Σε πολωνικό τερέν παίζουν τα λευκά μανιτάρια, υπερκαλύπτουν τη ζήτηση τα πλευρώτους

leuko_manitari
Σε πολωνικό τερέν παίζουν τα λευκά μανιτάρια, υπερκαλύπτουν τη ζήτηση τα πλευρώτους

Μια καλλιέργεια με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο ως προς την τεχνική της όσο και ως προς τις δυνατότητες ανάπτυξής της είναι αυτή των μανιταριών που τα τελευταία χρόνια κέρδισε έδαφος στον ελληνικό χώρο. Παράλληλα, όμως, ενισχύθηκε σημαντικά και στο πλαίσιο των διατροφικών συνηθειών των καταναλωτών, αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όπως λένε οι παλιότεροι του χώρου, η κατανάλωση δεν ξεπερνούσε του 15 τόνους όλον τον μήνα και σήμερα φτάνει του 500 τόνους, με τη μέση ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση να υπολογίζεται στο 1 κιλό.

Σήμερα, στην Ελλάδα, η καλλιέργεια επικεντρώνεται σε δύο ποικιλίες, τη «λευκή», γνωστή ως αγαρική (agaricus) που περιλαμβάνει τα λευκά, τα καφέ και τα Portobello και στην ποικιλία των πλευρωτών ή πλευρώτους, κατά το επικρατέστερο. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο αυτές ποικιλίες παρουσιάζουν αντίθετες τάσεις στην καλλιέργεια.

Διαμετρικά αντίθετες τροχιές εξέλιξης

Παρόλο που, σε επίπεδο κατανάλωσης, τα μερίδια επί της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης των 8.000-9.000 τόνων μοιράζονται σχεδόν ισόποσα, με τα λευκά να καταλαμβάνουν περίπου το 55% και τα πλευρώτους το 45%, φαίνεται εντυπωσιακό ότι η εγχώρια παραγωγή των δεύτερων καλύπτει σχεδόν απόλυτα τις ανάγκες της ζήτησης, ενώ αντίθετα, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των λευκών εισάγεται. Χαρακτηριστικά, εισάγονται περίπου 130-140 τόνοι την εβδομάδα –κυρίως από Πολωνία– και παράγονται μόλις 20 τόνοι.

«Το πλευρώτους είναι ένα προϊόν που, εξαιτίας των ευαλλοίωτων χαρακτηριστικών του, είναι δύσκολο να εξαχθεί. Δεν φτάνει στον καταναλωτή με τη φρεσκάδα που έχει η όψη του λευκού, κάτι το οποίο διευκολύνει τις μεγάλες εξαγωγές λευκού, όπου παράγεται, σε ευρεία κλίμακα», εξηγεί ο Λευτέρης Λαχουβάρης, εκ των ιδρυτών της «Μανιτάρια Δίρφυς», που εδρεύει στον Πισσώνα Εύβοιας. Αυτό ήταν το κίνητρο να ξεκινήσουν την καλλιέργεια και τη διάδοσή της στην Ελλάδα, μαζί με τον συνέταιρό του, Θανάση Μαστρογιάννη, παρέχοντας την τεχνογνωσία και την πρώτη ύλη, το υπόστρωμα της καλλιέργειας, στη βάση του δορυφορικού συστήματος που διέδωσε το λευκό μανιτάρι στη Β. Ευρώπη από τους Ολλανδούς. Από το 2003 που ξεκίνησε το εγχείρημα, σήμερα από τη «Δίρφη» λαμβάνουν υπόστρωμα περίπου 80 μονάδες-δορυφόροι, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν μπει στον χώρο ακόμα τέσσερις αυτόνομες μονάδες.

Σε πολωνικό τερέν παίζουν τα λευκά μανιτάρια, υπερκαλύπτουν τη ζήτηση τα πλευρώτουςΣτον αντίποδα βρίσκεται η καλλιέργεια των λευκών μανιταριών

Σύμφωνα με τον επιχειρηματία Μάκη Μπαξεβάνη, τον εμπνευστή της καθετοποιημένης μονάδας «Μανιτάρια Ελληνικής Γης Βορείου Ελλάδος», στην Αλεξανδρούπολη, «μόνο εμείς καλλιεργούμε το αγαρικό, με παραγωγή 20 τόνων την εβδομάδα. Όλα τα άλλα έρχονται από Πολωνία». Η διαμετρική αυτή αντίθεση στην καλλιέργεια αποδίδεται στο κόστος της ίδιας της επένδυσης. «Το πλευρώτους είναι πιο “ελκυστικό” για κάποιον ο οποίος ενδιαφέρεται να επενδύσει στο μανιτάρι από την άποψη του κόστους», μας λέει ο Λευτέρης Λαχουβάρης. «Ενδεικτικά, μια μονάδα αυτόνομη η οποία παράγει 100 τόνους πλευρώτους τον χρόνο έχει το ίδιο κόστος με μια αντίστοιχη του λευκού μανιταριού. Εάν, όμως, είναι δορυφόρος, αυτό ακριβώς στο οποίο επένδυσαμε ως κεντρική μονάδα, το κόστος πέφτει κατακόρυφα».

Προοπτικές υπό προϋποθέσεις

Το πλευρώτους φαίνεται να έχει πιάσει «ταβάνι» σε ό,τι αφορά την παραγωγή που προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση και δεν είναι μια ποικιλία που έχει προοπτικές εξαγωγικές, ακριβώς εξαιτίας του ότι γρήγορα χάνει τη «φρεσκάδα» του. Αυτό, δηλαδή, που αποτέλεσε πλεονέκτημα για να αυξηθεί η καλλιέργειά του στη χώρα και να «χτυπήσει» τις εισαγωγές, είναι μειονέκτημα, μιλώντας με όρους εξαγωγών. Από την άλλη μεριά, οι δυνατότητες είναι εξαιρετικά σημαντικές για το λευκό μανιτάρι, υπό την έννοια ότι η παραγωγή καλύπτει ένα ελάχιστο μέρος της ζήτησης. «Έχουμε δυνατότητες να αναπτυχθούμε σαν κλάδος, έχουμε περιθώρια να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας. Δεν αρκεί, όμως, από μόνο του», εξηγεί ο κ. Μπαξεβάνης. «Πρώτα απ’ όλα λείπουν τα μεγάλα κεφάλαια που απαιτούνται για μια τέτοια επένδυση.

Διαβάστε σχετικά: Καλλιέργεια μανιταριών: Ανάγκες και λύσεις

Εάν αναλογιστεί κανείς ότι για τη μικρότερη απαιτούμενη έκταση θαλάμου καλλιέργειας λευκού μανιταριού, που είναι τα 250 τ.μ. χρειάζονται 100.000 ευρώ με τον απαραίτητο εξοπλισμό (400-700 ευρώ το τ.μ.), και πως για τη διασφάλιση σταθερής εβδομαδιαίας παραγωγής απαιτούνται τουλάχιστον επτά τέτοιοι θάλαμοι, αντιλαμβάνεστε πως πρόκειται για ένα δυσθεώρητο ύψος επένδυσης. Ταυτόχρονα, απαραίτητο ζητούμενο είναι η τεχνογνωσία, γιατί είναι μια καλλιέργεια που απαιτεί ιδιαίτερη εξειδίκευση, η οποία δεν παρέχεται εδώ», σημειώνει. Συμπληρώνει, δε, ότι για να γίνει η μονάδα ανταγωνιστική των εξωχώριων, πρέπει να καθετοποιηθεί, «οπότε μιλάμε για κόστος κοντά στα 1.000 ευρώ το τ.μ.» Με την τιμή να βρίσκεται κάτω από τα 3 ευρώ/κιλό στη χονδρική, το ποσοστό κέρδους αγγίζει το 18%-20% «όταν όλα πάνε καλά», όπως μας λέει.

Νέα προϊόντα και καινοτομία

Στα νέα προϊόντα με βάση το μανιτάρι ως πρώτη ύλη, διαφαίνονται οι δυνατότητες για την καλλιέργεια του πλευρώτους, που ήδη στη νωπή του μορφή καλύπτει την εγχώρια ζήτηση. Προς αυτή την κατεύθυνση, του ξηρού μανιταριού και των προϊόντων και γευμάτων υπό αποξηραμένη μορφή, παρατηρείται κινητικότητα των μονάδων. Ριζότο, τραχανάδες, αλλά και ζυμαρικά με μανιτάρι, σνακ κ.ά. είναι μερικά από τα προϊόντα στα οποία έχει κάνει την παρουσία του το προϊόν.

Σε πολωνικό τερέν παίζουν τα λευκά μανιτάρια, υπερκαλύπτουν τη ζήτηση τα πλευρώτους

Η «Δίρφυς», σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και το Χαροκόπειο σε επίπεδο κλινικών μελετών και στησίματος προϊόντος, κάνει την είσοδό της και στα βιοενεργά προϊόντα με ιατρικούς ισχυρισμούς. «Έχουμε κάνει μεγάλη έρευνα αγοράς τα τελευταία χρόνια στις αγορές του εξωτερικού και έχουμε δει ότι υπάρχει δυσκολία να εξαχθεί το μανιτάρι, ακόμα και ως αποξηραμένο. Ο ανταγωνισμός είναι πολύ έντονος. Έτσι, κοιτάζουμε πού είμαστε καλύτεροι και ποιοτικά και κοστολογικά, και φροντίζουμε να ενισχύσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά μας. Μιλάμε για προϊόντα με πρώτη ύλη το μανιτάρι. Αυτά μπορούν να σταθούν στο εξωτερικό και να δώσουν διέξοδο στην εγχώρια παραγωγή πλευρώτους», σημειώνει ο κ. Λαχουβάρης.