Ευρωπαϊκός Νότος: Δυναμικό «παρών» στις συζητήσεις για το μέλλον της ΚΑΠ

Ο Ευρωπαϊκός Νότος δηλώνει δυναμικό «παρών» στις συζητήσεις για το μέλλον της ΚΑΠ μετά το 2020

Ο Ευρωπαϊκός Νότος δηλώνει δυναμικό «παρών» στις συζητήσεις για το μέλλον της ΚΑΠ μετά το 2020

Σημαντικές αποφάσεις για την ενεργό συμμετοχή και τη συνεννόηση των χωρών του Νότου της ΕΕ, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το μέλλον της ΚΑΠ μετά το 2020, ελήφθησαν στο Σανταρέμ της Πορτογαλίας στις 12 και 13 Ιουνίου, κατόπιν πρόσκλησης της πορτογαλικής επαγγελματικής οργάνωσης CAP-Agricultores de Portugal.

Στις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο περιθώριο της αγροτικής έκθεσης του Σανταρέμ, συμμετείχαν, πέραν της φιλοξενούσας οργάνωσης, οι εθνικές επαγγελματικές και συνεταιριστικές οργανώσεις Coldiretti, Confagricoltura, CIA και Alleanza delle Cooperative Italiane Agroalimentare – ACI από την Ιταλία, Coop de France από τη Γαλλία, ASAJA, UPA και Cooperativas Agro-alimentarias από την Ισπανία, Confagri από την Πορτογαλία και η GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ από την Ελλάδα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την υπεύθυνη του Γραφείου Βρυξελλών, Έλλη Τσιφόρου.

Ο στόχος των συναντήσεων της Πορτογαλίας, οι οποίες ήρθαν σε συνέχεια εκείνων του περασμένου Σεπτεμβρίου στην Ιταλία, από όπου και ξεκίνησε η πρωτοβουλία συμμαχίας και συνεννόησης των οργανώσεων του Νότου, ήταν να συζητηθούν τα προβλήματα και αιτήματα που μπορούν να προωθήσουν από κοινού οι ευρωπαϊκές αγροτικές και συνεταιριστικές οργανώσεις του Νότου της ΕΕ στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη μελλοντική ΚΑΠ, να συντονιστούν οι σχετικές προσπάθειές τους και να προγραμματιστούν τα επόμενα βήματα, ενώ παράλληλα πραγματοποιήθηκε και ειδική σύσκεψη για τις συνδεδεμένες ενισχύσεις.

Σε ό,τι αφορά στη μελλοντική ΚΑΠ, οι συμμετέχουσες οργανώσεις κατέληξαν στα εξής σημεία:
Πρώτον, τα προβλήματα είναι κοινά για τον γεωργικό Νότο της Ευρώπης, με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα που σχετίζονται τόσο με εγγενείς διαρθρωτικού τύπου αδυναμίες (απομόνωση-απόσταση από τις αγορές, χαμηλός βαθμός οργάνωσης της παραγωγής, υψηλό κόστος παραγωγής κ.λπ.), όσο και με σημαντικές προκλήσεις, όπως η αλλαγή του κλίματος, που ήδη έχει καταλυτική αρνητική επίδραση στην παραγωγικότητα στην περιοχή της Μεσογείου.

Δεύτερον, κοινή είναι, όμως, και η υψηλή προστιθέμενη αξία της γεωργίας στον Νότο της ΕΕ, που παράγει το σημαντικότερο ποσοστό υψηλής ποιότητας αγροδιατροφικών προϊόντων ενώ, όπως εκτιμήθηκε, συμβάλλει κατά 30% περίπου στην απασχόληση του συνολικού ευρωπαϊκού γεωργικού τομέα, σε μία εποχή, μάλιστα, όπου η ανάπτυξη και η απασχόληση αποτελούν κορυφαίες προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Τρίτον, είναι επιτακτικής σημασίας, μέσα στο επόμενο διάστημα, να υπάρξουν συντονισμένες και δυναμικές κινήσεις προώθησης των κοινών αυτών ζητημάτων και θέσεων στο περιβάλλον των κοινοτικών οργάνων, προτού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιεύσει τις πρώτες τις σκέψεις της σχετικά με το μέλλον της ΚΑΠ, που, σύμφωνα με τα ανακοινωθέντα, αναμένονται προς το τέλος του 2017. Τις κινήσεις αυτές θα συντονίσουν τα Γραφεία Βρυξελλών των συμμετεχουσών οργανώσεων, ενώ σχεδιάζονται ήδη συσκέψεις και εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου στην πρωτεύουσα της ΕΕ, μέσα στο επόμενο διάστημα.

Σε σχέση με τις συνδεδεμένες ενισχύσεις, στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε, παρουσία του διευθυντή Βιωσιμότητας και Εισοδηματικής Στήριξης της ΓΔ Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Πιερ Μπασκού, έγινε σαφές ότι σύσσωμες οι χώρες του Νότου επιθυμούν τη διατήρηση των ενισχύσεων αυτών, στο πλαίσιο της μελλοντικής ΚΑΠ, ως «μέσο αντιστάθμισης των συγκριτικών τους μειονεκτημάτων», όπως τόνισε η εκπρόσωπος της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ.

Η μάχη, ωστόσο, δεν θα είναι εύκολη, ειδικά για τους τομείς πέραν της εκτατικής κτηνοτροφίας, καθώς αφενός η Κομισιόν είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική, κυρίως λόγω ζητημάτων αθέμιτου ανταγωνισμού και Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, και αφετέρου τα κράτη-μέλη του Βορρά δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται να αξιοποιήσουν το εργαλείο αυτό στον ίδιο βαθμό.

Θα πρέπει να τονιστεί, ότι στη μακρά πορεία των αναθεωρήσεων της ΚΑΠ, είναι η πρώτη φορά που οι ευρωπαϊκές αγροτικές και συνεταιριστικές οργανώσεις του γεωργικού Νότου αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να συντονίσουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη κοινών στόχων.

Προτάσεις για στήριξη εισοδήματος, επενδύσεων, γνώσης και καινοτομίας για τον «ευαίσθητο» Νότο, αλλά και πρωτοβουλίες συνεργασίας πεδίου πρότεινε η εκπρόσωπος της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ

Απευθυνόμενη στους συμμετέχοντες της διάσκεψης για το μέλλον της ΚΑΠ και τον ρόλο των χωρών του Νότου, η υπεύθυνη του Γραφείου Βρυξελλών της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ ανέφερε τα εξής:

«Θα ήθελα να ξεκινήσω από μια γενική παρατήρηση σχετικά με την ΚAΠ, όπως αυτή εφαρμόστηκε από τη μεταρρύθμιση Fischler (2003) και έπειτα, η οποία πιστεύω ότι θα μπορούσε –ή θα έπρεπε– να είναι η αφετηρία των συζητήσεών μας: Είναι γεγονός ότι η ΚΑΠ είναι προσαρμοσμένη σε ένα μοντέλο ελάχιστα διαφοροποιημένης γεωργίας, που ταιριάζει περισσότερο στα βόρεια κράτη-μέλη, με αποτέλεσμα αυτά να καταβάλλουν ελάχιστες ή καθόλου προσπάθειες για να προσαρμόσουν την ΚΑΠ στις ανάγκες τους. Όσον αφορά στις χώρες μας, από το 2003 και μέχρι σήμερα, πρέπει συνεχώς να καταβάλλουμε μεγαλύτερες προσπάθειες για να προσαρμόσουμε την ΚΑΠ στο γεωργικό μας μοντέλο, στις ανάγκες μας, εισάγοντας παρεκκλίσεις και αντισταθμιστικά μέτρα. Μια σημαντική συνέπεια αυτού είναι ότι η ΚΑΠ είναι πιο περίπλοκη για εμάς από ό,τι για τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης και δυσκολότερα αποδεκτή από τους παραγωγούς μας.

Τούτου λεχθέντος, ποιο είναι το δίδαγμα που μπορούμε να αποκομίσουμε και πώς μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να προχωρήσουμε στο μέλλον; Θα ήταν εφικτό να σχεδιαστεί μια ΚΑΠ προσαρμοσμένη στο νότιο γεωργικό μοντέλο; Ίσως να είναι πολύ αργά για αυτό, όμως δεν είναι καθόλου αργά για να συνεργαστούμε συστηματικά, ώστε να αναδείξουμε τα ζητήματα που μας απασχολούν από κοινού και που θα μπορούσα να συνοψίσω ως εξής:

  1. Τη δυσκολία απάντησης των χωρών του Νότου στη σύγχρονη παγκόσμια πρόκληση του «να παράγουμε περισσότερα με λιγότερα». Η οικονομική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα του γεωργικού τομέα αποτελεί κοινή πρόκληση για όλους τους αγρότες της ΕΕ, αλλά στον Νότο πρέπει να καταβάλλουμε ορισμένες πρόσθετες προσπάθειες, εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων του γεωργικού μας μοντέλου και των δομικών μας αδυναμιών (φυσικοί περιορισμοί, απόσταση από τις αγορές, υψηλός κατακερματισμός γης κ.λπ.). Τα τελευταία χρόνια, ο γεωργικός τομέας στη Μεσόγειο πάσχει από σοβαρή έλλειψη νερού, καταγράφοντας ήδη σημαντικές μειώσεις στις αποδόσεις των καλλιεργειών και επιπλέον, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τις ακραίες θερμοκρασίες και την ξηρασία, που αναμένεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα της περιοχής μας.
  2. Τη διακύμανση των τιμών των γεωργικών προϊόντων, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος παραγωγής και τις ανισορροπίες στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων. Και επιμένω ιδιαιτέρως σε αυτό το τελευταίο σημείο, διότι έχω την εντύπωση ότι τείνουμε να αγνοούμε τη διάσταση του κόστους της παραγωγής στην εκτίμηση και ανάλυση της κρίσης των τελευταίων ετών στην ΕΕ, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά την πενταετία 2011-2015, το κόστος παραγωγής αντιπροσώπευε το 66%, ήτοι τα 2/3, της αξίας της γεωργικής παραγωγής, και ως εκ τούτου αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες όχι μόνο για τη γεωργία του Νότου, αλλά και για τον ευρωπαϊκό γεωργικό τομέα στο σύνολό του. Όσον αφορά την αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων και πάλι, λόγω των δομικών μας αδυναμιών και του χαμηλού βαθμού οργάνωσης των παραγωγών μας, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, όπως π.χ. οι καθυστερήσεις στις πληρωμές, οι οποίες στις μεσογειακές χώρες κυμαίνονται μεταξύ 90-120 ημερών μετά την παράδοση του προϊόντος, σε σύγκριση με τις 60 ημέρες στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Τα παραπάνω δεδομένα έχουν ως συνέπεια οι παραγωγοί μας να συνθλίβονται, ουσιαστικά, μεταξύ βιομηχανίας εισροών και λιανεμπορίου.
  3. Την ευρύτερη χρηματοπιστωτική κρίση, που έφερε την πλειοψηφία των χωρών μας σε ένα πολιτικό και οικονομικό σταυροδρόμι, όπου τα σκληρά μέτρα λιτότητας είχαν και εξακολουθούν να έχουν επιζήμιες συνέπειες για τον γεωργικό μας τομέα και τους παραγωγούς μας τόσο από άποψη ρευστότητας και επενδύσεων, όσο και από πλευράς της ικανότητας των κρατών μας να τους παράσχουν πρόσθετη στήριξη, είτε πρόκειται για κρατική ενίσχυση είτε για «προτιμησιακου» τύπου μέτρα που στοχεύουν στην ενίσχυση του γεωργικού τομέα.

Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν οι προαναφερόμενες προκλήσεις, στο πλαίσιο της μελλοντικής ΚΑΠ;

Καταρχάς, χρειαζόμαστε μια ισχυρή και επαρκώς χρηματοδοτούμενη ΚΑΠ, κάτι που από ό,τι διαφαίνεται δεν θα είναι αυτονόητο, και όπου οι άμεσες ενισχύσεις θα συνεχίσουν να εκπληρώνουν τον πρωταρχικό τους ρόλο, δηλαδή τη διασφάλιση του εισοδήματος των παραγωγών μας, αποκλείοντας την αντικατάστασή τους από μη δόκιμες και αμφιβόλου αποτελεσματικότητας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο προσεγγίσεις διαχείρισης κινδύνων αγοράς τύπου Αμερικής.

Χρειαζόμαστε, όμως, και μία φιλόδοξη επενδυτική στήριξη, ειδικά για τις εύθραυστες και μειονεκτικές περιοχές όπως οι δικές μας, εκεί όπου η γεωργική παραγωγή αντιμετωπίζει αυξημένες δυσκολίες και όπου υπάρχουν σημαντικές αδυναμίες στην πρόσβαση στην αγορά.

Απαιτείται, τέλος, έμφαση στη γνώση και την καινοτομία. Πρόκειται για μία μακροπρόθεσμη μεν επένδυση, που δεν ενέχει όμως ρίσκο, καθώς αποτελεί το κλειδί για να βοηθήσουμε τους παραγωγούς μας να εκπληρώσουν αποτελεσματικά τους πολλαπλούς ρόλους που καλούνται να παίξουν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις σημερινές σύνθετες προκλήσεις. Χρειαζόμαστε, επιπλέον, μια σαφή έμφαση και κατάλληλα εργαλεία πολιτικής, που θα ενθαρρύνουν και θα στηρίξουν τους παραγωγούς μας στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και πρακτικών, όπως η ευφυής γεωργία, και που είναι καταλύτες για την επίτευξη προκλήσεων, όπως η αύξηση της παραγωγικότητας με χαμηλό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Οι πρακτικές αυτές δεν είναι κατάλληλες μόνο για τα βόρεια γεωργικά μοντέλα και τους μεγάλους παραγωγούς, όπως πιστεύεται, και η απτή απόδειξη για αυτό είναι το εθνικής εμβέλειας σχέδιο ευφυούς γεωργίας που εφαρμόζει –προς το παρόν πιλοτικά– η GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ στην Ελλάδα.

Τέλος, χρειάζεται η συνεργασία μας να μην περιοριστεί στο πολιτικό, αλλά να επεκταθεί και να ενδυναμωθεί και στο πρακτικό επίπεδο. Οι φορείς μας θα πρέπει να εκμεταλλευτούν από κοινού κάθε χρηματοδοτική ευκαιρία που παρέχει η ΕΕ και να συνεργαστούν στο πλαίσιο πρωτοβουλιών πεδίου για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που μας απασχολούν, όπως π.χ. η πρωτοβουλία PRIMA – Σύμπραξη για την Έρευνα και την Καινοτομία στην Περιοχή της Μεσογείου, η οποία, μέσα στην επόμενη δεκαετία, θα πλαισιώσει και θα στηρίξει χρηματοδοτικά τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της βιώσιμης παραγωγής τροφίμων και της παροχής και διαχείρισης του νερού στην περιοχή της Μεσογείου».