Μειωμένη η κίνηση στη θεσσαλονικιώτικη αγορά των γιορτινών παραδοσιακών γλυκισμάτων

Λευκός χιονισμένος πειρασμός vs μελωμένου γητευτή

Μειωμένη η κίνηση στη θεσσαλονικιώτικη αγορά των γιορτινών παραδοσιακών γλυκισμάτων

Από τα πιο γλυκά σημεία αναφοράς των γιορτινών ημερών είναι οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα και τα ισλί. Από τις αρχές του μήνα οι βιτρίνες των αρτοποιείων και ζαχαροπλαστείων της Θεσσαλονίκης έχουν γεμίσει από τα παραδοσιακά γλυκίσματα των Χριστουγέννων και η μάχη για την επικράτηση μεταξύ του λευκού χιονισμένου πειρασμού και του μελωμένου γητευτή κρατά κι αυτόν τον χρόνο γερά, ακόμη και μεταξύ πόλεων. Διαφορετικές συνήθειες στην κατανάλωση γλυκών φαίνεται ότι έχουν οι Θεσσαλονικείς από τους Αθηναίους. Σύμφωνα με την πρόεδρο του Σωματείου Αρτοποιών Θεσσαλονίκης «Προφήτης Ηλίας», Ελισσάβετ Κουκουμέρια, οι κάτοικοι της Νύμφης του Θερμαϊκού προτιμούν, προφανώς λόγω καταβολών, όπως λέει, τα μελομακάρονα, ενώ οι κάτοικοι της πρωτεύουσας τους κουραμπιέδες.

«Οι Θεσσαλονικείς προτιμούν γενικότερα τα σιροπιαστά», σημειώνει η κα Κουκουμέρια, γιατί η γεύση και τα αρώματα τούς ξυπνούν μνήμες από προσφυγιά. Σύμφωνα με περσινά στοιχεία, κατά μέσο όρο και ανάλογα με το μέγεθος του κάθε αρτοποιείου, το κάθε κατάστημα πούλησε τις ημέρες των γιορτών περίπου 60 με 70 κιλά μελομακάρονα και 50 κιλά κουραμπιέδες, ενώ λιγότερη δυναμική είχαν τα ισλί. Κι ενώ τα εργαστήρια ζαχαροπλαστείων και αρτοποιείων δουλεύουν εντατικά και η παραγωγή μελομακάρονων και κουραμπιέδων είναι στην ημερήσια διάταξη για την τέρψη του καταναλωτικού κοινού, η αγοραστική κίνηση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, αφού οι καταναλωτές σπεύδουν να αγοράσουν τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα για το γιορτινό τραπέζι την παραμονή των Χριστουγέννων.

Προϊόντα με πολύ μεγάλη ζήτηση, αλλά όχι στον βαθμό που θα έπρεπε, χαρακτήρισε τη φετινή κίνηση ο πρόεδρος της Συντεχνίας Ζαχαροπλαστών Θεσσαλονίκης, Μάριος Παπαδόπουλος, κι όπως εξήγησε, είναι απόλυτα λογικό, αφού τα γλυκά καταναλώνονται όταν έχουμε καλή διάθεση. «Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι σήμερα που να είναι ευχάριστο και να προδιαθέτει τον κόσμο να ψωνίσει», σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος. «Αντιθέτως, υπάρχει αγωνία για την οικονομία της χώρας και αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος ακόμη κι αν έχει χρήματα να ξοδέψει, δεν έχει τη διάθεση. Εμείς είμαστε καταστήματα με προϊόντα της διάθεσης. Και για τις χαρές και για τις λύπες, αλλά αυτά δημιουργούν και τα δύο έντονα συναισθήματα», καταλήγει ο κ. Παπαδόπουλος. Από τη δική της πλευρά η κυρία Κουκουμέρια τονίζει πως το γλυκό και το ψωμί από τα αρτοποιεία είναι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα των αγορών, ωστόσο εκτιμά πως η φετινή κίνηση θα είναι υποτονική. «Φέτος τα πράγματα είναι διαφορετικά, ο κόσμος είναι μουδιασμένος, τα χρήματα είναι λιγότερα, αλλά ευελπιστούμε μέχρι τελευταία στιγμή να παραμείνει τουλάχιστον στα ίδια επίπεδα με τα περσινά και όχι να πάει παρακάτω», υπογραμμίζει και παροτρύνει τους καταναλωτές να προτιμήσουν να αγοράσουν κάτι το οποίο θα είναι ποιοτικά καλό, ακόμη κι αν αρκεστούν σε μικρότερη ποσότητα. «Να μη θυσιάσει την ποιότητα για χάρη της ποιότητας ο καταναλωτής και να θυμάται ότι η μονάδα μέτρησης είναι το κιλό», τονίζει χαρακτηριστικά η κα Κουκουμέρια και προσθέτει: «Το λέω αυτό γιατί έχω δει πολλά φυλλάδια από σούπερ μάρκετ να διαφημίζουν φθηνά γλυκίσματα, αλλά στα ψιλά γράμματα οι τιμές είναι οι ίδιες με ένα αρτοποιείο».

Πώς όμως θα ξέρουν οι καταναλωτές ότι αυτό που αγοράζουν είναι ποιοτικό; «Το πλεονέκτημα των ελληνικών παραδοσιακών αρτοποιείων είναι ότι αυτό που φτιάχνουν, το παρασκευάζουν καθημερινά, είναι φρέσκο και τα εγκεκριμένα παραδοσιακά αρτοποιεία με το σήμα “εδώ φτιάχνεται, εδώ ζυμώνεται”, χρησιμοποιούν σωστές πρώτες ύλες», ενημερώνει η πρόεδρος των αρτοποιών και συνεχίζει λέγοντας ότι βρίσκονται σε κάθε συνοικία και πέραν της καλής ποιότητας που προσφέρουν, συνήθως οι εργαζόμενοι γνωρίζουν τον πελάτη με το ονοματεπώνυμό του. Στον Νομό Θεσσαλονίκης λειτουργούν 800 αρτοποιεία που είναι συνήθως οικογενειακές επιχειρήσεις και, όπως λέει η κα Κουκουμέρια, εξακολουθούν να υπάρχουν στην αγορά με πόνο καρδιάς, γιατί οτιδήποτε βγαίνει από ένα αρτοποιείο, είτε είναι μελομακάρονο είτε κουραμπιές, γίνεται χειροποίητα κι όχι από κάποιο μηχάνημα και αυτή είναι η διαφορά με άλλα καταστήματα.

Σε ό,τι αφορά τις βασιλόπιττες, η κίνηση είναι διαφορετική και πολύ μεγαλύτερη. Είναι το έθιμο, το καλό του χρόνου, η οικογένεια, το φλουρί, που ωθεί πολλούς καταναλωτές να την αγοράσουν. Ο αριθμός που καταναλώνεται είναι πολύ μεγαλύτερος και μπορεί κάθε αρτοποιείο να πουλήσει σε δύο ημέρες από 200 έως και 400 βασιλόπιττες. Παρά το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη του κόσμου έχει μειωθεί σημαντικά και ο τζίρος των παραδοσιακών αρτοποιείων έχει συρρικνωθεί, ενώ οι πρώτες ύλες έχουν αυξηθεί και θα έπρεπε τα προϊόντα να πωλούνται με μια αύξηση της τάξης του 20%, όπως επισημαίνει η κα Κουκουμέρια, ωστόσο και φέτος οι τιμές θα μείνουν σχετικά χαμηλές. Η τιμή των εποχιακών αυτών προϊόντων φτάνει για τα μελομακάρονα από 10 έως 12 ευρώ το κιλό, για τους κουραμπιέδες από 10,50 έως 13 ευρώ το κιλό και για τη βασιλόπιττα από 11 έως 14 ευρώ το κιλό ανάλογα αν είναι απλή, στολισμένη ή γεμιστή.