Καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της, κεντάει ασταμάτητα το εβένινο νήμα. Θαρρείς, πως έχει βαλθεί να κεντήσει την ζωή της… το χέρι βιάζεται να τελειώσει, πριν κλείσει τα μάτια της και μείνει μισή η δουλειά. Βλέπεις οι αγρότισσες δεν κάνουν μισές δουλειές…

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν αγρότισσα… Αυτό το δρόμο πήρα, από το σπίτι του πατέρα μου, κι άλλος δεν υπήρχε. Παναγιώτη τον έλεγαν τον μακαρίτη και την μάνα μου Μαρία. Ήτανε βοσκός, όπως κι ο πατέρας του. Είχε όμως κι ένα χωραφάκι με ελιές, προίκα της μητέρας μου. Πολλές φορές, όταν έπινε κάνα ποτηράκι την πείραζε: «Τσάμπα σε πήρα Μαρία, αλλά τουλάχιστον είσαι καρπερή και όμορφη!».

Οι αγρότισσες δεν κάνουν μισές δουλειές...

Ήμασταν έξι νοματαίοι, δυο παιδιά και δύο κόρες, την εποχή που σας εξιστορώ η αδερφή μου μόλις είχε γεννηθεί. Ο μικρός αδερφός μου ήταν δεκατεσσάρων και ο μεγαλύτερος δεκαέξι. Εγώ, μόλις είχα κλείσει τα δώδεκα, αλλά όλοι μου έλεγαν ότι έμοιαζα για μεγαλύτερη, και γελούσαν πονηρά… βλέπετε είχα μπόι! Κάθε μέρα, με το πρώτο λάλημα του πετεινού, η μάνα μου πεταγόταν από το κρεβάτι και ερχόταν να με σηκώσει για να πάμε να φτιάξουμε πρωινό, στον πατέρα αφέντη και στους δυο αδερφούς. Μαζί τρέχαμε με την τσίμπλα στο μάτι, να αρμέξουμε την προβατίνα, «έλα για να μάθεις πως γίνεται», μου έλεγε και σταυροκοπιόταν. Πολύ γρήγορα έμαθα, έπιανα τους μαστούς και δώστου τράβηγμα, μια τον ένα μια τον άλλο. Τα αγαπούσα τα ζώα μας!

Οι αγρότισσες δεν κάνουν μισές δουλειές...

Όσο οι άντρες έτρωγαν το πρωινό τους, εμείς ετοιμάζαμε το βουρκί τους. Γεμίζαμε με ελιές το ελιοπότηρο, και τυλίγαμε στην πετσέτα ένα κομμάτι τυρί και ψωμί, μαζί και το φλασκί με το νερό. Η μητέρα μου τα έδινε με χαμόγελο στον πατέρα μου, «Να φάτε, γιατί μεγάλη θε να ‘ναι η μέρα στα τσαΐρια», του έλεγε. Μόλις οι άντρες έφευγαν, εμείς τρέχαμε να συγυρίσουμε το σπίτι. Τινάζαμε τις κουρελούδες, σκουπίζαμε τα πατώματα, σφουγγαρίζαμε, πλέναμε, τακτοποιούσαμε, «Πρέπει να είναι όλα παστρικά», έλεγε η μάνα, και αντίρρηση γι’ αυτό δεν σήκωνε. Δεν την καταλάβαινα, αλλά δεν ήθελα και να γκρινιάζω. Μετά είχαμε το μαγείρεμα, πιανόμασταν στην κουζίνα, ανάβαμε τη φωτιά. Εκείνη η ώρα, ήταν η αγαπημένη μου, γιατί λάτρευα να την ακούω να σιγοτραγουδάει πάνω από το τσουκάλι… πόσο όμορφη ήταν όταν τραγουδούσε! Το μικρό ξύπνησε, «το φαΐ και τα μάτια σου», μου έλεγε και έτρεχε να θηλάσει το νεογέννητο. Μια φορά με πήρε ο ύπνος την καψερή και το φαΐ μας, έγινε κάρβουνο. Η μητέρα μου έγινε έξαλλή μαζί μου, αλλά με κάλυψε στον πατέρα μου, το φορτώθηκε πάνω της. Έτσι ήξερε να αγαπάει και να χαϊδεύει…Επόμενη δουλειά ήταν να φτιάξουμε τις μυζήθρες. Βάζαμε το γάλα στο καζάνι, γανωμένο από το γύφτο, ανάβαμε και τα ξύλα. Φτιάχναμε ποσότητες για να βγάλουμε τη χρονιά, μιας και το τυρί, το γάλα, η ελιά και το ψωμί, ήταν που έτρεφαν την οικογένεια του βοσκού. Μ’ αυτά βγάζαμε τη χρόνο…

Οι αγρότισσες δεν κάνουν μισές δουλειές...

Μια φορά τη βδομάδα, μόλις τελειώναμε με τα τυριά, σειρά έπαιρναν τα ψωμιά. Παίρναμε δυο ξύλινες σκάφες, νερό, αλεύρι και προσθέταμε και το προζύμι. Με τα δυο μας «αντρίκεια» χέρια αρχίζαμε να ζυμώνουμε. Έπειτα ανάβαμε τον φούρνο με ξύλα, σχινιές και θρουμπιά για να τον πυρώσουμε. Αφού κόβαμε σε μπάλες το ζυμάρι, τα τοποθετούσαμε στο σανίδι για να γίνει η ζύμωση. Και σαν ο φούρνος έπαιρνε την αύρα του, η μάνα μου, του απόπαιρνε λίγο την πυρά με το βρεμένο ρούχο. Μετά βάζαμε μέσα τα ψωμιά. «Πριν γυρίσει ο πατέρας σου, πρέπει να σκουπιστεί η μάντρα, τράβα να ξεκινήσεις κι έρχομαι», μου έλεγε χωρίς να με κοιτάξει. Ήξερε ότι, τη μισούσα αυτή τη δουλειά… Αλλά βλέπετε σαν γυρίσουν το βράδυ τα πρόβατα πρέπει να ξαπλώσουν και να μηρυκάσουν όσα έτρωγαν ολημερίς, μα και να στοιβάξουμε την κοπριά σε καθαρό μέρος, μιας και θα πουληθεί, σαν συμπληρωθεί και μεστώσει το κόπρι, ώστε να είναι ωφέλιμο στα δέντρα αυτουνού που θα το αγοράσει. Και κάπως έτσι, μας έβρισκε το απομεσήμερο. «Το νερό στους κουβάδες έχει τελειώσει», μου φώναζε η μάνα και ευθύς σαμάρωνε το γαϊδούρι με τα δυο βαρέλια. «Έχε το νου σου στο παιδί», έλεγε και κατηφόριζε για την παλιά βρύση, εκεί που ανάβλυζε το καθάριο νερό.

Οι αγρότισσες δεν κάνουν μισές δουλειές...

Όταν έπιανε να σουρουπώνει, ο πατέρας και τ’ αδέρφια με το κοπάδι και τα σκυλιά τους συντροφιά, έφταναν στο μαντρί, που ήταν και η αυλή του σπιτιού. Αμέσως ξεκινούσε και πάλι το άρμεγμα των προβατίνων. Το βράδυ εγώ κι η μητέρα μου, ετοιμάζαμε το τραπέζι για να φάμε όλοι μαζί. Αφού τελειώναμε το σερβίρισμα, ευχαριστούσαμε το θεό για τη βλογημένη μέρα που πέρασε και πέφταμε με τα μούτρα στο φαΐ! «Τα παιδιά πρέπει να κοιμηθούν νωρίς γιατί το λάλημα του πετεινού δε θ’ αργήσει να ακουστεί»… έλεγε ο πατέρας μου, καθώς κάπνιζε το τσιγάρο του κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Εγώ κι η μητέρα μου μαζεύαμε και πλέναμε τα πιάτα. «Άντε και μόλις τελειώσουμε θα σε μάθω να ράβεις», μου έλεγε και με έπιανε ίλιγγος. «Μα θέλω να πάω να κοιμηθώ», της απαντούσα διστακτικά… «Και πότε θα μάθεις; Είσαι κοπέλα της παντρειάς», φώναζε ο πατέρας μου από μέσα αγριεμένος…

Οι αγρότισσες δεν κάνουν μισές δουλειές...

Οι αγρότισσες δεν κάνουν μισές δουλειές...Κι έτσι κι έγινε… Τον επόμενο χρόνο οι γονείς μου με παντρέψαν. Μου έδωσαν έναν άντρα απ’ τον κάμπο με πολλά στρέμματα κριθάρι και στάρι. Εμείς του δώσαμε τα μισά μας ζώα για προίκα. Όλοι μου έλεγαν ότι είναι πολύ καλός άντρας και από καλή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν περήφανος για την συμφωνία που είχε κλείσει και η μητέρα μου έκλαιγε συγκινημένη που θα έχω μια καλύτερη ζωή από αυτήν. Εγώ ήμουνα φοβισμένη διότι δεν γνώριζα τι πάει να πει γάμος. Γρήγορα όμως κατάλαβα! Μέσα σε τέσσερα χρόνια, γέννησα δυο παιδιά και δυο κοριτσάκια. Επίσης, έμαθα να ξεχερσώνω την άγονη γη, να οργώνω, να σπέρνω, να θερίζω, να μαζεύω ελιές, να τρυγώ τα αμπέλια και να φτιάχνω μουσταλευριές, χυλοπίτες και τραχανά. Το καλοκαίρι ο άνδρας μου, κούρευε τα πρόβατα κι εγώ έπλενα, έξανα, και έγνεθα, για να πλέξω μάλλινα ρούχα, κάλτσες, φανέλες και ζακέτες. Κι όλα αυτά τα έκανα αδιαμαρτύρητα αισιοδοξώντας για ένα καλύτερο αύριο. Και τα χρόνια πέρασαν…και έγινα γιαγιά! Απόκτησα πολλά εγγόνια… παιδιά και κορίτσια ανάμεικτα. Εγώ τα μεγάλωσα κι αυτά, γιατί οι μανάδες τους, βοηθούσαν στα χωράφια.

Οι αγρότισσες δεν κάνουν μισές δουλειές...

Ο άντρας μου, μας άφησε γρήγορα από μια αρρώστια στα πνευμόνια του. Καλός ήταν ο μακαρίτης… Τώρα όμως είμαι πολύ γριά πια, ένα πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες κι ένα κορμί που παλεύει να βγάλει τη μία κουραστική μέρα μετά την άλλη. Κάποτε ξενυχτούσα με την μητέρα μου, για να κεντήσω τα προικιά μου, τώρα με το ζόρι τιθασεύω τους αναστεναγμούς που χτυπούν στο στήθος μου. Και όποτε βρέχει, να πάρει η ευχή, ο πόνος γίνεται δυσβάσταχτος. Εικόνες χαράζονται στη μνήμη μου, αναμνήσεις τις οποίες τα πιο βαθιά γηρατειά δε μπορούν να σβήσουν.

Οι αγρότισσες δεν κάνουν μισές δουλειές...

Κι άλλοι κόκκοι έπεσαν από το άνοιγμα τής κλεψύδρας… Η κλωστή με τη βελόνα συνεχίζουν τον ατέρμονο χορό τους… Ίσως να μη βαρεθεί ποτέ η γριούλα να κεντάει, ίσως να σταμάτησε ήδη…

Ένα αφήγημα για τα κορίτσια με τα πρησμένα πόδια… εκείνα, που μέσα από τα ερείπια άνοιξαν δρόμους για έναν καλύτερο κόσμο. Η μνήμη τους μένει άθφαρτη και η δόξα τους ανέγγιχτη μέσα στο χρόνο… 

της Μυρσίνης Γρηγόρη

 

Οι αγρότισσες δεν κάνουν μισές δουλειές...Το έτος 1997, με πρωτοβουλία της παγκόσμιας οργάνωσης «Women’s World Sunmit Foundation» και σκοπό την αναγνώριση και την προβολή του έργου της αγρότισσας, καθιερώθηκε η 15η Οκτωβρίου ως παγκόσμια ημέρα για τη γυναίκα της υπαίθρου. Οι ετήσιες εκδηλώσεις της οργάνωσης αυτής, μεταξύ των άλλων αποβλέπουν και στη βελτίωση της νομικής θέσης της αγρότισσας, διότι όπως είπε και σε ένα λόγο της η Elly Pradervand, συντονίστρια της Διεθνούς Εκστρατείας Ενημέρωσης και Ενίσχυσης της αγρότισσας: «οι αγρότισσες όλου του κόσμου είναι οι πραγματικές ηρωίδες του πλανήτη μας».