Μείωση των εκτάσεων στα υπαίθρια κηπευτικά στη χώρα

Μείωση των εκτάσεων στα υπαίθρια κηπευτικά στη χώρα

Ρεπορτάζ: Νικολέτα Τζώρτζη, Αφροδίτη Χρυσοχόου, Κάλια Πετσαλάκη, Μαρία Αμπατζή, Γιώργος Αργυρίου, Γιώργος Ρούστας, Γιάννης Σάρρος

Η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων έπληξε σε μεγάλο βαθμό και την αγροτική οικονομία. Η μείωση των εισοδημάτων των καταναλωτών είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή ελάττωση των καλλιεργουμένων εκτάσεων με υπαίθρια κηπευτικά. Η εξέλιξη αυτή βρήκε απροετοίμαστους τους παραγωγούς διότι τους έλειπε η οργάνωση. Ένα μεγάλο μερίδιο από την αγορά το κατέλαβαν μεγάλα δίκτυα με εισαγόμενα κηπευτικά, πολλές φορές αμφιβόλου ποιότητας, από τρίτες χώρες. Η «ΥΧ», με ρεπορτάζ από όλη την Ελλάδα, προσπαθεί να εντοπίσει όλους εκείνους τους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την καλλιέργεια των υπαίθριων κηπευτικών, αλλά και να διερευνήσει τις δυνατότητες για την καλύτερη αξιοποίηση των συγκριτικών μας παραγωγικών πλεονεκτημάτων.

 

Στον βωμό των αυξημένων εξόδων και του υψηλού λειτουργικού κόστους, αλλά και της μειωμένης απόδοσης των παραγόμενων προϊόντων, φαίνεται να έχει πέσει η καλλιέργεια των υπαίθριων κηπευτικών στη Δυτική Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι τα υπαίθρια κηπευτικά αποτελούν βασική καλλιέργεια, εντούτοις οι καλλιεργούμενες εκτάσεις έχουν μειωθεί σημαντικά. Εκτός από τις χαμηλές τιμές, οι λόγοι της μείωσης είναι το υψηλό κόστος των εφοδίων και των λιπασμάτων, η έλλειψη ρευστότητας, τα δυσβάσταχτα φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη.

Ο μεγαλύτερος χαμένος των κηπευτικών είναι η υπαίθρια ντομάτα, η καλλιέργεια της οποίας αποφεύγεται από τους παραγωγούς, καθώς έχει πολλές και δαπανηρές απαιτήσεις φυτοπροστασίας και θεωρείται ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη.

«Οι αγρότες καλλιεργούν πλέον συντηρητικά. Δεν έχουν περιθώρια για πειραματισμούς, δεδομένου ότι πέρασαν έναν δύσκολο χειμώνα, με ασυνήθιστα χαμηλές θερμοκρασίες και παγετούς που άφησαν πίσω τους σημαντικές απώλειες σε φυτικό κεφάλαιο και σε παραγωγή. Εδώ στην Αχαΐα, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις υπαίθριων κηπευτικών έχουν μειωθεί κατά 70%, λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που επικρατούν. Εγώ καλλιεργώ 25 στρέμματα υπαίθριας πιπεριάς, μελιτζάνας, κολοκυθιού και αγγουριού. Το 95% διοχετεύεται κατευθείαν στα σούπερ μάρκετ με τα οποία συνεργάζομαι, χωρίς μεσάζοντες», μας λέει ο 30χρονος Χαράλαμπος Κουτρόπουλος. Παρά το γεγονός ότι έχει αξιόλογο τζίρο, λόγω και της απορρόφησης του προϊόντος του από μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ, εντούτοις δεν μπορεί να επεκτείνει την επιχείρηση του, λόγω έλλειψης χρηματοδότησης.

Από την πλευρά του, ο Γιώργος Βεσκούκης, ο οποίος καλλιεργεί μαρούλι, σπανάκι, ντομάτες και αγγούρια στη Δυτική Αχαΐα, τονίζει πως κάθε χρόνο οι καλλιεργούμενες εκτάσεις μειώνονται σημαντικά, γιατί οι αγρότες δεν έχουν χρήματα για καλλιεργήσουν.
«Το κόστος παραγωγής είναι πολύ μεγάλο, οι τιμές δεν είναι ικανοποιητικές, έρχεται το κράτος και σε υπερφορολογεί, πώς να καλλιεργήσεις μετά», τονίζει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «Από ό,τι έχω καταλάβει προτιμούν τα εισαγόμενα προϊόντα γιατί είναι πιο φτηνά. Δεν τους νοιάζει η ποιότητα». Όπως μας είπε ο κ. Βεσκούκης, τα παραγόμενα προϊόντα του από τα 120 στρέμματα που καλλιεργεί (θερμοκηπιακές και υπαίθριες), τα πουλά στη λαϊκή αγορά της Πάτρας και αν υπάρχει περίσσευμα το προωθεί στην λαχαναγορά μέσω εμπόρων.

Ο Κώστας Πιτσούνης, από την Ηλεία, ο οποίος καλλιεργεί φασολάκια και πιπέρια, θεωρεί ιδιαίτερα δύσκολη την καλλιέργεια υπαίθριων κηπευτικών με τα σημερινά δεδομένα, και αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που πολλοί συγχωριανοί του έχουν στραφεί σε άλλες καλλιέργειες.

Παραδείγματος χάρη το πιπέρι, το οποίο προωθείται σε εταιρείες τυποποίησης της περιοχής για να γίνει τουρσί, δεν αποφέρει τα ανάλογα οφέλη στους παραγωγούς, αφού η συγκεκριμένη καλλιέργεια απαιτεί πολλά εργατικά χέρια και η τιμή είναι χαμηλή. Από την άλλη μεριά, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις φασολιών έχουν αυξηθεί σε σχέση με πέρυσι, καθώς δεν έχουν πολλές απαιτήσεις και υψηλό κόστος, αν και δεν έχουν καλή τιμή.

Ο κ. Πιτσούνης, πάντως, προωθεί μόνος του τις ποσότητες φασολιών που παράγει σε συνεργαζόμενο μαγαζί στη λαχαναγορά, αλλά και σε εταιρεία τυποποίησης στη Μανωλάδα.

Πελοπόννησος

Με προβλήματα φαίνεται να προχωρά η παραγωγή των υπαίθριων κηπευτικών τόσο στη διάθεση των προϊόντων όσο και στην καλλιέργεια.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περιοχή του Λεωνιδίου, γνωστή για την μεγάλη παραγωγή κηπευτικών. Η παραγωγή του Λεωνιδίου μόνο σε ντομάτες ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 4.000 τόνους ετησίως και αποτελείται κυρίως από τις ποικιλίες Ελπίδα, Ματίας, Μαντόνα, Εράνη, Μπελαντόνα και Σονάτο.

Η περιοχή, όμως, αυτή πέρασε δύο χρόνια σοβαρών προβλημάτων, αφού η παραγωγή ντομάτας χτυπήθηκε από την Tuta absoluta, που είναι ένα λεπιδόπτερο ιθαγενές της Λατινικής Αμερικής. Ο νέος πρόεδρος του Αγροτοκτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Λεωνιδίου «ο Άγιος Λεωνίδας» Ηλίας Πουτσελάς, αναφερόμενος στην πορεία των υπαίθριων κηπευτικών, θα δηλώσει, μεταξύ άλλων, ότι «φέτος είναι πρώτη χρονιά μετά από δύο χρόνια που έχουμε θέσει υπό έλεγχο το έντομο και η παραγωγή προχωρά χωρίς προβλήματα. Αυτά τα δύο χρόνια ήρθαμε σε οριακό σημείο. Η παραγωγή σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια σίγουρα δεν μπορεί να είναι καλύτερη, αφού η κοινωνία νοσεί και οι αγρότες έχουν οικονομικά προβλήματα. Από τους εκατό που μπαίνουν στον αγροτικό τομέα, ελάχιστοι είναι αυτοί που αξίζουν. Οι υπόλοιποι εγκαταλείπουν, αφού μπήκαν από ανάγκη και χωρίς να έχουν τις απαιτούμενες ικανότητες».

Σε ό,τι αφορά τη μείωση των ασχολουμένων με την παραγωγή, που έχει φθάσει το 15%, ο Ηλίας Πουτσελάς θα επισημάνει ότι το ποσοστό θα ήταν πολύ μεγαλύτερο εάν οι μικροί παραγωγοί που εγκαταλείπουν δεν νοίκιαζαν τα χωράφια τους σε μεγάλους παραγωγούς. Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές συναλλαγές, ο πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Λεωνιδίου θα τονίσει ότι «έχουν μειωθεί σημαντικά τα κρούσματα με ακάλυπτες επιταγές και τέτοια περιστατικά είναι ελάχιστα, αφού η εποχή που ο καθένας γυρνούσε με ένα μπλοκ επιταγών τελείωσε. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ενώ ο παραγωγός πληρώνει για να παράγει έξι μήνες νωρίτερα, στο τέλος περνά ένας χρόνος από την ώρα που άρχισε την σπορά για να πληρωθεί. Το κράτος οφείλει να στηρίξει ουσιαστικά τον πρωτογενή τομέα».
Από την Αργολίδα, ο Κώστας Τράκας, παραγωγός υπαίθριων κηπευτικών, αφού μας επεσήμανε το πρόβλημα με τη διάθεση των εμπορευμάτων, που πολλές φορές πλέον είναι ανυπέρβλητο, θα υποστηρίξει ότι «μετά από 15 χρόνια εργασίας στην παραγωγή, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα, αφού έχει αυξηθεί το κόστος παραγωγής και έτσι οι μικροκαλλιεργητές αποχωρούν συνέχεια. Παράλληλα, υπήρχε πρόβλημα στη διάθεση του προϊόντος, με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά 20%-30% η παραγωγή».

Η διακίνηση των υπαίθριων κηπευτικών γίνεται μέσω των λαϊκών αγορών ή της Λαχαναγοράς στην Αθήνα. Σε ό,τι αφορά τις επιταγές, ο κ. Τράκας θα υποστηρίξει ότι έχουν μειωθεί τα κρούσματα των ακάλυπτων επιταγών, αλλά υπάρχουν περιστατικά με επιταγές που φτάνουν και τις 80.000 ευρώ χωρίς να πληρωθούν.

Η συμβολαιακή γεωργία στήριγμα για τον κάμπο

Μια μικρή αύξηση στα καλλιεργούμενα στρέμματα των κηπευτικών που εντάσσονται σε προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας, με προγραμματισμένες συμβάσεις από γνωστές βιομηχανίες και μια ανεπαίσθητη μείωση στα υπαίθρια κηπευτικά που προορίζονται για λαϊκές αγορές ή την λαχαναγορά, παρατηρείται φέτος στον θεσσαλικό κάμπο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΑΟΚ ΠΕ Λάρισας, με βάση τις δηλώσεις ΟΣΔΕ του 2016, τα δηλωθέντα στρέμματα έχουν ως εξής: Ντομάτα υπαίθρου 438 στρ. (έναντι 511 στρ. το 2015), βιομηχανική τομάτα 19.158 στρ. (23.194 στρ. το 2015), αγγούρια 42 στρ. (37 στρ .το 2015), μελιτζάνες 135 στρ. (136 στρ. το 2015), κολοκυθάκια 122 στρ. (136 στρ. το 2015), πιπεριές 310 στρ. (286 στρ. το 2015).

Οι παραγωγοί υπαίθριων κηπευτικών χωρίζονται στις παρακάτω 3 κατηγορίες: Σε αυτούς που καλλιεργούν για τις δικές τους ανάγκες, αυτούς που προωθούν τα προϊόντα τους σε λαϊκές αγορές ή στην λαχαναγορά και αυτούς που συνεργάζονται με σούπερ μάρκετ. Μετρημένοι στα δάχτυλα είναι οι παραγωγοί που προωθούν τα εμπορεύματα τους στο εξωτερικό, καθώς τα προϊόντα τους μπορεί να μην υπολείπονται σε ποιότητα, αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι η ποσότητα (καθώς τα συνεχή χτυπήματα του καιρού δεν την εξασφαλίζουν και υπάρχουν επισφάλειες). Φυσικά και η γραφειοκρατία αποτελεί τροχοπέδη, αφού για μια εξαγωγή στην Ουκρανία, έμπορος συγκέντρωσε τα απαραίτητα δικαιολογητικά (αφιερώνοντας χρόνο και ξοδεύοντας χρήμα) μετά από 20 μέρες.

Μια μικρότερη κατηγορία παραγωγών ασχολείται με τα λεγόμενα φυλλώδη κηπευτικά, όπως μαρούλια, σπανάκι, μπρόκολο, σκόρδο, οι οποίοι επιλέγουν την συνεργασία είτε με τον Συνεταιρισμό ΘΕΣγη, είτε με τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Κιλελέρ, στα πλαίσια της συμβολαιακής γεωργίας για λογαριασμό των εταιρειών «Μπάρμπα Στάθης» και «Αλτέρα».

Σύμφωνα με τις εταιρείες που διαθέτουν σπόρους για τα υπαίθρια κηπευτικά, φέτος την Άνοιξη παρατηρήθηκε μια μικρή αύξηση στις παραγγελίες από νέους παραγωγούς, οι οποίοι αποφάσισαν να ασχοληθούν επαγγελματικά, με μικρά και σταθερά βήματα, με τα κηπευτικά, προμηθευόμενοι σπόρους απ’ όλη την γκάμα των κηπευτικών, ώστε να ελέγξουν τον πρώτο χρόνο την πορεία της κάθε καλλιέργειας και ανάλογα να κινηθούν.

Ο χρόνος αποπληρωμής των παραγωγών από τους εμπόρους ποικίλλει και εξαρτάται τόσο από τις ανάγκες των πρώτων, όσο και από την φερεγγυότητα του δεύτερου. Αυτοί που προωθούν τα προϊόντα τους σε σούπερ μάρκετ πληρώνονται με επιταγές στο τρίμηνο (στην καλύτερη περίπτωση) και φτάνουν στο 7μήνο (στη χειρότερη…).

Προβληματισμός στον… μπαξέ της Ελλάδας

Με διστακτικότητα αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια τις καλλιέργειες των κηπευτικών οι παραγωγοί της Κρήτης, καθώς στον κάμπο και της Μεσαράς, τα στρέμματα που φυτεύουν είναι κάθε χρόνο και λιγότερα, αφού το ρίσκο που παίρνουν πλέον είναι μεγάλο, όπως λένε, με δεδομένες τις επιβαρύνσεις από το φορολογικό και το ασφαλιστικό, αλλά και τα μεγάλα κόστη παραγωγής και τα εργατικά που αναγκάζονται να πληρώνουν.

«Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις έχουν μειωθεί σε ένα ποσοστό που ξεπερνάει το 20%. Οι παραγωγοί φοβούνται πλέον να ανοιχτούν σε ό,τι αφορά τις καλλιέργειες, οπότε η πιο ασφαλής μέθοδος είναι αυτή του περιορισμού των καλλιεργειών. Όσο μικρότερη καλλιέργεια, τόσο μικρότερα έξοδα», σημείωσε ο πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Φαιστού κ. Γιώργος Ντισπυράκης.

Σε μια περιοχή όπως ο κάμπος της Μεσαράς, που η θερμοκηπιακή καλλιέργεια αποτελεί, αν όχι το βασικότερο, έναν από τους βασικότερους πυλώνες της τοπικής οικονομίας, οι παραγωγοί εδώ και χρόνια διαθέτουν τα προϊόντα τους, κυρίως την πιπεριά, το αγγούρι και το αγγουράκι σε αγορές του εξωτερικού, σε ένα ποσοστό που φτάνει το 70%, απολαμβάνοντας καλύτερες τιμές. Ντομάτες «ταξιδεύουν» στην Βουλγαρία, ενώ μελιτζάνες και φρούτα παραμένουν στην ντόπια αλλά και ελληνική αγορά.

«Είναι μια πρακτική που βοηθάει στο να πετυχαίνουμε καλύτερες τιμές μέσω των εξαγωγέων. Οι αγορές του εξωτερικού δίνουν τη δυνατότητα καλύτερης τιμής και αυτό είναι το μοναδικό που βοηθάει τους παραγωγούς».

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε ο κ. Ντισπυράκης, και οι πληρωμές δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα.

«Δεν θεωρώ ότι υπάρχει πρόβλημα, όχι τουλάχιστον εκτεταμένο, γιατί πάντα θα βρεθεί και κάποιος που δεν θα είναι συνεπής. Έχουμε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να έχουμε αξιόπιστους συνεργάτες και στις περισσότερες περιπτώσεις η πληρωμή μας είναι θέμα εβδομάδας, το πολύ ενός μήνα. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Οι συνθήκες είναι τέτοιες που ενισχύουν την επιλογή μας να λαμβάνουμε σε μετρητά τα χρήματα από την πώληση των προϊόντων μας. Μια στραβή να έρθει, είναι αρκετή για να σε βγάλει εκτός προγραμματισμού».

Τόσο στη Μεσαρά όσο και στην Ιεράπετρα, οι παραγωγοί είναι υποψιασμένοι και έχουν σε μεγάλο βαθμό καταλήξει στους συνεργάτες με τους οποίους γνωρίζουν ότι δεν ρισκάρουν να βρεθούν απλήρωτοι ή με επιταγές μηνών. Άλλωστε, όπως σημειώνουν, είναι το μοναδικό έσοδο που διαθέτουν, οπότε οι επιλογές τους και οι κινήσεις τους δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές.