Γυναίκα αγρότισσα: Και στα χωράφια και στους πάγκους της λαϊκής

Και στα χωράφια και στους πάγκους της λαϊκής

Για τις δυσκολίες, αλλά και τις ομορφιές που περικλείει το επάγγελμα της γυναίκας αγρότισσας, που δραστηριοποιείται στη λαϊκή αγορά, για τις –συχνά– σκληρές συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται, αλλά και την ικανοποίηση που έρχεται, όταν νιώθουν ότι οι καταναλωτές μένουν ευχαριστημένοι από τα προϊόντα τους, μίλησε η «ΥΧ» με τρεις γυναίκες του χώρου. Ο λόγος τους γλαφυρός και ανεπιτήδευτος, έχει να αφηγηθεί και να καταγγείλει –κυρίως για την αντιμετώπιση που τυγχάνει ο απαιτητικός ρόλος τους από την πολιτεία– πολλά και ενδιαφέροντα.

«Αυτή η δουλειά είναι δύσκολη και απαιτητική. Οι γυναίκες που αποφασίζουν να ασχοληθούν πρέπει να είναι ανθεκτικές και δυναμικές. Μ’ αυτή την έννοια, έχουν να προσφέρουν πολλά στον πρωτογενή τομέα. Έχει πολλή και δύσκολη δουλειά και σε θέλει εκεί κάθε μέρα όλο τον χρόνο», μας λέει η Νίκη Παπαδοπούλου από την Κόρινθο, παραγωγός κηπευτικών και έμπορος στη λαϊκή, εδώ και 20 χρόνια, από τα 18 της, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα της. Παρά τις δυσκολίες, δηλώνει ότι της αρέσει η δουλειά της. «Είμαι αφεντικό του εαυτού μου. Μ’ αρέσει η επαφή με το χώμα, με τη γη. Δουλεύω σκληρά, αλλά το αποτέλεσμα μου επιτρέπει να ζω με αξιοπρέπεια». Όπως είπε, μάλιστα, «ακόμα κι αν αύριο το πρωί κέρδιζα το λαχείο, δεν θα άφηνα τη δουλειά μου. Θα την κρατούσα με χαρά, αλλά χωρίς το άγχος, αν βγήκε το μεροκάματο».

«Η γυναίκα αγρότισσα είναι η πιο ταλαιπωρημένη γυναίκα απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα», μας είπε η Ευαγγελία Πάπαλου από την Τρίπολη, που καλλιεργεί μαζί με τον άντρα της τα τελευταία 17 χρόνια μήλα, αχλάδια, κεράσια, βύσσινο και κηπευτικά. «Αρχικά, ήταν επιλογή να είμαι δίπλα στον άντρα μου, στην πορεία, όμως, κατάλαβα ότι ήταν μονόδρομος, γιατί πρέπει όλη η οικογένεια να “βάλει πλάτες” για να τα βγάλουμε πέρα», μας είπε.

Η Αθανασία Λιούρα, 25 χρόνια στο χωράφι και στις λαϊκές αγορές, μας είπε: «Για την Ελληνίδα αγρότισσα δεν υπάρχει Κυριακή, σχόλη, πανηγύρι, ρεπό. Όλες οι μέρες είναι το ίδιο. Δεν έχουμε τη ζωή της μέσης εργαζόμενης. Η δουλειά δεν σταματάει ποτέ. Ακόμα και όταν γεννάμε, αφήνουμε τα παιδιά μας βρέφη και φεύγουμε για τα χωράφια, μέσα στα φάρμακα και τα χώματα».

Οι ίδιες βλέπουν με εναλλαγές χρωμάτων τον καμβά της καθημερινότητας της γυναίκας που ασχολείται με την παραγωγή και την εμπορία αγροτικών προϊόντων. «Ξυπνάμε στις 3-4 το πρωί να πάμε στα χωράφια και να πάμε στη λαϊκή. Κάνουμε δυο ώρες και παραπάνω διαδρομή για να πάμε από την επαρχιακή πόλη όπου ζούμε στην αγορά στην Αθήνα, να επιστρέψουμε, να προσφέρουμε και στο σπίτι. Χθες έβρεχε όλη τη μέρα. Γυρίσαμε το απόγευμα και ήμασταν βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο. Αυτά όλα δεν αμείβονται», είπε με έμφαση η Ευαγγελία Πάπαλου. Ωστόσο, όπως συμφωνούν και οι δύο, η ικανοποίηση έρχεται από τους ίδιους τους καταναλωτές, «όταν εισπράττουμε το χαμόγελο του καταναλωτή που μας λέει ότι έμεινε ευχαριστημένος από τα προϊόντα μας». Κοινός τόπος στα λεγόμενα των δύο γυναικών παραγωγών είναι ότι οι καταναλωτές είναι εκείνοι, οι οποίοι στην πλειονότητά τους σέβονται και αναγνωρίζουν το επάγγελμα της γυναίκας αγρότισσας.

Αντίθετα, από την πλευρά της πολιτείας, διαπιστώνουν έλλειμμα στη στήριξη που θα έπρεπε, όπως σημειώνουν, να της παρέχει, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στους δύσκολους και πολλαπλούς ρόλους της. «Να εντάξουν το επάγγελμά μας στα βαρέα και ανθυγιεινά», ζητάει η Αθανασία Λιούρα. «Ερχόμαστε σε επαφή με τα φυτοφάρμακα, πολλές από εμάς αρρωσταίνουν και χρειάζεται να πάνε στο χωράφι, παίρνοντας φάρμακα ή κορτιζόνη για αλλεργίες. Αύριο δεν ξέρει κανένας από τους κυβερνώντες πώς θα βγάλουμε την πατάτα μέσα από τη λάσπη για να πάμε στη λαϊκή», είπε.

Παρά όλες τις δυσκολίες και την έλλειψη στήριξης και κινήτρων από την πλευρά της πολιτείας που, όπως λέει την ωθούν να μην ενθαρρύνει τα κορίτσια της να τη μιμηθούν, η Αθανασία Λιούρα δεν παραλείπει να τονίσει ότι αγαπάει αυτό που κάνει και θα ήθελε να υπήρχαν κίνητρα τόσο για τους νεότερους όσο και για τις σημερινές αγρότισσες να παραμείνουν στην παραγωγή. Όπως λέει, μάλιστα, «ο τόπος χρειάζεται την αγροτιά. Εμένα μ’ αρέσει αυτό που κάνω. Θέλω τη ζωή στην ύπαιθρο, μ’ αρέσει να καλλιεργώ σωστά προϊόντα, να ξέρω τι προσφέρουμε στους καταναλωτές. Φυσικά και να μπει στην αγροτική παραγωγή και στη λαϊκή μια γυναίκα, εφόσον το αγαπάει και το θέλει. Αλλά θα πρέπει να ξέρει ότι οι συνθήκες είναι σκληρές και αυτό που κάνει η αγρότισσα ουσιαστικά δεν αμείβεται».

«Θα τα καταφέρει η νέα αγρότισσα, αν το θέλει πολύ και έχει μεράκι και βέβαια γη να καλλιεργήσει», δίνει τον αισιόδοξο τόνο και η Ευαγγελία Πάπαλου, καταλήγοντας πως «πρέπει να το κάνει για τον τόπο μας, για τα παιδιά μας, για εκείνους που μόχθησαν για μια καλύτερη ζωή σ’ αυτόν τον τόπο. Δεν υπάρχει χώρα με καλύτερα προϊόντα, με καλύτερο περιβάλλον και προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί ο αγροτικός τομέας. Είναι αναγκαίο, όμως, να δώσει κίνητρα η πολιτεία».