Ντόμινο μειώσεων στο γίδινο γάλα

Ακλόνητη η τιμή λιανικής, ενώ ο κλάδος παραπαίει

Την πτωτική πορεία του πρόβειου και του αγελαδινού γάλακτος φαίνεται ότι ακολουθεί και το γίδινο, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια κατέγραφε μεγάλη ζήτηση και όλα έδειχναν ότι αποκτούσε μεγάλη προοπτική. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με όσα αναφέρουν κτηνοτρόφοι στην «ΥΧ», η μείωση των τιμών παραγωγού δεν συμβαδίζει με αυτήν του καταναλωτή, αφού η δεύτερη συνεχίζει να ξεπερνά τα 2 ευρώ το λίτρο. Ποια είναι όμως η σημερινή εικόνα της παραγωγής, αλλά και του ζωικού κεφαλαίου του κλάδου;

Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο αριθμός των αιγών μειώθηκε κατά 3,2% το 2016 σε σχέση με το 2015. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των αιγών ανήλθε σε 3.887.902 ζώα το 2016, έναντι 4.017.171 ζώων το 2015. Αντίστοιχα, μείωση παρατηρείται και στον αριθμό των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν αίγες κατά 1,4% το 2016 σε σχέση με το 2015. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων που εκτρέφουν αίγες ανήλθε σε 67.820 εκμεταλλεύσεις το 2016 έναντι 68.766 εκμεταλλεύσεων το 2015.
Επιπλέον, ο αριθμός των αιγών ανά εκμετάλλευση μειώθηκε κατά 1,9% το 2016 σε σχέση με το 2015. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των αιγών ανά εκμετάλλευση ήταν 57,3 το 2016 έναντι 58,4 το 2015.

Το πρόβλημα όπως το περιγράφουν οι παραγωγοί

Για την κατάσταση στον κλάδο μίλησε στην «ΥΧ» ο Μπάμπης Ματενίδης, εκπρόσωπος του Κτηνοτροφικού Αιγοπροβατοτροφικού Συνεταιρισμού Αμυνταίου «Ε-Ποιμένων». Σύμφωνα με τον κτηνοτρόφο, «μέχρι πέρσι, η τιμή στο γίδινο κατέγραφε ανοδικές τάσεις. Το 2016 κυμάνθηκε στα 60 λεπτά, ενώ φέτος μειώθηκε. Αυτό που μπορώ να υποθέσω είναι ότι ενδεχομένως η πολιτεία δεν κάνει σωστά τη δουλειά της όσον αφορά τις ελληνοποιήσεις. Ένα άλλο πρόβλημα έχει να κάνει με τη διαφορά στην ψαλίδα από την παραγωγή στην κατανάλωση. Για παράδειγμα, ένα λίτρο γάλα ο παραγωγός το πουλάει 53 – 55 λεπτά και ο καταναλωτής το αγοράζει κατά μέσο όρο 2 ευρώ το κιλό. Πού είναι οι ελεγκτικοί μηχανικοί του κράτους; Για να βελτιωθεί η κατάσταση σίγουρα θα βοηθούσε η δημιουργία μας Διεπαγγελματικής γάλακτος. Ωστόσο, ο κτηνοτροφικός χώρος θα πρέπει να αποφασίσει ότι τα συμφέροντά μας είναι κοινά. Μόνο έτσι θα προχωρήσουμε, ενωμένοι».

Από την πλευρά του, ο Χρήστος Παρασχούδης, πρόεδρος του κτηνοτροφικού συνεταιρισμού «Θρακών Αμνός», που από τον Σεπτέμβριο αναμένεται να λειτουργήσει τους πρώτους αυτόματους πωλητές (ΑΤΜ) γίδινου γάλακτος στην Αλεξανδρούπολη, αναφέρει στην «ΥΧ»: «Η ετήσια παραγωγή στον συνεταιρισμό είναι 1.300.000 λίτρα γίδινου γάλακτος. Εμείς αγοράζουμε σύμφωνα με το συμβόλαιο που κλείνει ο κάθε συνεταιρισμός με την κάθε βιομηχανία και από εκεί και μετά τα κέρδη που προκύπτουν πηγαίνουν σαν μερίσματα σε όλους τους κτηνοτρόφους. Φέτος, οι τιμές έχουν πέσει ραγδαία σε σχέση με πέρσι, από τα 52 λεπτά στα 47». Αναφερόμενος στα οφέλη του συγκεκριμένου γάλακτος, ο κ. Παρασχούδης μας εξηγεί: «Το γίδινο γάλα είναι αυτό με τα περισσότερα οφέλη στον άνθρωπο. Είμαστε η πρώτη χώρα παγκοσμίως στην παραγωγή γίδινου γάλακτος. Το ζωικό κεφάλαιο φτάνει σχεδόν τα 4 εκατ. ζωντανά και η ετήσια παραγωγή ξεπερνά τα 120 εκατ. λίτρα».

Για τις μειώσεις των τιμών φέτος στο γίδινο γάλα αναφέρθηκε, μιλώντας στην «ΥΧ», και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), Παναγιώτης Πεβερέτος. «Η μείωση στην τιμή του γίδινου οφείλεται στην αύξηση των εισαγωγών πρόβειου γάλακτος, αφού αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της χρήσης του γίδινου. Οι μεταποιητές εκμεταλλεύονται τη ζήτηση από το συγκεκριμένο καταναλωτικό κοινό, που αγοράζει το συγκεκριμένο είδος γάλακτος, προκειμένου να ανοίξουν την ψαλίδα, με τιμές που ξεπερνούν τα 2 ευρώ το λίτρο».

Γενετική βελτίωση

Επιπλέον, ο κ. Πεβερέτος αναφέρθηκε και σε ακόμα μία παράμετρο, η οποία θα μπορούσε, αν επιλυόταν το θέμα, να ενισχύσει τον κλάδο, αυτήν της γενετικής βελτίωσης. «Το ζωικό κεφάλαιο των γιδιών αποτελείται από κάποιες παλιές, μη αποδοτικές φυλές. Τα γίδια ζουν περισσότερο στα βουνά. Λίγα είναι τα σταβλισμένα. Δεν έχει γίνει τίποτα, όμως, ώστε να υπάρξει γενετική βελτίωσή τους, κάνοντας τα ζώα που εκτρέφουμε να γίνουν πιο παραγωγικά. Επιπλέον, αν κάναμε γενετική βελτίωση, θα μειώνονταν και οι εισαγωγές ζώων, τα οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούν να επιβιώσουν στην Ελλάδα». Να σημειωθεί ότι οι εκτρεφόμενες στη χώρα μας αίγες, στη μεγάλη τους πλειονότητα (>70%), ανήκουν στην εγχώρια ελληνική αίγα του τύπου Capra Prisca. Εκτρέφεται, επίσης, μικρός αριθμός (0,1%) καθαρόαιμων αιγών των φυλών Saanen, Alpine, και Toggenburg, καθώς και σημαντικός αριθμός (>25%) μιγάδων των φυλών αυτών και της φυλής Maltese, με εγχώριες ελληνικές αίγες. Το εφαρμοζόμενο σύστημα εκτροφής είναι εντατικό ή ημιεντατικό για τις εγχώριες ελληνικές αίγες και τις μιγάδες και εντατικό για τις αίγες των καθαρόαιμων φυλών. Σημαντικός, όμως, αριθμός αιγών εκτρέφεται οικόσιτα. Έτσι, ανάλογα με το εφαρμοζόμενο σύστημα εκτροφής, οι ελληνικές αίγες διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, οι οποίες είναι οι εξής: α) Οικόσιτα, β) Μη ποιμενικά μετακινούμενα και γ) Ποιμενικά μετακινούμενα.

Η παραγωγική ικανότητα των ελληνικών αιγών είναι γενικά χαμηλή. Αυτό οφείλεται στο χαμηλό γενετικό δυναμικό των ζώων, αλλά και στο εφαρμοζόμενο σύστημα εκτροφής, που δεν επιτρέπει την πλήρη εκδήλωσή του. Οι ελληνικές αίγες, αν και δεν υστερούν σε σωματικό βάρος εκείνων των υψηλής παραγωγικής ικανότητας αλπικών αιγών της Ευρώπης, εντούτοις είναι όψιμα ζώα.

Κόστος εκτροφής

Σύμφωνα με τους κτηνοτρόφους, ένας ικανοποιητικός αριθμός κατσικιών, προκειμένου να ξεκινήσει κάποιος μία μονάδα και να είναι βιώσιμη, θα πρέπει να είναι γύρω στα 200. Η τιμή του κάθε ζώου κοστίζει από 100 μέχρι 120 ευρώ για τις κρεατοπαραγωγικές και μέχρι 150 ευρώ για βελτιωμένες γαλακτοπαραγωγικές φυλές.

Οι εγκαταστάσεις για τη φύλαξη των αιγών –σύμφωνα και με όσα μας αναφέρουν αιγοτρόφοι– είναι συνήθως πρόχειρης κατασκευής, γιατί σαν ζώα είναι πολύ ανθεκτικά. Για 200 κατσίκες, αν υπολογίσουμε ότι χρειάζονται εγκαταστάσεις 300 τ.μ., το κόστος στέγασης θα είναι γύρω στις 30.000 ευρώ. Όσον αφορά τον μηχανολογικό εξοπλισμό, ένα 24άρι αρμεκτήριο κοστίζει από 25.000 – 27.000 ευρώ, 30.000 ευρώ κοστίζει η αγορά των αιγών και διαφόρων μηχανημάτων και εξοπλισμού, όπως μία χαρμανιέρα και μία μικρή αυτόματη ταΐστρα. Συνολικά, το κόστος κυμαίνεται στα 100.000 ευρώ περίπου.

Γαλακτοπαραγωγικές φυλές αιγών στην Ελλάδα

Εγχώρια ελληνική φυλή (CAPRA PRISCA): Είναι ελληνικής προέλευσης και καταγωγής με ποικιλία χρωμάτων: Λευκό, ερυθρό μαύρο, «κανούτο», «γκέσο» και όλοι οι ενδιάμεσοι χρωματισμοί. Έχει σωματικό βάρος 35-65 κιλά και είναι μακρύτριχη, κερασφόρα, με ευθύ επιρρίνιο, μέσου μεγέθους αφτιά, ζωηρή μάλλον με ιδιοσυγκρασία.

Φυλή αίγας Σκοπέλου: Προέρχεται από τα Νησιά των Σποράδων (Σκόπελος, Αλόννησος και Σκιάθος) του Ν. Μαγνησίας. Τα χρώματά της είναι φαιό, ερυθρό, ορφνό και όλοι οι ενδιάμεσοι χρωματισμοί και έχει σωματικό βάρος 50-60 κιλά. Είναι βραχύτριχη, κερασφόρα, με ευθύ επιρρίνιο και μέσου μεγέθους αφτί. Όψιμη γενετήσια ωριμότητα, χαμηλός δείκτης πολυδυμίας (1,30), διάρκεια γαλακτικής περιόδου 200-220 ημέρες, καλή γαλακτοπαραγωγή (330 Κg) και υψηλή περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος (5,5%).

Ξένες φυλές αιγών που εκτρέφονται στην Ελλάδα

Φυλή Saanen: Προέρχεται από την Ελβετία, με λευκό χρωματισμό και σωματικό βάρος 60-80 κιλά. Πρώιμη γενετήσια ωριμότητα, δείκτης πολυδυμίας 1,8-2,0, υψηλή γαλακτοπαραγωγή (700-900 λίτρα γάλακτος/αίγα), μακριά γαλακτική περίοδος και εμμονή στη γαλακτοπαραγωγή, χαμηλή περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος (3,4%) και πρωτεΐνες (3,0%).

Φυλή Αlpine: Προέρχεται από τις Άλπεις, με ορφνό-μαύρο χρωματισμό και σωματικό βάρος 45-60 κιλά. Πρώιμη γενετήσια ωριμότητα, δείκτης πολυδυμίας 1,8-2,0, μακριά γαλακτική περίοδος, υψηλή γαλακτοπαραγωγή (500-750 λίτρα), εμμονή στη γαλακτοπαραγωγή, χαμηλή περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος (3,4%) και πρωτεΐνες (3,0%). Ιδιαίτερα αυξημένες απαιτήσεις σε χονδροειδείς ζωοτροφές.

Φυλή Δαμασκού: Προέρχεται από τη Συρία, με ερυθρό φαιό, ορφνό χρωματισμό και έχει σωματικό βάρος 50-70 κιλά. Πρώιμη γενετήσια ωριμότητα, δείκτης πολυδυμίας 1,7-1,8, μέτρια γαλακτοπαραγωγή (400-500 λίτρα γάλακτος/αίγα), μέτρια εμμονή στη γαλακτοπαραγωγή, μέτρια περιεκτικότητα του γάλακτος σε λίπος και πρωτεΐνες. Κατάλληλη για θερμά, ξηρά κλίματα και βοσκότοπους μέτριας ποιότητας.