Η διεθνής πολιτική της ΕΕ, διαχρονικός ρυθμιστής της ΚΑΠ

Σημαντικές επισημάνσεις σε μελέτη του Πανεπιστημίου Ρέντινγκ της Μεγάλης Βρετανίας

Η διεθνής πολιτική της ΕΕ, διαχρονικός ρυθμιστής της ΚΑΠ

Ο εντοπισμός των παραγόντων που οδήγησαν διαχρονικά στη διαμόρφωση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) είναι μία ιδιαίτερα δύσκολη αποστολή, την οποία όμως ανέλαβε το Πανεπιστήμιο του Ρέντιγκ στη Μεγάλη Βρετανία για λογαριασμό της Επιτροπής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η μελέτη «Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ εξωτερικής δράσης και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ» αναλύει το πώς η εμπορική πολιτική και οι άλλες διεθνείς υποχρεώσεις της ΕΕ έχουν διαχρονικά επηρεάσει την εξέλιξη της ΚΑΠ, ενώ παράλληλα καταλήγει σε εκτιμήσεις για το πώς θα μπορούσε να επηρεαστεί η ΚΑΠ και μετά το 2020. Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι μελετητές από το «σάρωμα» της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ τις τελευταίες δεκαετίες είναι ότι εντοπίζονται σαφείς συσχετίσεις, αν όχι αιτιώδεις σχέσεις, μεταξύ αυτής και της ΚΑΠ, με πιο χαρακτηριστικό παράγοντα επηρεασμού τη συμμετοχή της ΕΕ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).

Δεδομένου ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν αρχίσει να προετοιμάζουν τη συζήτηση για την ΚΑΠ μετά το 2020, η μελέτη δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους παράγοντες που αναμένεται να έχουν αντίκτυπο στη μελλοντική διαμόρφωση της πολιτικής. Ίσως η πιο πιεστική ανάγκη είναι η υλοποίηση της δέσμευσης της ΕΕ στο Παρίσι για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 40% έως το 2030. Για την ΚΑΠ, η συμφωνία στο Παρίσι σημαίνει ότι θα υπάρξει διεξοδική αξιολόγηση της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας των διατάξεων πρασινίσματος, που εισήγαγε η μεταρρύθμιση του 2013. Η παροχή οικονομικών κινήτρων στους παραγωγούς για την εφαρμογή πρακτικών δέσμευσης του άνθρακα είναι ακόμα ένα ενδεχόμενο.

Όσον αφορά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, εάν και εφόσον ολοκληρωθεί ο Γύρος της Ντόχα, οι άμεσες ενισχύσεις δεν θα μείνουν ανεπηρέαστες, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρξουν μειώσεις δασμών σε μια σειρά προστατευόμενων προϊόντων (ζάχαρη, γαλακτοκομικά, βόειο κρέας κ.λπ.). Όμως, παρόμοια επίδραση στις τιμές της αγοράς θα μπορούσε να προκύψει από την εφαρμογή των εμπορικών συμφωνιών που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση ή προβλέπονται: με τον Καναδά, τις ΗΠΑ, τις χώρες Mercosur, την Αυστραλία. Η μελέτη τονίζει ότι οι γεωπολιτικές εντάσεις γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου και την πρώην Σοβιετική Ένωση παραμένουν ρευστές.

Νέες συμμαχίες και εμπορικές δεσμεύσεις ενδέχεται να προκύψουν και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του ανταγωνισμού στους τομείς οπωροκηπευτικών, ελαιολάδου και οίνου. Μια τέτοια εξέλιξη, ωστόσο, είναι πιθανό να ενισχύσει την αναγκαιότητα διατήρησης της βασικής εισοδηματικής στήριξης για τους γεωργούς της ΕΕ. Τέλος, στη μελέτη το Brexit αναγνωρίζεται ως η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ΚΑΠ μετά το 2020, καθώς θα μπορούσε να θέσει σοβαρή πίεση στις τιμές της αγοράς σε περιοχές που σήμερα έχουν μεγάλη εξάρτηση από τη βρετανική αγορά (π.χ. το ιρλανδικό βόειο κρέας). Επιπλέον, η απώλεια της καθαρής συνεισφοράς της Μεγάλης Βρετανίας στον προϋπολογισμό της ΕΕ θα μπορούσε να προκαλέσει την επανεξέταση της συνολικής χρηματοδότησης της ΚΑΠ.