Η πορεία της βιολογικής μελισσοκομίας στην Ευρώπη

Η πορεία της βιολογικής μελισσοκομίας στην Ευρώπη

Το μελίσσι είναι μια κοινωνία που στηρίζεται στη συνεργασία και στην επικοινωνία. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός, στον οποίο όλοι έχουν τον ρόλο και τη θέση τους και η ανθρώπινη παρέμβαση δεν πρέπει να διαταράσσει αυτή την ισορροπία. Για τον λόγο αυτόν, η μελισσοκομία από μόνη της είναι μία απαιτητική ασχολία.

Ωστόσο, η βιολογική μελισσοκομία σε σχέση με τη συμβατική απαιτεί περισσότερη εργασία και έξοδα. Όσον αφορά την ανάπτυξη της βιολογικής μελισσοκομίας παγκοσμίως, από το 2007 μέχρι και το 2013, παρουσιάζεται μία μεικτή εικόνα. Από την αρχικά φθίνουσα πορεία του 2007, παρατηρείται αύξηση μέχρι το 2013, ενώ το 2014 παρουσιάζεται ξανά πτώση. Συγκεκριμένα, οι κυψέλες που καταγράφηκαν το 2007, σύμφωνα με τον πίνακα, ήταν 535.117 παγκοσμίως, με το 2008 να καταγράφεται μια μικρή πτώση. Μεγάλη αύξηση καταγράφηκε τη χρονιά 2008-2009, αφού ο αριθμός των κυψελών έφτασε τις 889.913. Αύξηση παρουσιάστηκε και τις τρεις επόμενες χρονιές, με τον αριθμό των κυψελών το 2013 να φτάνει τις 1.092,371. Η Ευρώπη είναι η ήπειρος με τον μεγαλύτερο αριθμό βιολογικών μελισσών, καταλαμβάνοντας το 70% παγκοσμίως, σύμφωνα με τα στοιχεία του FIBL, του Ερευνητικού Ινστιτούτου για τη βιολογική παραγωγή. Δεύτερη έρχεται η Λατινική Αμερική με 19% και ακολουθεί η Αφρική με 10%.

Ανησυχία

Ο FIBL, πριν από λίγο καιρό, διοργάνωσε συνέδριο με θέμα τη βιωσιμότητα των μελισσών. Όπως ανέφεραν οι ομιλητές, «η βιωσιμότητα είναι η ικανότητα μιας ύπαρξης να επιβιώνει μακροπρόθεσμα με τη δική της δύναμη. Με βάση αυτό, οι μέλισσες βρίσκονται σε δυσμενή θέση. Χωρίς θετική παρέμβαση, η πλειονότητα των πληθυσμών των μελισσών στην Ευρώπη (και σε πολλές άλλες περιοχές του κόσμου) μπορεί να επιβιώσει για λιγοστό καιρό, καθώς κινδυνεύουν να πεθάνουν από ασθένεια ή πείνα».

Σύμφωνα με τα στοιχεία, υπάρχουν οι γνωστές απειλές για τις μέλισσες, όπως είναι τα ακάρεα varroa και τα ζιζανιοκτόνα. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι από την ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση που καθιστούν τις μέλισσες επιρρεπείς σε ασθένειες και περιορίζουν τη βιωσιμότητά τους. Μερικές από αυτές είναι η παθολογία των μελισσών λόγω της έλλειψης ποικιλομορφίας και λουλουδιών στη σύγχρονη γεωργία, οι μονομερείς προτεραιότητες αναπαραγωγής και η υψηλή πυκνότητα πληθυσμού μελισσών σε ορισμένες περιοχές, που οδηγούν στην εξάπλωση και στην επανεμφάνιση ασθενειών. Με βάση αυτά επεσήμαναν πως πρέπει να βρεθούν τρόποι που θα προωθήσουν την ανάπτυξη της βιολογικής μελισσοκομίας και θα ενθαρρύνουν τις παραδοσιακές πρακτικές που χρησιμοποιούνται στη βιώσιμη μελισσοκομία. Στόχος είναι τα σημερινά βιολογικά πρότυπα για τη μελισσοκομία, τα οποία μέχρι στιγμής έχουν επικεντρωθεί στις πτυχές ποιότητας του μελιού και άλλων προϊόντων μελισσοκομίας, να δώσουν βάρος στις ανάγκες των μελισσών.

 

Οι χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό κυψελών

Η Βουλγαρία είναι η χώρα στην οποία καταγράφονται οι περισσότερες κυψέλες, με τον αριθμό να φτάνει στις 179.106. Σύμφωνα με τον πίνακα, ακολουθεί η Ιταλία με 146.692 βιολογικές κυψέλες, ενώ την τριάδα κλείνει η Γαλλία με 96.478. Τη δεκάδα συμπληρώνουν η Βραζιλία, η Ρουμανία, η Ζάμπια, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Αιθιοπία και το Μεξικό.

 

Οι ιδιαιτερότητες της Ελλάδας

Η θέση της Ελλάδας στα επίσημα στοιχεία δεν καταγράφεται. Ο παραγωγός βιολογικού μελιού Θανάσης Γκάρτσος αναφέρει μερικούς από τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν καταγράφεται στην παγκόσμια κατάταξη. Όπως αναφέρει, αρχικά, «η Βουλγαρία και η Ρουμανία είναι χώρες με μεγάλη παράδοση στη μελισσοκομία. Έχουν οργανωθεί διαφορετικά και έχουν μεγάλη μελισσοκομία, δεν είναι όμως τόσο ποιοτική όσο της Ελλάδας. Στην Ελλάδα, έχουμε μία μελισσοκομία πολύ ποιοτική με μικρές, όμως, ποσότητες».

Δεύτερον, επισημαίνει πως καταγεγραμμένοι μελισσοκόμοι είναι 45.000, με τους περισσότερους να είναι ερασιτέχνες και να ασχολούνται με τη μελισσοκομία ως δεύτερη δουλειά.

Τρίτον, εξηγεί πως πολλές φορές η πώληση του μελιού από τους παραγωγούς γίνεται από χέρι σε χέρι, σε γνωστούς, φίλους και συγγενείς, καθώς και στις λαϊκές βιολογικών προϊόντων, τις οποίες, όπως αναφέρει, «πρέπει να τις διατηρήσουμε με νύχια και με δόντια, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να πουλήσουμε ποιοτικά προϊόντα σε χαμηλότερη τιμή. Η έλλειψη του μεσάζοντα μας επιτρέπει να μοιραστούμε το κέρδος με τους καταναλωτές». Ακόμα ένας λόγος είναι το κοστολόγιο: «Εμείς έχουμε κοστολόγιο 6 ευρώ το κιλό, ενώ οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι μας βομβαρδίζουν με προσφορές 1,5-2 ευρώ». Τέλος, τονίζει, πως οι εξαγωγές είναι ένας δύσκολος δρόμος για τους Έλληνες παραγωγούς βιολογικού μελιού. «Αν και το μέλι της Ελλάδας το θέλουν στο εξωτερικό, οι ποσότητες που ζητούν είναι τόσο μεγάλες που εμείς, λόγω μικρής παραγωγής, δεν μπορούμε να αντεπεξέλθουμε».