Eλληνικά λουλούδια στο πιάτο μας

Εναλλακτικό μονοπάτι για ανήσυχους παραγωγούς, οι οποίοι επιθυμούν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους σε ένα πεδίο απαιτητικό, αλλά –εν δυνάμει– προσοδοφόρο, μπορεί να αποτελέσει η καλλιέργεια βρώσιμων λουλουδιών.

Νίκος Σιδέρης, Συνιδιοκτήτης Nature’s Fresh
Νίκος Σιδέρης, πρόεδρος της Nature’s Fresh

Ο Νίκος Σιδέρης, πρόεδρος της εταιρείας Nature’s Fresh, η οποία, σε συνεργασία με μερικά από τα πλέον γνωστά εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας της χώρας, φέρνει στο πιάτο των καταναλωτών εδώδιμους πανσέδες, που έχουν παραχθεί σε ελληνικό έδαφος. Ο ίδιος, πάντως, προειδοποιεί ότι ο δρόμος για τη δραστηριότητα αυτή δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.

Περιγράψτε μας μέσα σε λίγες λέξεις το προφίλ της εταιρείας και τις δραστηριότητές της.

Είμαστε μια οικογενειακή επιχείρηση, που δραστηριοποιείται στο κομμάτι της τροφοδοσίας από τη δεκαετία του 1990. Ξεκινήσαμε προμηθεύοντας πλοία, μετά βγήκαμε σταδιακά στην αγορά με τα πρώτα φορτηγά. Οι παλιότεροι θα θυμούνται ότι τα μαγαζιά δεν είχαν, πάντοτε, την πολυτέλεια να έχουν όλα όσα χρειάζονται, στο χώρο τους. Το κάθε εστιατόριο είχε το δικό του αμαξάκι κι ερχόταν στην εταιρεία να παραλάβει τα προϊόντα. Σε κάποια φάση, λοιπόν, άλλαξε η αγορά και αναγκαστήκαμε, εκ των πραγμάτων, να στέλνουμε τις παραγγελίες στους χώρους των πελατών μας. Αυτή ήταν η στιγμή που γίναμε τροφοδότες. Από έναν κατάλογο κωδικών 30-40 κηπευτικών (ντομάτα, πατάτα, κρεμμύδι, κολοκύθι, πιπεριά, μαϊντανό, άνηθο κ.λπ.), σήμερα έχουμε φτάσει να διαχειριζόμαστε περί τους 1.000 κωδικούς. Στους πελάτες μας συγκαταλέγονται γνωστά ονόματα της εστίασης, με διακεκριμμένους σεφ, όπως τα εστιατόρια «Σπονδή» και «Χύτρα».

Ποια είναι η γκάμα των προϊόντων που διακινείτε στην αγορά και από πού τα προμηθεύεστε;

Πέρα από τους κλασσικούς, παραδοσιακούς κωδικούς, ειδικευόμαστε και σε «εξεζητημένα», θα έλεγα, προϊόντα, για πρωτοποριακές κουζίνες και «ψαγμένα» εστιατόρια, όπως αυτά που σας ανέφερα παραπάνω.  Φέρνουμε από το εξωτερικό συγκεκριμένα προϊόντα, κατόπιν παραγγελίας, για λογαριασμό γνωστών σεφ, τα οποία, λόγω του ότι είναι πολύ ακριβά και δυσεύρετα, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν σε στοκ. Ουσιαστικά, καλύπτουμε οτιδήποτε σχετίζεται με τα φρούτα και τα λαχανικά, από το απλό πορτοκάλι μέχρι το finger lime. 

Τον τελευταίο χρόνο, ωστόσο, έχουμε μπει και στο κομμάτι της χονδρικής, αναπτύσσοντας συνεργασίες με παραγωγούς απ’ όλη την Ελλάδα. Στους προμηθευτές μας ανήκουν, για παράδειγμα, μεγάλοι συνεταιρισμοί κηπευτικών της Κρήτης, η οποία, λόγω κλίματος, είναι ο κύριος «παίκτης» στην αγορά τους χειμερινούς μήνες. Συνολικά, το δίκτυό μας περιλαμβάνει από 70 έως 100 παραγωγούς, κάποιοι είναι μόνιμοι και κάποιοι εποχικοί. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουμε κανένα λόγο να χρησιμοποιούμε μεσάζοντες. Πηγαίνουμε απευθείας στον παραγωγό και έχουμε μαζί του μια ξεκάθαρη σχέση, βασισμένη στην εμπιστοσύνη.

Θα μπορούσε η υψηλή γαστρονομία να αποτελέσει ένα εναλλακτικό κανάλι διάθεσης, με σοβαρές υπεραξίες για τους Έλληνες παραγωγούς;

Θα έλεγα ότι ο Έλληνας παραγωγός θα πρέπει σιγά – σιγά να ετοιμάζεται, όχι απλά για την υψηλή εστίαση, όσο για την ποιοτική παραγωγή. Παλαιότερα, υπήρχε η αντίληψη σε πολλούς παραγωγούς ότι «στην ελληνική αγορά μπορούμε να διοχετεύουμε και προϊόντα β’ ποιότητας, αφήνοντας τα “καλά” για τους πελάτες μας στο εξωτερικό». Πλέον, όμως, αυτή η λογική δεν «περπατάει». Τα ποιοτικά στάνταρντς έχουν ανέβει, ο Έλληνας καταναλωτής έμαθε να τρώει και δεν είναι διατεθειμένος να ξοδέψει το λιγοστό εισόδημα που διαθέτει για υποβαθμισμένα προϊόντα. Το αισιόδοξο μήνυμα είναι ότι και οι περισσότεροι Έλληνες καλλιεργητές το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό.

Υπάρχουν περιθώρια πολλά από τα «εξεζητημένα» προϊόντα που περιγράψατε να καλλιεργηθούν στη χώρα μας;

Πιστεύω πως ναι, και είναι ελπιδοφόρο ότι γίνονται κάποιες ενδιαφέρουσες προσπάθειες, ιδίως στο σκέλος των λαχανικών. Για παράδειγμα, όταν το ραντίτσιο ξεκίνησε να χρησιμοποιείται στις σαλάτες των εστιατορίων, εισαγόταν –σχεδόν εξ ολοκλήρου– από την Ιταλία. Σήμερα, παράγεται και στη χώρα μας. Το ίδιο συμβαίνει και με το iceberg και το φινόκιο. Ως ένα βαθμό, αυτό είναι αποτέλεσμα της εισόδου νέων ανθρώπων στο αγροτικό επάγγελμα, που φέρνουν μαζί τους νέες ιδέες και διάθεση για πειραματισμό. Το ένα ζητούμενο, βεβαίως, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι η διάθεση. Εμείς, από την πλευρά μας, τονίζουμε ότι αναζητούμε τέτοια προϊόντα και, εφόσον τα βρίσκουμε στην Ελλάδα, δεν έχουμε κανέναν λόγο να τα προμηθευτούμε από το εξωτερικό. Το δεύτερο, που αφορά τους ίδιους τους καλλιεργητές, είναι η οργάνωση σε ομάδες με υγιείς και επαγγελματικές βάσεις και καθετοποιημένη λογική, ώστε να διαπραγματεύονται κατευθείαν με τους πελάτες τους χωρίς μεσάζοντες.

Πρόσφατα προχωρήσατε στη διάθεση βρώσιμων λουλουδιών, που έχουν παραχθεί σε ελληνικό έδαφος. Μιλήστε μας γι’ αυτό.

Είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πρότζεκτς, που «τρέξαμε» το τελευταίο διάστημα. Πρόκειται για βρώσιμους πανσέδες, που χρησιμοποιούνται στις σαλάτες. Μέχρι πρόσφατα, τους έβρισκε κανείς μόνο στην ξένη αγορά. Ωστόσο, σε συνεργασία με έναν γνωστό σεφ, ο οποίος έφερε στην Ελλάδα τους σπόρους από το εξωτερικό, και με έναν παραγωγό-συνεργάτη μας από την περιοχή της Αττικής, προχωρήσαμε σε δοκιμαστική παραγωγή σε συνθήκες θερμοκηπίου. Τα αποτελέσματα ήταν πολύ καλά και, πλέον, τα διαθέτουμε στην αγορά. Συνολικά, παρήχθησαν περισσότερα από 500 κεσεδάκια. Θεωρούμε ότι είναι ένα πεδίο που έχει μέλλον, γιατί, εκτός από την Ελλάδα, ζήτηση για τέτοια προϊόντα υπάρχει και από τη διεθνή αγορά, άρα έχει και ένα –εν δυνάμει– εξαγωγικό ενδιαφέρον.