Η κρίση μας έκοψε κρέας και ψάρι και μας έριξε στα ζυμαρικά και το ψωμί

Οι διατροφικές συνήθειες στα χρόνια των μνημονίων

Η κρίση μας έκοψε το ακριβό κρέας και ψάρι και μας έριξε στα ζυμαρικά και το ψωμί

Η μειωμένη αγοραστική δύναμη των Ελλήνων στα χρόνια της οικονομικής κρίσης είναι η αιτία για την προσαρμογή των διατροφικών τους συνηθειών σε προϊόντα που δεν στοιχίζουν πολύ και δημιουργούν εύκολα το αίσθημα του κορεσμού.

Οι εποχές που ο Έλληνας καταναλωτής είχε τη δυνατότητα να διαθέσει ένα μεγάλο χρηματικό πόσο για είδη διατροφής έχουν περάσει, αφήνοντας στη δεύτερη θέση τρόφιμα που θεωρούνται ακριβά ή (και) καλύτερης ποιότητας, όπως το κρέας και τα ψάρια. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών, η μέση ελληνική οικογένεια το 2008, στην αρχή δηλαδή της κρίσης, διέθετε μηνιαίως 347,4 ευρώ για είδη διατροφής. Το 2015 το πόσο αυτό είχε φτάσει στα 293,3 ευρώ.

Η μείωση αυτή αποτυπώνει τη δυσκολία των καταναλωτών να αγοράσουν είδη διατροφής τα οποία κατανάλωναν σε μεγάλες ποσότητες πριν την κρίση. Οι διατροφολόγοι επισημαίνουν πως τα αποτελέσματα της αλλαγής των διατροφικών μας συνηθειών την περίοδο της κρίσης επηρεάζουν κατά πολύ την υγείας μας.

Ο  Έλληνας καταναλωτής από το 2008 στο 2015

Η μέση ελληνική οικογένεια του 2008 διέθετε για την μηνιαία αγορά κρέατος 79,4 ευρώ, τα περισσότερα δηλαδή χρήματα σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη διατροφής (πίνακας). Παρόλα αυτά, το κρέας ήταν και το προϊόν που σημείωσε την μεγαλύτερη οικονομική πτώση κατά τα χρόνια 2008-2015, καταδεικνύοντας πως οι καταναλωτές σήμερα έχουν περιορίσει κατά πολύ τις ποσότητες που καταναλώνουν.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και όπως αποτυπώνονται στον πίνακα, όλα τα είδη διατροφής (αλεύρι, ψωμί, δημητριακά, κρέας, ψάρια, γαλακτοκομικά προϊόντα και αβγά, έλαια και λίπη, φρούτα, λαχανικά, ζάχαρη, μαρμελάδα, μέλι) μειώθηκαν σε απόλυτες δαπάνες μεταξύ του 2008 και του 2015. Συνολικά, οι δαπάνες του μέσου νοικοκυριού για είδη διατροφής μειώθηκαν κατά 15,6%. Ωστόσο, η εξέλιξη των δαπανών των επιμέρους υποομάδων διατροφής ήταν διαφορετική. Τα ψάρια, τα φρούτα, η ζάχαρη, η μαρμελάδα και το μέλι παρουσίασαν μείωση στα σχετικά μεγέθη.

Αντίθετα αύξηση στα σχετικά μεγέθη παρουσίασαν το αλεύρι, το ψωμί και τα δημητριακά ενώ μικρή αύξηση παρουσίασαν και τα λαχανικά. Όσον αφορά το κρέας, την περίοδο της κρίσης θεωρείται ειδική περίπτωση για τους καταναλωτές, αφού όπως παρουσιάζεται και στον πίνακα μεταξύ του 2008 και του 2015, οι μηνιαίες δαπάνες μειώθηκαν και σε απόλυτες τιμές και σε σχετικά μεγέθη. Εκτός όμως από αυτό υπάρχει και εσωτερική ανακατανομή.

Οι καταναλωτές πλέον προτιμούν τα φθηνότερα κρέατα και λιγότερο ποιοτικά όπως το χοιρινό και το κοτόπουλο και αποφεύγουν τα πιο «ευγενή» κρέατα όπως το μοσχάρι και το κατσίκι. Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν πως η ελληνική οικογένεια έχει απομακρυνθεί πια από είδη που θεωρούνται πιο ακριβά, όπως το κρέας και το ψάρι και προτιμά πλέον πιο οικονομικά προϊόντα όπως είναι τα ζυμαρικά και το ψωμί. Προϊόντα, δηλαδή, μικρότερης διατροφικής αξίας.

Οι αλλαγές και οι επιπτώσεις στην υγεία

Οι διαιτολόγοι Ευαγγελία Καραγλάνη και Ειρήνη Παπανικολάου σχολιάζουν στην «ΥΧ» την αλλαγή αυτή των διατροφικών συνηθειών των Ελλήνων. Την απομάκρυνση, δηλαδή, από τα ποιοτικά και θρεπτικά τρόφιμα στην κατανάλωση πιο οικονομικών και μικρότερης διατροφικής αξίας τρόφιμα αλλά και την τάση του πρόχειρου φαγητού.

Η κρίση μας έκοψε το ακριβό κρέας και ψάρι και μας έριξε στα ζυμαρικά και το ψωμίΗ Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος και Επιστημονική Συνεργάτιδα Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Ευαγγελία Καραγλάνη επισημαίνει πως «η παραδοσιακή – ελληνική – μεσογειακή διατροφή» έχει κύρια χαρακτηριστικά την υψηλή κατανάλωση ελαιόλαδου, λαχανικών, οσπρίων, προϊόντων ολικής άλεσης, φρούτων και καρπών, τη μέτρια κατανάλωση ψαριών και τη σχετικά χαμηλή πρόσληψη κρέατος και άλλων προϊόντων ζωικής προέλευσης, ενώ χαρακτηρίζεται, επίσης, από κατανάλωση κρασιού συνοδεία των γευμάτων.

Η σύγχρονη οικονομική συγκυρία που βιώνουμε στη χώρα μας, ωστόσο, έχει οδηγήσει στην ενίσχυση της αντίληψης ότι τα φρούτα, τα λαχανικά και, ιδίως, τα ψάρια αποτελούν “ακριβές” επιλογές τροφίμων, εν αντιθέσει των πιο “οικονομικών” επιλογών, όπως είναι τα λευκά/επεξεργασμένα δημητριακά και προϊόντα τους (ζυμαρικά, ρύζι, ψωμί κ.ά.), τα έτοιμα και συσκευασμένα τρόφιμα πλούσια σε λιπαρά ή/και ζάχαρη, τα προϊόντα των ταχυφαγείων (σουβλάκια, πίτσες, χάμπουργκερ κ.ά.), τα οποία είναι και τις περισσότερες φορές πολύ κατώτερης διατροφικής ποιότητας.

Συνάμα, το στρες και οι ανησυχίες που βιώνουμε λόγω της οικονομικής αβεβαιότητας περιορίζουν τόσο τον χρόνο όσο και τη διάθεση για παρασκευή σπιτικού φαγητού, οδηγώντας στην αύξηση της κατανάλωσης των πρόχειρων και φθηνών γευμάτων από έξω ή ακόμα και στην αύξηση κατανάλωσης γλυκών και σοκολάτας, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της ψυχολογικής μας κατάστασης (αυτό που ονομάζουμε “συναισθηματική πείνα”)».

Η κρίση μας έκοψε το ακριβό κρέας και ψάρι και μας έριξε στα ζυμαρικά και το ψωμίΤην ίδια γνώμη έχει και η διατροφολόγος Ειρήνη Παπανικολάου: «Οι Έλληνες σήμερα, για να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες, καταφεύγουν σε πιο οικονομικές λύσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθεί κατά πολύ η κατανάλωση ζυμαρικών αλλά βέβαια και οσπρίων. Επίσης, έχει μειωθεί η κατανάλωση του κρέατος και των ψαριών, ειδικά του κόκκινου κρέατος. Επιπλέον, επειδή έχει αυξηθεί το κόστος των τροφίμων στο σούπερ μάρκετ, οι καταναλωτές επιλέγουν ό,τι είναι πιο οικονομικό άρα και λιγότερο ποιοτικό. Φρούτα δεν θα έλεγα ότι επιλέγουν ιδιαίτερα ούτε λαχανικά, στην πιο απλή μορφή τους. Θα επιλέξουν όμως τις έτοιμες λύσεις, όπως είναι οι κομμένες συσκευασμένες σαλάτες».

Ακόμη μία ανησυχία των διαιτολόγων είναι τα κρούσματα παχυσαρκίας και άλλων προβλημάτων που προέρχονται από την κατανάλωση ανθυγιεινών τροφίμων την περίοδο της κρίσης. «Έχει παρατηρηθεί αύξηση στα ποσοστά ατόμων που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα με παράλληλη αύξηση σε ελλείψεις θρεπτικών συστατικών, όπως είναι οι βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία.

Ένας ακόμη παράγοντας, βέβαια, που ενισχύει αυτό το φαινόμενο σήμερα είναι το μέγεθος των μερίδων που συναντά κανείς στους χώρους μαζικής εστίασης: στο όνομα του “value for money”, που φαίνεται να είναι πρωτεύων παράγοντας επιλογής καφετέριας, ταβέρνας, μεζεδοπωλείου κ.λπ. στις μέρες μας, τα εστιατόρια έχουν ενισχύσει κατά πολύ τις μερίδες τους, ενώ δεν είναι σπάνιο να καταφεύγουν σε πρώτες ύλες κατώτερης ποιότητας προκειμένου να μειώνουν το κόστος παρασκευής», τονίζει η Ε. Καραγλάνη, ενώ η διατροφολόγος Ειρήνη Παπανικολάου επισημαίνει πως για να είμαστε πλήρως προσαρμοσμένοι στο πρότυπο της μεσογειακής διατροφής, θα πρέπει να αυξήσουμε ακόμα περισσότερο τις μερίδες φρούτων και λαχανικών και να μειώσουμε την κατανάλωση ζυμαρικών.

Η εικόνα που παρουσιάζεται από ΚΕΠΚΑ και ΙΕΛΚΑ

Μια άλλη, όμως, διάσταση στο ζήτημα δίνουν πρόσφατες έρευνες του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) και του ΚΕΠΚΑ (Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών). Οι έρευνες αναφέρουν πως οι καταναλωτές είναι πλέον πιο κοντά στη μεσογειακή διατροφή, αντικρούοντας τα στοιχεία πως οι Έλληνες την περίοδο της κρίσης αναζητούν οικονομικότερες λύσεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν την διατροφική αξία.

Σύμφωνα με τις έρευνες, το ελαιόλαδο, τα φρούτα και τα λαχανικά καταλαμβάνουν τις τρεις πρώτες θέσεις σε συχνότητα κατανάλωσης για το 2015, αφήνοντας στην έβδομη θέση το κόκκινο κρέας. Συγκεκριμένα, ανάμεσα σε 20 είδη διατροφής, το ελαιόλαδο απέσπασε την πρώτη θέση, με ποσοστό 98% στη συχνότητα κατανάλωσης. Τα λαχανικά βρέθηκαν στη δεύτερη θέση με 96% και τα φρούτα στην τρίτη θέση με 92%.

Πολύ υψηλή θέση κατέλαβαν επίσης και τα όσπρια (71%). Σε ερώτηση του ΚΕΚΠΑ σχετικά με την καθημερινή κατανάλωση βασικών ειδών, οι συμμετέχοντες απάντησαν πως από τις επτά μέρες της εβδομάδας τις πέντε καταναλώνουν ψωμί, φρούτα και λαχανικά, ενώ η κατανάλωση κρέατος έχει περιοριστεί στην μία ημέρα. Παρόλα αυτά, και οι δύο έρευνες συμφωνούν με την άποψη πως οι Έλληνες πλέον καταναλώνουν σε μεγάλες ποσότητες ζυμαρικά και ψωμί. Οικονομικά, δηλαδή, τρόφιμα, που δημιουργούν γρήγορα το αίσθημα του κορεσμού.

Μέσος όρος οικογενειακής μηνιαίας δαπάνης για είδη διατροφής (αξία σε ευρώ)