Λευκά τυριά ξεπλένονται σαν «φέτα» στην Αυστραλία

Αυτά τα προϊόντα, τα οποία σαφώς στρεβλώνουν την εικόνα που σχηματίζει ο καταναλωτής για τη ναυαρχίδα της ελληνικής κτηνοτροφίας, παρασκευάζονται από γάλα είτε αγελάδας είτε κατσίκας

Αποκαλυπτικά για τη θέση της ελληνικής ΠΟΠ φέτας στην αγορά της Αυστραλίας είναι τα στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στο Σίδνεϊ. Σύμφωνα με όσα προκύπτουν, στην Αυστραλία γίνεται κατάχρηση του όρου φέτα, αφού τα περισσότερα «μη ελληνικής προέλευσης τυριά, που χρησιμοποιούν τον όρο φέτα, είναι είτε ευρωπαϊκά (βουλγαρικά ή δανεζικά) είτε αυστραλιανά».

Σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ στο Σίδνεϊ, κατόπιν έρευνας στις εκεί υπεραγορές, τα ψευδεπίγραφα και παραπλανητικά, για τον καταναλωτή, προϊόντα που φέρουν την ονομασία «φέτα» είναι πολλά, κυρίως εγχωρίως παραγόμενα, αλλά και εισαγόμενα από τη Μέση Ανατολή (ΗΑΕ) και τη Βόρεια Ευρώπη (Δανία). Όλα αυτά τα προϊόντα, τα οποία σαφώς στρεβλώνουν την εικόνα που σχηματίζει ο καταναλωτής για την ελληνική ΠΟΠ φέτα, παρασκευάζονται από γάλα είτε αγελάδας είτε κατσίκας. Το ευτύχημα είναι ότι τα συστατικά αυτά αναγράφονται πάνω στη συσκευασία. Στην περίπτωση, όμως, αυτή εξυπακούεται ότι μόνον οι καταναλωτές – γνώστες του θέματος έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ορθή επιλογή αγορών.

Επίσης, στη μελέτη σημειώνεται ότι η παρουσία ομογενών που ζητούν και καταναλώνουν ελληνικά προϊόντα, αλλά και «εκπαιδεύουν» τους ντόπιους στη μεσογειακή και στην ελληνική γευσιγνωσία είναι καθοριστική για την κατανάλωση της φέτας. Παράλληλα, όμως, έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις εισαγωγής και εντόπιας παραγωγής ανταγωνιστικών προς τη φέτα προϊόντων, για λόγους κάλυψης της ζήτησης, αλλά και κατοχής μεριδίου αγοράς.

Είναι σημαντικό, ωστόσο, το γεγονός ότι –σύμφωνα με τα στοιχεία– έχει αρχίσει να διαγράφεται μία τάση διεύρυνσης του καταναλωτικού κοινού αγοράς φέτας. Παρόλο που το μεγαλύτερο ποσοστό των καταναλωτών αποτελεί το «ελληνικό» τμήμα της αγοράς (ethnic market), όλο και περισσότεροι Αυστραλοί καταναλωτές αναγνωρίζουν την ποιότητα και τα γευστικά χαρακτηριστικά της αυθεντικής φέτας και την προτιμούν. Το πρόβλημα είναι διττό, διότι οι Αυστραλοί καταναλωτές πρέπει πρώτα να γνωρίσουν τη φέτα και δεύτερον να προτιμήσουν την ελληνική από τις απομιμήσεις της, καταβάλλοντας εν γένει μεγαλύτερο τίμημα.

Ενδεικτικό της σύνδεσης της φέτας με την Ελλάδα στη συνείδηση των Αυστραλών καταναλωτών είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις εταιρείες παραγωγής διαθέτουν πάντα ένα προϊόν, το οποίο χαρακτηρίζουν ως «Greek Style». Μάλιστα, το ίδιο συμβαίνει και στα εστιατόρια με όλα σχεδόν τα πιάτα που περιέχουν στη συνταγή τους φέτα, ακόμα και αν αυτή, συνήθως, δεν είναι ελληνική.

Αθέμιτη χρήση

Στην Αυστραλία γίνεται κατάχρηση του όρου φέτα, αναφέρεται στην έρευνα και σημειώνεται ότι: «Τα μη ελληνικής προέλευσης τυριά που χρησιμοποιούν τον όρο φέτα είναι είτε ευρωπαϊκά (βουλγαρικά ή δανέζικα) είτε αυστραλιανά. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί πως τα ευρωπαϊκής προέλευσης τυριά εισέρχονται μεν στην Αυστραλία ως “λευκό τυρί”, βαφτίζονται δε “φέτα” στην πορεία προς τα ράφια των σούπερ μάρκετ από τους εισαγωγείς, οι μεγαλύτεροι των οποίων είναι πολλάκις εισαγωγείς και της ελληνικής φέτας.

Κατά κύριο λόγο, οι ίδιοι εισαγωγείς προτιμούν να καλύπτουν όλο το φάσμα της ζήτησης (σούπερ μάρκετ, υπηρεσίες εστίασης, μικρά καταστήματα) με όλες τις ποικιλίες της “φέτας”, ακόμη και αν αυτό “κανιβαλίζει” τις πωλήσεις του ελληνικού προϊόντος. Ο καταναλωτής στα σούπερ μάρκετ αγοράζει χύδην και δανεζική και βουλγαρική φέτα, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως απαντά και το όνομα “Bulgarian white cheese” και “Danish white cheese”. Το ίδιο δεν συμβαίνει με το αυστραλιανό τυρί, το οποίο αποκαλείται φέτα και, μάλιστα, δελεάζει τον καταναλωτή με την επισήμανση “Australian made”. Αυτό βρίσκει θετική αντιμετώπιση από τον καταναλωτή».

Οι εισαγωγές και η μεγάλη ανατροπή

Λευκά τυριά ξεπλένονται σαν «φέτα» στην ΑυστραλίαΑπό τα στατιστικά στοιχεία αυστραλιανών εισαγωγών του κωδικού «φέτα», διαφαίνεται ότι στη 15ετία 2000-2015, χρονιά break-even των εξαγόμενων ποσοτήτων τυρού ήταν το 2012, οπότε οι εξαγωγές ελληνικής φέτας ισοσταθμίστηκαν με εκείνες των λευκών τυριών (τύπου φέτα) από τη Βουλγαρία. Σημειωτέον, ενώ το 2000 οι βουλγαρικές εξαγωγές ήταν τετραπλάσιες των ελληνικών, το 2015 οι ελληνικές εξαγωγές τις υπερέβησαν κατά 50% (σε μονάδες ποσότητας). Η ανατροπή αυτή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έρευνα του ΟΕΥ στο Σίδνεϊ, οφείλεται τόσο στην υιοθετούμενη τιμολογιακή πολιτική των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων και των εδώ εισαγωγικών (αισθητή μείωση της τιμής κατανάλωσης από 30 δολ./κιλό στα 18 δολ./κιλό) όσο και στην εμπέδωση στο καταναλωτικό κοινό της υψηλής ποιότητας του ελληνικού προϊόντος σε συνδυασμό με τα μοναδικά συστατικά του (αιγοπρόβειο γάλα και όχι αγελαδινό –λευκό τυρί– ή κατσικίσιο).

Να σημειωθεί ότι ο Αυστραλός καταναλωτής καταναλώνει περίπου 13 κιλά τυρί ετησίως. Την περίοδο 2010-2011 η Αυστραλία παρήγαγε 325.000 τόνους τυρί, εκ των οποίων το ήμισυ εξάχθηκε. Η αξία των εξαγωγών ανήλθε στα 750 εκατ. δολάρια Αυστραλίας, ενώ οι εγχώριες πωλήσεις ξεπέρασαν το 1,5 δισ. δολάρια Αυστραλίας (λόγω των υψηλών mark-ups που παρατηρούνται στον κλάδο). Οι εισαγωγές τυριών προσέγγισαν τους 76.000 τόνους, εκ των οποίων οι εισαγωγές φέτας ήταν 2.000 τόνοι.