Μεγάλες αποκλίσεις στις τιμές καταναλωτή σε Ελλάδα και Ε.Ε. (infographic)

Η πρόσφατη δημοσιοποίηση συγκριτικών στοιχείων των τιμών καταναλωτή για τα είδη διατροφής, ποτών και καπνού στις χώρες της Ε.Ε., καταδεικνύει τον προβληματικό τρόπο λειτουργίας της αγροδιατροφικής αλυσίδας, στην Ελλάδα. Καταδεικνύει επίσης τις επιπτώσεις που αυτή η λειτουργία έχει στους δύο αδύναμους κρίκους της, τον καταναλωτή και τον αγρότη.  

Αλλαγές στη διατροφή των καταναλωτών στην Ελλάδα την περίοδος της κρίσης

Η οικονομική κρίση απομείωσε το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Η Ελλάδα, κατατάσσεται πλέον μαζί με την Ουγγαρία στην 24η θέση της Ε.Ε.-28, με κριτήριο την πραγματική αγοραστική δύναμη των πολιτών της, ενώ πριν μία επταετία βρισκόταν στην 14η. Όπως προκύπτει από το σχετικό Διάγραμμα, μόνο η Λετονία, η Κροατία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία, είναι σήμερα σε χειρότερη θέση.

Όταν μία χώρα εισέρχεται σε τέτοιου είδους εισοδηματικές πιέσεις, μειώνονται μεσοπρόθεσμα και οι τιμές καταναλωτή στα βασικά αγαθά και υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα τα είδη διατροφής. Ωστόσο αυτή η τάση δεν καταγράφεται στην ελληνική πραγματικότητα.

Με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Έλληνας καταναλωτής, αν και κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις με κριτήριο την πραγματική αγοραστική του δύναμη, βρίσκεται στην 13η θέση με κριτήριο το επίπεδο τιμών που καταβάλλει για την αγορά τροφίμων, με την Δανία να είναι η πιο ακριβή της Ευρώπης και την Πολωνία η πιο φθηνή (δες διάγραμμα).

Μία πιο προσεκτική ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων, οδηγεί στα εξής συμπεράσματα:

  • Η Ελλάδα είναι η δεύτερη πιο ακριβή χώρα της Ε.Ε. στις τιμές που καταβάλλει ο καταναλωτής για την αγορά γάλακτος, τυριού και αβγών, με μόνη ακριβότερη την Κύπρο.
  • Είναι η 7η πιο ακριβή στις τιμές ψωμιού, ειδών αρτοποιίας, αλεύρων, ζυμαρικών, ρυζιού, άλλων δημητριακών.
  • Είναι η 10η πιο ακριβή, στα έλαια και τις λιπαρές ουσίες.
  • Είναι η 16η πιο ακριβή, στα κρέατα
  • Είναι η 4η πιο ακριβή στα φρέσκα ή διατηρημένα ψάρια
  • Είναι η 7η πιο ακριβή στις τιμές μη – αλκοολούχων ποτών, δηλαδή τους χυμούς, τα αναψυκτικά, τον καφέ, το τσάι.
  • Είναι η 6η στα αλκοολούχα, δηλαδή οινοπνευματώδη, κρασί, μπύρα.
  • Τέλος, κατατάσσεται 3η στις τιμές «λοιπών τροφίμων», όπως τη μαρμελάδα, το μέλι, τα ζαχαρώδη, τις σοκολάτες, τα παγωτά. 

Μόνο σε δύο κλάδους η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά χαμηλές θέσεις της ευρωπαϊκής αγοράς, τα οπωροκηπευτικά, 21η θέση, και τα προϊόντα καπνού, 17η θέση. Όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, υστερεί σε σύγκριση με την κατάταξή της στις τελευταίες θέσεις της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των πολιτών της.

Οι αιτίες

Η συστηματική απόκλιση τιμών καταναλωτή σε ένα βασικό είδος όπως τα τρόφιμα, μπορεί να οφείλεται καταρχήν στην υψηλή αγοραστική δύναμη μίας χώρας, κάτι βέβαια που δεν ισχύει στην Ελλάδα. Μία δεύτερη αιτία, είναι γενικευμένες τάσεις αύξησης του κόστους ή πληθωριστικές πιέσεις, που και αυτές αποκλείονται. Μία τρίτη αιτία, μπορεί να είναι ο παραγωγικός χαρακτήρας μίας χώρας και η έλλειψη παραγωγής τροφίμων. Ωστόσο η Ελλάδα είναι έντονα αγροτική και η βιομηχανία τροφίμων, ποτών και καπνού, αποτελεί τους κύριους κλάδους της μεταποίησης.

Μία τέταρτη αιτία υψηλών τιμών καταναλωτή, θα μπορούσε να είναι το υψηλό επίπεδο τιμών πρώτης ύλης, δηλαδή των αγροτικών προϊόντων. Όμως οι τιμές παραγωγού σε προϊόντα όπως τα σιτηρά, το ελαιόλαδο, τα κρέατα είναι από τις χαμηλότερες της Ευρώπης και δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τις υψηλές τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα.

Υπάρχουν όμως ακόμη δύο παράγοντες, που μάλλον εξηγούν αυτό που συμβαίνει. Καταρχήν, τα ίδια εισαγόμενα είδη των ίδιων εταιρειών, συχνά κοστίζουν στην Ελλάδα περισσότερο από ότι στις χώρες παραγωγής, αλλά και σε άλλες χώρες εισαγωγής. Δεύτερον, οι αλυσίδες λιανικής, λειτουργούν με υψηλότερα ποσοστά κέρδους από ότι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.

Αναμφισβήτητα η εύρυθμη λειτουργία των αγορών και η διαφάνεια αποτελούν ζητούμενα, τόσο για την προστασία του καταναλωτή, όσο και για την αγροτική ανάπτυξη.

Μεγάλες αποκλίσεις στις τιμές καταναλωτή σε Ελλάδα και Ε.Ε.