Ο φούρνος της γειτονιάς παραμένει η πρώτη επιλογή του καταναλωτή για αγορά ψωμιού

Ο φούρνος της γειτονιάς παραμένει η πρώτη επιλογή του καταναλωτή για αγορά ψωμιού

Το συνοκιακό φούρνο-αρτοπωλείο συνεχίζει να εμπιστεύεται ο Έλληνας καταναλωτής για την αγορά ψωμιού, ωστόσο τα σούπερ-μάρκετ έχουν μπει δυναμικά και σε αυτή την κατηγορία με όπλο τις χαμηλές τιμές.

Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), η αξία της αγοράς ειδών αρτοποιίας εκτιμάται στα 1,5 δισ. ευρώ ετησίως

Από τις διάφορες κατηγορίες που υπάγονται στη συγκεκριμένη αγορά, η μεγαλύτερη, με διαφορά, είναι η αγορά του φρέσκου ψωμιού ημέρας με πωλήσεις που ανέρχονται σε 950 εκατ. ευρώ ετησίως.

Στην έρευνα του ΙΕΛΚΑ, με δείγμα 750 καταναλωτών από όλη τη χώρα, καταγράφεται ότι το 66% από αυτούς αγοράζουν φρέσκο ψωμί από τον συνοικιακό φούρνο-αρτοπωλείο, ακολουθεί το σουπερμάρκετ με ποσοστό 17% και το κατάστημα αλυσίδας αρτοποιείων με 4%.

Ποσοστό 11% δηλώνει ότι δεν έχει συνηθισμένο σημείο αγοράς. Σημειώνεται ότι υπάρχει και ένα ποσοστό 6% του πληθυσμού που δηλώνει ότι δεν αγοράζει φρέσκο ψωμί.

Η εικόνα αλλάζει σημαντικά όταν ο καταναλωτής αξιολογεί τις τιμές του φρέσκου ψωμιού σε κάθε κανάλι πώλησης. Σε αυτή την περίπτωση, η πλειοψηφία του αγοραστικού κοινού θεωρεί ότι το φρέσκο ψωμί της ημέρας είναι φθηνότερο στις αλυσίδες σουπερμάρκετ σε ποσοστό 42%, το 30% του κοινού θεωρεί ότι είναι φθηνότερο στους συνοικιακούς φούρνους και το 4% στα καταστήματα αλυσίδας αρτοποιών. Για το 24% του κοινού δεν υπάρχει διαφορά στην τιμή ανάμεσα στα διάφορα κανάλια πώλησης.

Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΕΛΚΑ, η ανάπτυξη του bake-off εντός των καταστημάτων σουπερμάρκετ, ύστερα και από τη σαφή βελτίωση της νομοθεσίας, οδηγεί τόσο σε φθηνότερες ποιοτικές επιλογές για τον καταναλωτή, αλλά και σε διείσδυση των αλυσίδων σουπερμάρκετ σε μία σημαντική αγορά. Πρόκειται άλλωστε για μία επένδυση η οποία απευθύνεται πέρα από την προφανή και σημαντική αγορά του ψωμιού, στην αγορά των έτοιμων αρτοσκευασμάτων.

Κρεοπωλεία

Το ΙΕΛΚΑ πραγματοποίησε και έρευνα για τα είδη κρεοπωλείου, η αγορά των οποίων είναι ακόμα μεγαλύτερη και υπολογίζεται σε περίπου 3,3 δισ. ευρώ με σημαντικές διακυμάνσεις και διαφορές στις περισσότερες υποκατηγορίες.

Το 47% του κοινού προτιμάει το κανάλι του κρεοπωλείου, το 39% το κανάλι του σούπερ μάρκετ και το 14% δηλώνει ότι δεν έχει συνηθισμένο σημείο αγοράς. Υπάρχει και ένα ποσοστό του καταναλωτικού κοινού 3% που δηλώνει ότι δεν αγοράζει κρέας.

Παρά το συνολικά μεγαλύτερο ποσοστό του κρεοπωλείου, στις επιμέρους κατηγορίες υπάρχει διακύμανση με το σουπερμάρκετ να έχει μεγαλύτερα ποσοστά στην αγορά του κοτόπουλου, ενώ το κρεοπωλείο μεγαλύτερα ποσοστά στην αγορά του μοσχαριού και του αρνιού.

Η εικόνα είναι και πάλι διαφορετική όταν ο καταναλωτής αξιολογεί τις τιμές σε κάθε κανάλι πώλησης. Σε αυτή την περίπτωση μόλις το 12% των καταναλωτών θεωρεί ότι το κρέας είναι φθηνότερο στο κρεοπωλείο, ενώ ποσοστό 55% θεωρεί ότι είναι φθηνότερο στο σουπερμάρκετ. Για το 27% των ερωτώμενων δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο σημεία πώλησης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, οι συνήθειες των καταναλωτών σε σχέση με τις αγορές τους, αλλά και οι απόψεις τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 74% των καταναλωτών δηλώνουν ότι αγοράζουν κρέας μόνο από συγκεκριμένο κρεοπώλη, ενώ το 29% δηλώνουν ότι αγοράζουν συσκευασμένο κρέας. Φαίνεται λοιπόν ότι η σχέση ανάμεσα στον κρεοπώλη και τον καταναλωτή καταγράφεται ιδιαίτερα δυνατή, ενώ παράλληλα αναγνωρίζονται από το κοινό οι προσπάθειες του οργανωμένου λιανεμπορίου για εναλλακτικές επιλογές, καταδεικνύοντας μία υπάρχουσα βάση για μελλοντική ανάπτυξη, σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ.

(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)