή αγορά, οι προδιαγραφές είναι κοινές και οι ίδιοι όμιλοι αγοράζουν ουσιαστικά για όλη την Ευρώπη. Αυτό όντως μας έχει δώσει κάποια ώθηση, όμως είναι κάτι που πετυχαίνουμε με… αίμα και με τις δυσκολίες που προανέφερα.

Με δεδομένα τα διαρθρωτικά και συγκυριακά προβλήματα που περιγράφετε, πώς θα μπορούσε να αναταχθεί ο κλάδος; Τι βήματα θα πρέπει να κάνουν οι ίδιοι οι παραγωγοί;
Χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω τη σημασία της καινοτομίας, με δεδομένο το μικρό μας μέγεθος, δεν είναι απαραίτητο πάντα να ανοίγουμε εμείς τον δρόμο. Μπορούμε να ακολουθήσουμε, ποντάροντας στα δικά μας προϊόντα, τα οποία πιστεύω ότι έχουν προοπτική, με κάποιες όμως προϋποθέσεις. Να προχωρήσουμε δηλαδή σε ανανέωση του φυτικού μας κεφαλαίου, να «διαβάσουμε» σωστά τις ανάγκες της αγοράς και να λειτουργήσουμε ομαδικά.

Για παράδειγμα, τι νόημα έχει σήμερα ένας παραγωγός στο Κιλκίς να ψάχνει εναλλακτική για τα καπνά στο άσπερμο σταφύλι, και μάλιστα με ποικιλίες για τις οποίες δεν έχει καταβάλει πνευματικά δικαιώματα, όταν η Ισπανία ήδη διαθέτει περίπου 50 τέτοιες; Μπορεί όμως να στραφεί στο ένσπερμο σταφύλι, το οποίο δεν διαθέτει η Ισπανία και η ζήτηση για αυτό στις ανατολικές χώρες αυξάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Συν το γεγονός ότι είναι φθηνότερο κοστολογικά και ταιριάζει περισσότερο στις κλιματικές συνθήκες της περιοχής.

Χρειάζεται, φυσικά, να υπάρξει και ένας σοβαρός κρατικός σχεδιασμός. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, εν έτει 2018 να μην υπάρχουν ζώνες καλλιέργειες και να παράγονται δίπλα-δίπλα λεμόνια και κλημεντίνες ή να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας σε ό,τι αφορά την τριστέτσα. Ούτε επίσης να μην έχει λυθεί το πρόβλημα του νερού στην Αργολίδα, την Κορινθία και σε πολλές άλλες περιοχές της χώρας…

«Δεν μπορείς να ζητάς από τον παραγωγό το 70% του τζίρου του σε φόρους και εισφορές»

Σαν INCOFRUIT, ποια είναι τα ζητήματα τα οποία έχει θέσει επί τάπητος στις συζητήσεις σας με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης;
Όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα που ανέφερα τα έχουμε συζητήσει επανειλημμένα με το υπουργεία. Ένα ακόμα σοβαρό ζήτημα που έχουμε ως προτεραιότητα είναι ο αθέμιτος ανταγωνισμός που δημιουργεί η διακίνηση δίχως παραστατικά, αλλά και η φορολογία των παραγωγών, που συνδέεται άμεσα με αυτό. Προφανώς και οι αγρότες πρέπει να φορολογηθούν, όμως δεν είναι δυνατόν, μαζί με την προκαταβολή και τις ασφαλιστικές εισφορές, να ζητείται από έναν επαγγελματία του κλάδου να καταβάλλει το 70% ή το 80% του τζίρου. Πολύ απλά, αυτό δεν γίνεται και το μόνο που καταφέρνουμε είναι να σπρώχνουμε τον αγρότη σε υπόγειες και αδιαφανείς λύσεις. Πρέπει να υπάρξει στήριξη των πραγματικών επαγγελματιών του πρωτογενούς τομέα, ακόμα και από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο σήμερα δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Οι παραγωγοί έρχονται σε εμάς αναζητώντας λύσεις και καλλιεργητικές προτάσεις, την ίδια στιγμή, όμως, μας αντιμετωπίζουν και καχύποπτα ως εμπόρους. Πρέπει επομένως, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου να βγει μπροστά, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες, ώστε να ενημερώσει και να δώσει κατεύθυνση στον αγροτικό κόσμο.

Συνέντευξη στους Μαρία Αντωνίου – Γιάννη Τσατσάκη