Οι (ελάχιστες) κυρίες της αγροτικής πολιτικής σκηνής

Ελάχιστες είναι οι γυναίκες που κατάφεραν να ανέβουν στην ιεραρχία στον πρωτογενή τομέα και να βρεθούν σε θέσεις που θα μπορούσαν να χαράξουν ή και να εφαρμόσουν πολιτικές στην Ελλάδα, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη.

Οι (ελάχιστες) κυρίες της αγροτικής πολιτικής σκηνής

Στην Ελλάδα, ο πρωτογενής τομέας επιφυλάσσει για τις γυναίκες τον συνήθη ρόλο. Σημαντική δουλειά στα μετόπισθεν, αλλά στην πρώτη θέση ο άντρας, ο οποίος αναλαμβάνει την αρχηγία σε όλους τους τομείς. Από το χωράφι και τον στάβλο, τον συνεταιρισμό και τις πωλήσεις, μέχρι και τη χάραξη και την άσκηση πολιτικής για τον αγροτικό χώρο.

Πρώτη και μοναδική υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας ήταν η Κατερίνα Μπατζελή, με μικρή θητεία ως υφυπουργός στο ίδιο υπουργείο η Μιλένα Αποστολάκη και, βέβαια, η Μαρία Δαμανάκη ως επίτροπος Αλιείας. Σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ηγετικό ρόλο στον συγκεκριμένο τομέα αναλαμβάνουν πιο συχνά γυναίκες, όπως η Γκαμπριέλα Ματίτσνα, η Σλοβάκα υπουργός Γεωργίας που είναι γι’ αυτό το εξάμηνο η πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας της ΕΕ ή η Σάρον Ντίξμα, πρώην υπουργός Γεωργίας, της Ολλανδίας μια χώρα για την οποία ο παραγωγικός τομέας είναι εξαιρετικά σημαντικός. Επίσης, η ομοσπονδιακή υπουργός Διατροφής και Γεωργίας της Γερμανίας, Ίλζε Άιγκνερ, το 2012, που υποστήριξε την ελληνογερμανική συνεργασία στον αγροτικό τομέα, και η 46χρονη Ίζαμπελ Γκαρθία Τεχερίνα, που διετέλεσε υπουργός Γεωργίας, Τροφίμων και Περιβάλλοντος της Ισπανίας το 2014. Εξαιρετικά σημαντική φυσικά ήταν και η πεντάχρονη θητεία της Δανέζας Μάριαν Φίσερ Μπόελ στη θέση της επιτρόπου Γεωργίας της ΕΕ.

Πρώτη και μοναδική υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας, η Κατερίνα Μπατζελή πιστεύει, όπως τονίζει στην «ΥΧ», ότι «αν και ο αγροτικός τομέας είναι ανδροκρατούμενος, οφείλει –αν θέλει– να προχωρήσει, να αντιληφθεί και να αγκαλιάσει τη γονιμότητα της γης». Η κα Μπατζελή δεν βρέθηκε στη θέση της υπουργού Γεωργίας το 2009 απλώς ως μια πολιτική επιλογή του ΠΑΣΟΚ, αλλά είχε μακρά πορεία στην ενασχόληση με τα αγροτικά θέματα ως σύμβουλος στην ΠΑΣΕΓΕΣ, τη ΓΕΣΑΣΕ, αλλά και ιδιωτικές εταιρείες. Γεννημένη στο Ηράκλειο Κρήτης, έχει σπουδάσει οικονομικές επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο των Βρυξελλών. Από το 1993 έως το 1996 διετέλεσε γενική γραμματέας Διεθνών Σχέσεων Και Ευρωπαϊκών Θεμάτων του υπουργείου Γεωργίας.

«Γνώριζα τον αγροτικό πληθυσμό 20-22 χρόνια, πριν γίνω υπουργός. Όμως, όταν ανέλαβα, έπρεπε να αρθούν οι μεταξύ μας αμφισβητήσεις. Εγώ ήμουν θεωρητικός του τομέα και δεν έχω διατελέσει ποτέ αγρότισσα. Από την άλλη, οι άνθρωποι της γης αμφισβητούν τη θεωρία και πιστεύουν στη δική τους εμπειρία. Αυτά που τους έλεγα, ήθελαν πρώτα να τα δοκιμάσουν στην καθημερινότητά τους. Τελικά, όμως, εξελίχθηκε σε μια σχέση δημιουργίας, η σχέση μου με τον αγροτικό κόσμο», λέει η πρώην υπουργός. Ωστόσο, η γυναικεία της ιδιότητα πιστεύει ότι, τελικά, τη βοήθησε στη συνεργασία. «Οι αγρότες εκτιμούν τις γυναίκες που συμβάλλουν στη δουλειά τους, όπως εκτιμούν και τη γη», τονίζει. Πάντως, εκτός από τη σχέση με τον αγροτικό κόσμο, η κα Μπατζελή τονίζει ότι έπρεπε να βρει τη θέση της και στο ανδροκρατούμενο υπουργικό συμβούλιο σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο.

Η πιο δύσκολη περίοδος ασφαλώς ήταν οι αγροτικές κινητοποιήσεις. «Έρχονταν να διεκδικήσουν αυτά που σε άλλες εποχές είχαν συνηθίσει να παίρνουν», λέει η πρώην υπουργός. Και, βέβαια, πάντα υπάρχει και ο τσαμπουκάς. «Ήθελαν να αποδείξουν ότι έχουν το πάνω χέρι, ότι είναι αυτοί που θα κάνουν πρώτοι την επόμενη κίνηση», θυμάται. Ακόμα, η ίδια προσθέτει πως «δεν ήταν εύκολη η κατάσταση ούτε για εκείνους ούτε για μένα. Αλλά την ίδια εποχή έγινε δουλειά που τη συνειδητοποιήσαμε μόνο μετά από καιρό. Βάλαμε σταθερά θεμέλια όχι μόνο στις προσωπικές μας σχέσεις, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο μπορούν να γίνουν μεγάλες αλλαγές». Σήμερα, η κα Μπατζελή συνεχίζει να συνεργάζεται με τους αγρότες ως σύμβουλος. Άλλωστε, αυτή είναι η βασική της εργασία, στην οποία επέστρεψε χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει ξεχάσει την πολιτική…

 

Ο γρίφος Μιλένα Αποστολάκη

Οι (ελάχιστες) κυρίες της αγροτικής πολιτικής σκηνής Η επιλογή της δικηγόρου βουλευτού του ΠΑΣΟΚ, Μιλένας Αποστολάκη, τον Σεπτέμβριο του 2010 για τη θέση της υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και, μάλιστα, με αρμοδιότητες στην κτηνοτροφία, παραμένει ένας γρίφος για δυνατούς εσωκομματικούς λύτες. Πάντως, η κα Αποστολάκη προσπάθησε να ενταχθεί στο κλίμα χωρίς ιδιαίτερη, όμως, επιτυχία. Έδειξε ενδιαφέρον για τη βιολογική κτηνοτροφία που όμως, όπως φαίνεται, δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα τους Έλληνες κτηνοτρόφους. Έτσι, ακολουθώντας την πεπατημένη πολιτική πολλών προκατόχων της, περιορίστηκε στο να μιλάει για την αναγκαιότητα «να ενισχυθεί η ελληνική γεωργία και η παραγωγή με πολιτικές». Έμεινε σε αυτήν τη θέση έως τον Ιούνιο του 2011.

 

Η εξαγώμενη Μαρία Δαμανάκη

Οι (ελάχιστες) κυρίες της αγροτικής πολιτικής σκηνής Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Μαρία Δαμανάκη θήτευσε ως επίτροπος Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το χρονικό διάστημα 2010-2014. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκείνη την εποχή είχε 27 επιτρόπους, εκ των οποίων οι εννέα γυναίκες. Παρά το γεγονός ότι είχε ασχοληθεί περισσότερο με τα θέματα Παιδείας στην πολιτική της καριέρα, κατά τη διάρκεια της θητείας της προσπάθησε να βρει περιβαλλοντικές ισορροπίες σε ένα δύσκολο «περιβάλλον». Τώρα εργάζεται ως επικεφαλής του Παγκόσμιου Προγράμματος για τους Ωκεανούς του Ιδρύματος The Nature Conservancy ενώ η θητεία της στην ΕΕ της εξασφάλισε και μια θέση στοδιοικητικό συμβούλιο το Ιδρύματος «Πρίγκιπας Αλβέρτος ο 2ος του Μονακό» με αντικείμενο την προστασία του περιβάλλοντος.

 

Από την Δανή Μάριαν Φίσερ Μπόελ στην Σλοβάκα Γκαμπριέλα Ματίτσνα

Η Μάριαν Φίσερ Μπόελ, επίτροπος Γεωργίας για πέντε χρόνια έως το 2009, είχε θητεύσει πριν ως υπουργός Γεωργίας της Δανίας. Όταν δήλωσε ότι δεν θα επιθυμούσε να συνεχίσει στις Βρυξέλλες, είχε ευχηθεί να επιλέξει η Δανία έναν επίτροπο «που να φορά φουστάνια» –αν και τα φουστάνια δεν αποτελούσαν συχνά ενδυματολογική της επιλογή–, όμως η ευχή της δεν έπιασε. Τη διαδέχθηκε ο Ντάτσιαν Τσίολος από τη Ρουμανία και έτσι η Δανία έχασε ένα σημαντικό και ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη χώρα χαρτοφυλάκιο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.Οι (ελάχιστες) κυρίες της αγροτικής πολιτικής σκηνής Η ίδια είχε δηλώσει τότε ότι ήθελε να επιστρέψει στην οικογενειακή εστία, δηλαδή στη φάρμα που διαθέτει με τον σύζυγό της στη Δανία. Το γεγονός, πάντως, ότι η επίτροπος Γεωργίας ήταν συνάμα και επωφελούμενη κοινοτικών επιδοτήσεων –εμφανιζόταν ως διαχειριστής ο σύζυγός της–, είχε προκαλέσει αναταράξεις στην Κομισιόν. H Δανέζα επίτροπος πίστευε ότι στην ευρωπαϊκή γεωργία χωρούν όλοι, από τα μικρά αγροκτήματα, που ανήκουν σε ανθρώπους που έχουν και άλλη απασχόληση, έως τους αγρότες που βιοπορίζονται μόνο από τη γεωργία. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει πολυλειτουργικά εργαλεία, όσον αφορά την κατανομή των άμεσων και έμμεσων ενισχύσεων. Υποστήριξε, επίσης, την τοποθέτηση περισσότερων κονδυλίων στον πυλώνα της αγροτικής ανάπτυξης, ενώ γενικά είχε ταχθεί κατά της στήριξης των τιμών με διάφορα παρεμβατικά μέσα. Σε ένα ταξίδι της στην Ελλάδα, στη διάρκεια της θητείας της, είχε βρεθεί προσκεκλημένη στη Σαντορίνη. Στο επίσημο τραπέζι που «έτυχε» να κάθεται ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, οι οποίοι όμως δεν μιλούσαν αγγλικά, δεν δίστασε να στήσει συζήτηση με τους παρευρισκόμενους δημοσιογράφους. Τότε, απαντώντας σε ερώτημα για τα λάθη που κάνει η Ελλάδα στον αγροτικό τομέα, είχε δηλώσει σιβυλλικά: «Έχετε πάρα πολλά και κάνετε πολύ λίγα».

Οι (ελάχιστες) κυρίες της αγροτικής πολιτικής σκηνής Επιστρέφοντας στο σήμερα, η Γκαμπριέλα Ματίτσνα, η Σλοβάκα υπουργός που προεδρεύει του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας αυτό το εξάμηνο, έκανε την έκπληξη στην άτυπη Σύνοδο Υπουργών Γεωργίας στην Μπρατισλάβα στα μέσα Σεπτεμβρίου, μιλώντας για συνθήκες δικαιοσύνης για τους παραγωγούς στην εμπορική πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Είναι αναγκαίο να επιτρέψουμε στους αγρότες και τους παραγωγούς να διεκδικήσουν δίκαιες συμφωνίες», είπε η Γκαμπριέλα Ματίτσνα, τονίζοντας ότι «αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές θα έχουν πρόσβαση σε ποιοτικά τρόφιμα και σε λογικές τιμές, αλλά και να διασφαλιστεί επίσης η διατροφική αυτάρκεια της Ένωσης και η ανταγωνιστικότητα των παραγωγών μας».