Τα μύδια ανήκουν στην κατηγορία των δίθυρων μαλακίων, υποκατηγορίας των οστρακοειδών, διακρίνονται σε πολλές ποικιλίες ανάλογα με το σχήμα τους, το μέγεθος, αλλά και την προέλευσή τους και αποτελούν μία τροφή όχι μόνο εύγεστη, αλλά και πλούσια σε θρεπτική αξία για τον άνθρωπο. Εκτρέφονται σε μυδοκαλλιέργειες σε παράκτιες περιοχές της Ευρώπης εδώ και πολλές δεκαετίες.

Τα μεσογειακά μύδια, ο σολομός του Ατλαντικού και η πέστροφα αποτελούσαν το 53,5% του συνόλου της παραγωγής, από τα 130 και πλέον είδη που καλλιεργούνταν στα ευρωπαϊκά ύδατα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2014, αγγίζοντας τα 2/5 της αξίας (42,4%) του συνόλου των υδατοκαλλιεργειών. Από τα τρία αυτά είδη, τα μεσογειακά μύδια κατατάχθηκαν πρώτα, κατέχοντας το 25,1% από άποψη όγκου παραγωγής, αφήνοντας τον σολομό στη δεύτερη θέση με 15,1% την ίδια χρονιά.

Η ελληνική εικόνα

Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ποσότητα των εκτρεφόμενων- καλλιεργούμενων μυδιών στις υδατοκαλλιέργειες της χώρας μας το 2016 άγγιξε τους 23.288,6 τόνους, συνολικής αξίας 8,4 εκατ. ευρώ, όταν το γενικό σύνολο των καλλιεργούμενων ψαριών, οστρακοειδών και καρκινοειδών για την ίδια χρονιά ήταν 123.332,2 τόνοι, αξίας περίπου 525 εκατ. ευρώ.

Οι μυδοκαλλιέργειες, με βάση τα ίδια στοιχεία, παρουσίασαν αύξηση της τάξεως του 25% σε σχέση με τους 18.600 τόνους του 2015, ενώ η αξία τους αυξήθηκε κατά 23,1% σε διάστημα ενός έτους.

Σημαντικές υδατοκαλλιέργειες μυδιών αναπτύσσονται κατά μήκος της παράκτιας ζώνης του Εθνικού Πάρκου Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα, στον δυτικό Θερμαϊκό κόλπο, όπου παράγεται το 80%-90% των ελληνικών μυδιών, ενώ το είδος που εκτρέφεται στην περιοχή είναι το μεσογειακό μύδι – Mytilus galloprovincialis.

Κύμινα: Το 95% των μυδιών κινείται εξαγωγικά

Με περίπου 8.000 τόνους μυδιών ετησίως, στην περιοχή των Κυμίνων δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην καλλιέργεια μυδιών 59 μονάδες, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Βερβίτη, πρόεδρο του Αλιευτικού Οστρακοκαλλιεργητικού Συλλόγου Δήμου Δέλτα «Ο Ποσειδών». «Με το 95% των ποσοτήτων να ακολουθεί εξαγωγική κατεύθυνση σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία και το υπόλοιπο 5% με αυξανόμενη τάση να διατίθεται στην εγχώρια αγορά, πρόκειται για ένα προϊόν περιζήτητο», σύμφωνα με τον πρόεδρο του συλλόγου, το οποίο όμως αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λόγω των εγχώριων παθογενειών.

Μεταξύ αυτών, κύριο εμπόδιο των μυδοκαλλιεργητών αποτελεί το χρόνιο πρόβλημα της χωροθέτησης των ΠΟΑΥ (Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών), «με αποτέλεσμα», όπως δήλωσε ο κ. Βερβίτης, «να μην εκδίδονται νέες μισθώσεις και κάποιοι παραγωγοί να έχουν ρίξει μονάδες από μόνοι τους χωρίς καμία νομιμότητα». Στο παραπάνω πρόβλημα έρχεται να προστεθεί και το ζήτημα των ελέγχων από το εργαστήριο βιοτοξινών, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, το οποίο ανιχνεύει θαλάσσιες βιοτοξίνες και διενεργεί τον έλεγχο αναφορικά με την καταλληλότητα των μυδιών. «Η ύπαρξη ενός και μόνο μηχανήματος δημιουργεί συνεχώς πρόβλημα», καθώς, όπως δήλωσε ο κ. Βερβίτης, «όποτε χαλάει, όπως και αυτή την εβδομάδα -που η παραγωγή είναι στο φόρτε της-, δεν μπορούν να γίνουν οι έλεγχοι, δεν έχουμε δείγματα της σάρκας του μυδιού και είμαστε στον αέρα όλοι οι παραγωγοί, καθώς δεν μπορεί να διατεθεί το προϊόν». Στα παραπάνω, σύμφωνα με τον ίδιο, έρχεται να προστεθεί και το πρόβλημα της μεγάλης φορολόγησης, το οποίο σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές που πιάνει το προϊόν, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 30 και 45 λεπτών το κιλό, όταν το κόστος παραγωγής φτάνει τα 22 λεπτά/κιλό, προκαλεί έντονη ανησυχία για το εάν οι παραγωγοί θα παραμείνουν στον κλάδο.

Χαλάστρα: Από τους 90 μυδοκαλλιεργητές μόνο οι μισοί διαθέτουν άδειες

Με περίπου 5.000 τόνους από την περιοχή της Χαλάστρας και το 90% των παραγόμενων ποσοτήτων να φεύγει προς εξαγωγή κυρίως στην Ιταλία, ενώ μόνο ένα 10% να πηγαίνει στην εγχώρια αγορά, η Χαλάστρα είναι μία από τις περιοχές όπου δραστηριοποιούνται σχεδόν 90 μυδοκαλλιεργητές. «Από το σύνολο των καλλιεργητών της περιοχής περίπου οι μισοί ασκούν νόμιμη δραστηριότητα και οι υπόλοιποι έχουν αυθαίρετες καλλιέργειες ακόμη από το 2000, λόγω έλλειψης νέων αδειοδοτήσεων εξαιτίας της αδυναμίας χωροθέτησης των ΠΟΑΥ», δήλωσε ο Ευάγγελος Κουτρούτσιος, πρόεδρος του Αγροτικού Αλιευτικού Μυδοκαλλιεργητικού Συλλόγου Δήμου Δέλτα «Ο Αξιός».

«Παρόλο που οι αυθαίρετοι είναι παλιοί καλλιεργητές πια, άνθρωποι που ζουν από την παραγωγή των μυδιών, δημιουργείται πρόβλημα, καθώς η αυθαιρεσία ρίχνει τις τιμές και στους νόμιμους παραγωγούς, οι οποίοι επιθυμούν να πιάσουν πιο αυξημένη τιμή», επεσήμανε ο κ. Κουτρούτσιος. Με την τιμή για τα εξαγώγιμα να κυμαίνεται μεταξύ 40-50 λεπτών το κιλό, την ώρα που το κόστος παραγωγής τους φτάνει τα 30 λεπτά το κιλό, όπως επεσήμανε ο πρόεδρος του Συλλόγου, «δεν μπορεί να αντεπεξέλθει ο παραγωγός».

Εκτός από το μείζον ζήτημα του ορισμού των περιοχών και των νέων αδειοδοτήσεων, που ο Σύλλογος εδώ και χρόνια συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία ανεύρεσης λύσης, μεγάλο επίσης θέμα για την περιοχή της Χαλάστρας αποτελούσε το ζήτημα του εργαστηρίου ελέγχων βιοτοξινών. Σύμφωνα με τον κ. Κουτρούτσιο, «το προηγούμενο προσωπικό του εργαστηρίου, αλλά και ο τρόπος λειτουργίας του οδηγούσε συχνά στο φαινόμενο οι καλλιέργειες να είναι κλειστές για διάστημα ακόμα και δέκα μηνών, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στους παραγωγούς, γεγονός που είχε οδηγήσει σε μηνύσεις και ΕΔΕ για τον τρόπο λειτουργίας του». Χαρακτηριστικό ήταν, όπως μας πληροφόρησε, ότι όταν απευθυνόταν σε ιδιωτικά εργαστήρια, η καταλληλότητα του νερού και των μυδιών ήταν διαφορετική από αυτήν που έκριναν τα αποτελέσματα του εργαστηρίου. «Εδώ και δύο χρόνια, έχει αλλάξει η εικόνα και ο χρόνος που μας απαγορεύουν είναι πολύ λιγότερος από ό,τι πριν, έχει γίνει ακριβώς το αντίθετο», επεσήμανε.

Η μυδοκαλλιέργεια, ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Κουτρούτσιο, έχει παρουσιάσει ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, ως προς τη χρήση τεχνολογίας, κυρίως στα καΐκια που χρησιμοποιούνται, διαθέτοντας πλέον πάνω όλα τα μηχανήματα, και όπως ο ίδιος δήλωσε «μπορεί να μπαίνουν αρμαθιές, όπως είναι από τη θάλασσα, να καθαρίζονται και να πλένονται και να βγαίνουν έτοιμα για την αγορά». «Υπάρχει πραγματικά ανάπτυξη, και εάν λυθεί το θέμα με τα αυθαίρετα, θα μπορέσουμε κι εμείς να αξιοποιήσουμε αυτό το προϊόν που έχουμε, πιάνοντας όσο καλύτερη τιμή μπορούμε», επεσήμανε χαρακτηριστικά.

 Ελπίδα για αδειοδοτήσεις μετά από 18 χρόνια σε εκκρεμότητα

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των μυδοκαλλιεργητών στη χώρα μας, όπως τόνισαν και οι πρόεδροι των δύο συλλόγων, αποτελεί η χωροθέτηση Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ), οι οποίες παραμένουν σε εκκρεμότητα εδώ και 18 χρόνια και αποτελούν, μεταξύ άλλων, προϋπόθεση, ώστε να μπορέσουν να δοθούν νέες άδειες για υδατοκαλλιέργειες στους παραγωγούς. Σχεδόν έξι μήνες μετά την παρέμβαση του πρώην υπουργού και βουλευτή της κυβέρνησης, Δ. Μάρδα, και την εκπόνηση και κατάθεση σχετικής μελέτης προς τα αρμόδια υπουργεία Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, η λύση του προβλήματος φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Ήδη, από το τέλος του προηγούμενου έτους, συστάθηκε ο νέος φορέας Διαχείρισης των Υδατοκαλλιεργειών του Θερμαϊκού Κόλπου με τον διακριτικό τίτλο «Δίκτυο ΠΟΑΥ Θερμαϊκού ΑΜΚΕ», στον οποίο συμμετέχουν, συνεισφέροντας στο εταιρικό κεφάλαιο ο Δήμος Δέλτα με ποσοστό 50,25%, ο Δήμος Θερμαϊκού με 20%, ο Δήμος Αλεξάνδρειας με 24,75%, καθώς και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας με 5%.

«Ο φορέας αυτός αποτελεί μία πρωτοβουλία που πήραμε σε σχέση με την ΠΟΑΥ, την οποία παλεύουμε εδώ και χρόνια», δήλωσε ο Ευθύμιος Φωτόπουλος, πρόεδρος του φορέα και δήμαρχος Δέλτα, ενώ συνέχισε, λέγοντας: «Νομίζω ότι φτάσαμε στο διά ταύτα, έχουμε καταθέσει όλα τα χαρτιά και τις μελέτες στο ΥΠΕΝ για να μπορέσει να προωθηθεί η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος». «Είμαστε σε επικοινωνία με τον κ. Φάμελλο και υπάρχει η δέσμευση ότι πια οι διαδικασίες θα προχωρήσουν για να μπορέσουν οι μυδοκαλλιεργητές να έχουν πλέον νόμιμη δραστηριότητα, να είναι όλα όπως πρέπει και το νόμιμο πια προϊόν της περιοχής να αποκτήσει το δικό του brand name», επεσήμανε, δηλώνοντας αισιόδοξος ο κ. Φωτόπουλος.

Την ανάγκη χωροθέτησης των ΠΟΑΥ για την ορθότερη τοποθέτηση των μονάδων μέσα σε αυτές, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση ορθών πρακτικών, σύμφωνων με τις δυνατότητες της φύσης, επεσήμανε και η Σοφία Γαληνού-Μητσούδη, καθηγήτρια στο ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης, έχοντας και η ίδια συμμετάσχει στην εκπόνηση μελετών στον κλάδο της μυδοκαλλιέργειας, τόσο στην παρούσα φάση όσο και κατά το παρελθόν. «Η φύση έχει πιεστεί αρκετά, τα σχέδια που υπήρχαν μέχρι τώρα λάμβαναν υπόψη τον χώρο και όχι τη δυνατότητά της», επεσήμανε, αναφέροντας χαρακτηριστικά το παράδειγμα ενός δωματίου 3 x 3, όπου μπορεί να χωρούν δέκα πολυθρόνες, αλλά χωρίς αυτό να είναι λειτουργικό. «Αντίστοιχα, σε μία περιοχή μπορεί να χωράνε 200-300 μονάδες, χωρίς όμως να είναι λειτουργικές βάσει των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης. Εάν ακολουθηθούν οι αρχές αυτές, οι οποίες είναι οικονομικά, περιβαλλοντικά και διαχειριστικά ορθές, ο κλάδος έχει προοπτικές, γιατί είναι ένα περιζήτητο, νόστιμο προϊόν και οι ίδιοι οι παραγωγοί θα μπορέσουν να βελτιώσουν τα εισοδήματά τους», δήλωσε χαρακτηριστικά. Επισημαίνοντας την ανάγκη δημιουργίας των κατάλληλων διαχειριστικών αρχών, αλλά και στελέχωσης των φορέων με το αντίστοιχο επιστημονικό προσωπικό, η κα Μητσούδη συμπλήρωσε πως εάν πραγματοποιηθεί το «περίφημο monitoring τόσο του περιβάλλοντος όσο και της ίδιας της δραστηριότητας, ο κλάδος πραγματικά θα αποδώσει και θα απογειωθεί, φτάνοντας ακόμα και στην εξαιρετική κατάσταση που ήταν πριν από το 2000».

Το ζήτημα των ελέγχων και η χρήση τεχνολογιών

Στο μείζον ζήτημα των ελέγχων αναφέρθηκε ο Παναγιώτης Αγγελίδης, καθηγητής υδατοκαλλιεργειών και ιχθυοπαθολογίας της Κτηνιατρικής του ΑΠΘ, επισημαίνοντας τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και τα εμπόδια στους ελέγχους για την ύπαρξη βιοτοξινών στα μύδια, οι οποίες τα καθιστούν ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση. Ο κ. Αγγελίδης εξήγησε ότι «πρόκειται για ένα εντελώς φυσικό φαινόμενο που παρατηρείται την άνοιξη και οφείλεται στην απότομη ηλιοφάνεια και τη συσσώρευση θρεπτικών αλάτων για τα μονοκύτταρα φύκια, τα φυτοπλαγκτόν, τα οποία βρίσκοντας τροφή και φως τους ανοιξιάτικους μήνες, πολλαπλασιάζονται υπέρμετρα κι αν τύχει μερικά από αυτά να είναι τοξικά, τότε δημιουργείται πρόβλημα». «Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, παρακολουθείται κάθε εβδομάδα, κι όταν υπάρχει υπέρμετρη συσσώρευση γίνεται επικίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, οπότε και απαγορεύουν την εξαλίευση, την κατανάλωση των μυδιών και τις εξαγωγές», συμπλήρωσε, επισημαίνοντας πως «για τον λόγο αυτόν θα πρέπει οι υπηρεσίες να είναι πολύ προσεκτικές, να έχουν αναλύσεις που να είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα και όταν πραγματικά υπάρχει πρόβλημα να απαγορεύουν». «Αυτό απαιτεί εξειδικευμένο προσωπικό, μηχανήματα και οργάνωση, όπου εδώ πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια οργάνωσης και βελτίωσης, ειδικά όταν το μηχάνημα ή το σκάφος που χρειάζονται χαλάνε ή δεν καλύπτονται οι αντίστοιχες συμβάσεις» σημείωσε ο κ. Αγγελίδης, τονίζοντας ότι «είναι καθαρά θέμα πολιτικής απόφασης, ένας φορέας να ασχοληθεί και να βάλει τάξη και στην παραγωγή και στην παρακολούθηση και στην εμπορία, αλλά και οι παραγωγοί να προσέχουν το προϊόν τους περισσότερο».

Σε ό,τι αφορά την τεχνική της παραγωγής σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, ο κλάδος έχει δυνατότητα να τριπλασιαστεί, να «φτάσει ακόμα και τους 100.000 τόνους, αλλά χρειάζεται πολιτική βούληση, να δοθούν άδειες για να δουλεύουν οι παραγωγοί σε σωστούς όρους ανταγωνισμού», επεσήμανε, συμπληρώνοντας πως συνολικά στον κλάδο της καλλιέργειας των οστρακοειδών υπάρχει χώρος ανάπτυξης νέων τεχνολογιών για γενετική βελτίωση, για γενετική επιλογή, ενώ μπορεί να δημιουργηθεί τουλάχιστον ένας σταθμός παραγωγής γόνου οστρακοειδών. «Στα μύδια, εκείνο που θα μπορούσε να γίνει σε ερευνητικό επίπεδο είναι η επιλογή στελεχών μυδιών, τα οποία μπορούν να μεγαλώνουν γρήγορα, να γίνει μία γενετική επιλογή», δήλωσε ο κ. Αγγελίδης.

Μεταποίηση και εμπορία

Η χώρα μας πραγματοποιεί δειλά βήματα στον τομέα της μεταποίησης και χωλαίνει αισθητά στον τομέα της εμπορίας μυδιού, καθώς οι μεγαλύτερες ποσότητες φεύγουν ζωντανές και εμπορεύονται κυρίως από την Ιταλία, όπως επεσήμανε ο κ. Αγγελίδης.

Σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ, «η μεταποίηση αφορά την αποκελύφωση των μυδιών, μία δραστηριότητα που έχει αναπτυχθεί από τους παραγωγούς και φαίνεται να πετυχαίνει, καθώς αρχίζουν να κάνουν και εξαγωγές σάρκας μυδιού, όμως κι εκεί υπάρχουν προβλήματα με τη διαχείριση των κελυφών». Αντίστοιχα, σύμφωνα με την κα Μητσούδη, «θεαματικό φάνηκε το αποτέλεσμα από την προσπάθεια βελτίωσης του αποφλοιωμένου μυδιού στο σακουλάκι, στο πλαίσιο ερευνητικών δοκιμών, καθώς αυξήθηκε ο χρόνος διατηρησιμότητας, αλλά και το γευστικό κομμάτι» όπως επεσήμανε.

Στην περιοχή των Κυμίνων, δραστηριοποιείται εδώ και 12 χρόνια το μόνο εργοστάσιο παραγωγής και εμπορίας κατεψυγμένων μυδιών Olympias ΑΒΕΕ. «Ακολουθώντας τη μέθοδο της παστερίωσης, μέσω θερμικής επεξεργασίας, πριν από την κατάψυξη του προϊόντος», όπως δήλωσε ο Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της ελληνικής βιομηχανικής μονάδας που ειδικεύεται στην επεξεργασία και τυποποίηση κατεψυγμένων μυδιών, το προϊόν συσκευασμένο και τυποποιημένο βάσει των προδιαγραφών της ευρωπαϊκής νομοθεσίας έχει διάρκεια 18 μήνες, είναι ασφαλές και προς άμεση κατανάλωση, έχοντας κι άλλο ένα πλεονέκτημα, ότι μπορεί να μαγειρευτεί μέσα σε πέντε λεπτά».

Με την εταιρεία να εξάγει το 20% περίπου των προϊόντων της, με κύρια χώρα εξαγωγής την Αίγυπτο, το ποσοστό των εξαγωγών φαίνεται να ακολουθεί ανοδική πορεία, καθώς όπως μας ενημέρωσε ο κ. Αναγνωστόπουλος, μιλώντας στην «ΥΧ», «ήδη έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον μετά από δειγματισμό από τρίτες χώρες, όπως η Ταϊλάνδη, η Κορέα και το Βιετνάμ».