Υψηλό τετραετίας στην τιμή του βαμβακιού προβλέπουν οι Αυστραλοί

Συγκλίνουν οι εκτιμήσεις των ICAC, Abares και Cotlook για αύξηση της διεθνούς κατανάλωσης

vamvaki-kalliergeia

Για μια δυναμική και προσοδοφόρα χρονιά προετοιμάζουν τους βαμβακοκαλλιεργητές οι αναλυτές του Αυστραλιανού Γραφείου Αγροτικής Οικονομίας (Abares), προβλέποντας ότι οι χρηματιστηριακές τιμές του προϊόντος θα αυξηθούν κατά μέσο όρο σε ποσοστό 5% μέσα στη σεζόν 2018-2019, φτάνοντας τα 85 σεντς ανά λίμπρα. Πρόκειται για το υψηλότερο σημείο των διεθνών τιμών βάμβακος από το 2013-2014. Συγκεκριμένα, οι Αυστραλιανοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι η έντονη διεθνής ζήτηση, μετά το 2017, θα έχει συνέχεια και το 2018, μια και θα λάβει ώθηση από τη βελτίωση των διεθνών οικονομικών μεγεθών.

Με την πρόβλεψη αυτή συμφωνεί και η Διεθνής Συμβουλευτική Επιτροπή Βάμβακος (ICAC), η οποία στην τελευταία έκθεση του Μαρτίου κάνει λόγο για αύξηση της διεθνούς κατανάλωσης κατά 1,12 εκατ. τόνους στους 26,47 εκατ. τόνους το 2017/2018 τόσο λόγω της ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας όσο και λόγω μιας αναμενόμενης επιτάχυνσης της καταναλωτικής ζήτησης για κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα. Την ίδια ώρα, η ομάδα αναλυτών πίσω από τον δείκτη Cotlook A (σ.σ. διεθνής τιμή εκκοκισμένου βάμβακος) στις πρόσφατες προβλέψεις τους «βλέπουν» αύξηση της διεθνούς κατανάλωσης το 2018-2019 και μείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων του προϊόντος.

Παράλληλα, οι αναλυτές της ICAC σημειώνουν ότι το βαμβάκι έχει, αυτήν τη στιγμή, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των συνθετικών ινών, όπως ο πολυεστέρας, η τιμή του οποίου αυξήθηκε λόγω των υψηλότερων τιμών του αργού πετρελαίου και των εντατικών ελέγχων για περιβαλλοντικούς λόγους που επιβαρύνουν περαιτέρω το κόστος του.

Σε χαμηλά επταετίας τα αποθέματα

Ταυτόχρονα, οι αναλυτές της ICAC εκτιμούν ότι το 2018-2019 τα διεθνή αποθέματα βάμβακος θα πέσουν σε χαμηλά επτά ετών, καθώς η άνοδος της παγκόσμιας κατανάλωσης θα υπερβεί κατά πολύ τη διεθνή παραγωγή. Στο τέλος της σεζόν 2017-2018, τα διεθνή αποθέματα εκτιμάται από την ICAC ότι θα αγγίζουν τους 18,15 εκατ. τόνους, πρόβλεψη κοντά σε εκείνη του USDA, το οποίο την περασμένη εβδομάδα ανέφερε ακόμα ότι αναμένει πτώση των αποθεμάτων κατά 1,28 εκατ. τόνους στους 18 εκατ. τόνους για το 2018/2019.

Σύμφωνα με το Abares, μεσοπρόθεσμα τα αποθέματα (συμπεριλαμβανομένων αυτών της Κίνας) θα μειωθούν φτάνοντας τους 18 εκατ. τόνους τη σεζόν 2022-2023, μια και η διεθνής κατανάλωση θα αυξάνεται ταχύτερα από την παραγωγή. Ωστόσο, προεξοφλεί ότι οι διεθνείς τιμές θα μειωθούν κατά μέσο όσο στα 76 σεντς ανά λίμπρα μέσα στο 2019-2020, καθώς θα αυξάνεται η προσφορά από τους παραγωγούς που θα επιδιώκουν να επωφεληθούν από την άνοδο του προηγούμενου διαστήματος και δύσκολα θα ανέλθουν ξανά στα 85 σεντς πριν από το 2022-2023.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 6 Μαρτίου ο δείκτης Cotlook A’ έπιασε τα 91,45 σεντς ανά λίμπρα, έχοντας φτάσει στο υψηλότερό του σημείο στις 27 Φεβρουαρίου, ήτοι τα 91,80 σεντς ανά λίμπρα.

 

Επιδότηση έως 40.000 δολάρια για κάθε Αμερικανό παραγωγό

Με μια έκτακτη οικονομική ενίσχυση έως 40.000 δολάρια ανά παραγωγό, στο πλαίσιο του προγράμματος «Διαμοιρασμού του Κόστους Εκκόκκισης» (CGCS), σχεδιάζει να στηρίξει τους βαμβακοκαλλιεργητές η αμερικανική κυβέρνηση, όπως ανακοίνωσε στις 3 Μαρτίου ο υπουργός Γεωργίας, Sonny Perdue. «Οι βαμβακοπαραγωγοί της Αμερικής έχουν αντιμετωπίσει τέσσερα χρόνια οικονομικής πίεσης, όπως συμβαίνει και στα υπόλοιπα βασικά εμπορεύματα, αλλά με ένα ασθενέστερο δίχτυ προστασίας», ανέφερε ο Perdue. «Ειδικότερα, οι βαμβακοπαραγωγοί αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος εισροών και υποδομών, γεγονός που τους αφήνει περισσότερο εκτεθειμένους οικονομικά από τους υπόλοιπους συναδέλφους τους. Αυτό το οικονομικό βάρος έχει αισθανθεί ολόκληρη η αγορά βάμβακος, συμπεριλαμβανομένων των εκκοκκιστηρίων, των συνεταιρισμών, των εμπόρων και των αγροτικών κοινοτήτων που εξαρτώνται από την επιτυχία τους», πρόσθεσε ο ίδιος.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα, το οποίο θα διαχειρίζεται ο Οργανισμός Αγροτικών Υπηρεσιών (FSA), οι παραγωγοί θα μπορούν να λάβουν πληρωμή βάσει των στρεμμάτων που δήλωσαν στον FSA το 2016, πολλαπλασιασμένων επί 20% του μέσου όρου του εκκοκκιστικού κόστους για κάθε περιοχή. Οι πληρωμές του προγράμματος δεν μπορούν να ξεπερνούν τα 40.000 δολάρια ανά παραγωγό και, προκειμένου να είναι δικαιούχοι, οι καλλιεργητές θα πρέπει να πληρούν τις διατάξεις περί διατήρησης των εδαφών, να ασχολούνται ενεργά με τη γεωργία και το μεικτό τους εισόδημα να μην υπερβαίνει τα 900.000 δολάρια.