Οι νέοι και το μέλλον της παραγωγής

Σε λίγες ημέρες ολοκληρώνεται η διαδικασία κατάθεσης αιτήσεων για την εγκατάσταση νέων αγροτών.

Περίπου 12.000 παραγωγοί θα προστεθούν στο δυναμικό των 37.000 νέων αγροτών που διαθέτει σήμερα η Ελλάδα. Ένας αριθμός που κυμαίνεται πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης και χωρών όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Δανία και η Ολλανδία, αλλά που υστερεί σημαντικά σε σύγκριση με χώρες που πιστεύουν στο ρόλο του αγρότη στον πρωτογενή τομέα, όπως η Γαλλία, η Πολωνία και η Αυστρία.

Οι νέοι ταυτίζονται με τη διάδοση της καινοτομίας, τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού τομέα. Γι’ αυτό, εξάλλου, βρίσκονται και στο επίκεντρο των αγροτικών πολιτικών. Η συμβολή τους στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του τόπου θα κριθεί εν πολλοίς από δύο παραμέτρους.

Κατ’ αρχήν, από το πώς θα αντιμετωπίσουν οι ίδιοι προκλήσεις, όπως τις ρευστές και απρόβλεπτες αγορές, την παραγωγή νέων προϊόντων, την κλιματική αλλαγή, την ανάγκη να συνεργαστούν με άλλους παραγωγούς σε βιώσιμα σχήματα ή, τέλος, πώς θα παράξουν περισσότερα με λιγότερους πόρους και εισροές. Γιατί οι αριθμοί είναι απλοί: Όταν οι ίδιοι παραδώσουν τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά αγροτών, δηλαδή μετά από 35 χρόνια, θα πρέπει να παράγουν περίπου 70% περισσότερα τρόφιμα στη γη που διαθέτουμε σήμερα για να καλύψουμε τις διατροφικές ανάγκες της χώρας.

Υπάρχει και μία δεύτερη παράμετρος που θα κρίνει την επιτυχία, η οποία αφορά το τι θα κάνει το κράτος, για να υποστηρίξει τη βιώσιμη και μετέπειτα πορεία των νέων. Δηλαδή, τι θα κάνει, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβασή τους σε γη, χρηματοδότηση, δικαιώματα καλλιέργειας και παραγωγής και, βέβαια, σε δομές εκπαίδευσης και μάθησης. Διότι, συνήθως, η υστέρηση των παραπάνω οδηγεί στην αποτυχία πολλών φιλόδοξων προγραμμάτων, που αφορούν τη διαδοχή.