Η κοινωνική καινοτομία της μείωσης της σπατάλης τροφίμων

Σοβαρές οι ελληνικές καθυστερήσεις

spatali-trofimon

Το 20% των παραγόμενων τροφίμων στην ΕΕ κάθε χρόνο πετιούνται. Η πρόληψη αυτής της σπατάλης, το κόστος της οποίας υπολογίζεται στα 143 δισ. ευρώ, αποτελεί σημαντική κοινωνική καινοτομία της εποχής μας και βρίσκεται στο επίκεντρο της λεγόμενης Κυκλικής Οικονομίας. Η Ελλάδα έχει κάνει λίγα από όσα οφείλει, σύμφωνα με τις κοινοτικές της υποχρεώσεις.

Οι σπατάλες τροφίμων απαιτούν, για να παραχθούν, καλλιεργήσιμη έκταση ίση με το μέγεθος της Κίνας, ενώ συμβάλλουν κατά 8% στη δημιουργία των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Σε αυτή την οικονομική και περιβαλλοντική διάσταση, πρέπει να προστεθεί και η κοινωνική, καθώς 800 εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη υποφέρουν από την πείνα.

Η κοινωνική καινοτομία της μείωσης της σπατάλης τροφίμων

Για τους λόγους αυτούς, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη, δεσμεύτηκαν, το 2015, να μειώσουν κατά 50% τη σπατάλη τροφίμων ανά καταναλωτή σε όλο το μήκος της διατροφικής αλυσίδας, έως το έτος 2030.

Το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης αφορά:

  • Τη διαμόρφωση μίας ενιαίας μεθοδολογίας μέτρησης της σπατάλης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
  • Τη λειτουργία μίας πλατφόρμας, από τον Νοέμβριο του 2016, για την ανταλλαγή εμπειριών και τεχνογνωσίας.
  • Τη βελτίωση της σήμανσης της ημερομηνίας ανάλωσης από τους καταναλωτές.
  • Την αποσαφήνιση της νομοθεσίας για τα απορρίμματα, τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές.

Το ελληνικό πρόβλημα

Το μέγεθος της σπατάλης τροφίμων στην Ελλάδα παραμένει άγνωστο. Σε αυτό συμβάλει τόσο η γνωστή προχειρότητα του κράτους, όσο και η αναβλητικότητα της ΕΕ. Για παράδειγμα, στον οδικό χάρτη για την Αποδοτικότητα των Πόρων το 2011, έθεσε ως στόχο-ορόσημο μείωσης της σπατάλης κατά 50%, το έτος 2020. Το 2014, η ημερομηνία αυτή μετατέθηκε στο έτος 2025, για να μετατεθεί το 2015, ως δέσμευση πλέον στον ΟΗΕ, στο έτος 2030.

Με βάση την έκθεση αποτίμησης του προβλήματος, στον μέσο Ευρωπαίο καταναλωτή αναλογούν 173 κιλά απορριμμάτων τροφίμων ανά έτος (1). Από αυτά, τα 92 κιλά δημιουργούνται στο νοικοκυριό, τα 21 στην παροχή υπηρεσιών, τα 9 στη χονδρική και λιανική διάθεση, τα 33 στη βιομηχανική επεξεργασία και τέλος τα 18 κιλά κατά τη διάρκεια της πρωτογενούς παραγωγής (δες σχετικό πίνακα).

Αντίστοιχα στοιχεία για την Ελλάδα δεν υπάρχουν. Με βάση την ίδια έκθεση και τα στοιχεία που επικαλείται, στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, υπολογίζονται στους 79,7 χιλιάδες τόνους. Στις υπόλοιπες κατηγορίες, είτε δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, είτε θεωρούνται εξαιρετικά περιορισμένα, λόγω των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών φτώχειας, (27,7% του πληθυσμού) και της ζήτησης των προϊόντων αυτών.