Ο κλάδος τροφίµων και ποτών εκτεθειµένος στην εξάντληση των φυσικών πόρων

Της Λυδίας Σμυρλή

«Επικίνδυνη ζώνη» αποτελεί ο τοµέας τροφίµων και ποτών για το περιβάλλον, καθώς βασίζεται στο «φυσικό κεφάλαιο», δηλαδή τα αποθέµατα φυσικών πόρων. Σε αυτούς περιλαµβάνεται το έδαφος, ο καθαρός αέρας, τα υπόγεια ύδατα, καθώς και η βιοποικιλότητα, η οποία πλήττεται πολύ πιο γρήγορα από όσο ανανεώνεται. Διανοίγεται, λοιπόν, η ζοφερή προοπτική να εξαντλήσουµε πολύ γρήγορα το φυσικό κεφάλαιο της γης. Ο χαρακτήρας του κλάδου τροφίµων και ποτών είναι τέτοιος, που βασίζεται κατά κύριο λόγο στα αγροτικά προϊόντα, τα οποία µε τη σειρά τους επηρεάζουν και επηρεάζονται από την επερχόµενη κλιµατική αλλαγή. Για όλους τους παραπάνω λόγους, έχουν οδηγηθεί µεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες σε γενικευµένη αποτύπωση των κινδύνων. Η πιο πρόσφατη προσέγγιση έγινε από την ασφαλιστική εταιρεία Allianz, η οποία δηµοσίευσε έκθεσή της που, εκτός των άλλων, µελετάει τις επιπτώσεις σε 12 διαφορετικούς τοµείς, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται ο αγροτικός.

Βασικός παράγοντας: Το νερό

Ο αγροδιατροφικός τοµέας εξαρτάται σηµαντικά από το νερό άρδευσης, αλλά και από αυτό που χρησιµοποιείται κατά τη βιοµηχανική επεξεργασία. Ωστόσο, ο ίδιος επιδρά τόσο στις ποσότητες που αντλούνται, όσο και στην ίδια τη µόλυνση των υδάτων. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία προστασίας των υδάτων έχει από το 2000 ως στόχο την προστασία ποταµών και λιµνών, υπόγειων υδάτων καθώς και των θαλασσών. Στόχος, να γίνουν τα ρυπασµένα νερά καθαρά και ασφαλή για κάθε χρήση.

Επιπλέον, υπάρχει καθεστώς που έχει σχεδιαστεί για την αντιµετώπιση της µόλυνσης των υδάτων από το άζωτο κατά την αγροτική δραστηριότητα. Στις αρχές του Μάη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηµοσίευσε µια νέα αναφορά, στην οποία διαπιστώνεται η µείωση των µολυσµένων υδάτων που οφείλεται στη νιτροποίηση από τον αγροτικό τοµέα. Όπως φαίνεται σε αυτήν, η Μάλτα, η Γερµανία και η Ισπανία παρουσιάζουν τη µεγαλύτερη ρύπανση, υπερβαίνοντας τα όρια µε ποσοστά 71%, 28% και 21,5% αντίστοιχα. Ακολούθως, η Κοµισιόν πρότεινε σχέδιο για την αξιοποίηση της άρδευσης του µη πόσιµου νερού για αγροτική χρήση. Επιπλέον, τα µέτρα που προτάθηκαν έχουν ως στόχο την εξασφάλιση της εµπιστοσύνης των καταναλωτών για την αποκατάσταση του νερού που χρησιµοποιείται για την παραγωγή τροφών και ποτών.

Ο Chris Bonnet, σύµβουλος της Allianz για περιβαλλοντικά, κοινωνικά και θέµατα διακυβέρνησης, τόνισε:  «Η έλλειψη τοπικού νερού, για παράδειγµα, µπορεί να καταπολεµηθεί µε την περισυλλογή βρόχινου νερού και µε µια πιο στρατηγική χρήση, δηλαδή να µην δαπανάται άσκοπα».

Η συνέχιση της υφιστάµενης κατάστασης

Η έκθεση αναφέρει ότι µόνο το 20% των επιχειρήσεων τροφίµων, σε παγκόσµιο επίπεδο, έχει υιοθετήσει µέτρα για την προστασία των φυσικών αποθεµάτων και λαµβάνουν υπόψη τους την επιβάρυνση του υδροφόρου ορίζοντα από γεωργικές πρακτικές. Επιπλέον, η έκθεση τονίζει ότι η χλωρίδα και η πανίδα διαταράσσονται από τη χρήση φυτοφαρµάκων, ενώ µειώνονται η γονιµότητα και οι αποδόσεις των ζώων, η συγκοµιδή και οι στρεµµατικές αποδόσεις για τους παραγωγούς.

Η κρίσιµη ερώτηση που προκύπτει είναι, πώς θα µπορέσει να ελαττωθεί αυτός ο κίνδυνος όσο το δυνατόν περισσότερο; Ένας σηµαντικός αριθµός επιχειρήσεων έχει αρχίσει να ενσωµατώνει το κόστος φυσικού κεφαλαίου στη λήψη αποφάσεων, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να αντιµετωπίζουν τις επικείµενες απειλές.

Για παράδειγµα, εγκαινιάζοντας ένα νέο εργοστάσιο, πρέπει να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η µελλοντική υδατική διαθεσιµότητα και το ποσό των εκποµπών αερίων. «Με απειλές για το περιβάλλον από πολλές διαφορετικές περιοχές, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στο µέλλον για τις επιχειρήσεις. Οι εταιρείες πρέπει να καταλάβουν ότι η ποσότητα στην παραγωγή τους, καθώς και η κερδοφορία τους, βασίζονται στο φυσικό κεφάλαιο. Η λειτουργία τους και η βιωσιµότητά τους οφείλεται σε αυτό», κατέληξε ο Bonnet.