Οι θέσεις της ΕΕ προκαλούν τους παραγωγούς ενεργειακών φυτών

Συνεχίζεται η αντιπαράθεση

Οι θέσεις της ΕΕ προκαλούν τους παραγωγούς ενεργειακών φυτών

Τα βιοκαύσιμα πρώτης γενιάς θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται στα μείγματα καυσίμων, αλλά οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να εξετάσουν και την προοπτική της αξιοποίησης της βιομάζας. Τέτοιες δηλώσεις όπως αυτή του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Γίρκι Κατάινεν, σε ειδική εκδήλωση στις 12 Μαΐου στις Βρυξέλλες, είναι που έχουν δημιουργήσει τις μεγάλες αντιπαραθέσεις στον κλάδο.

Ο Γίρκι Κατάινεν, αφού αναφέρθηκε στη σημασία για την επέκταση των αροτραίων καλλιεργειών που έχουν τα βιοκαύσιμα πρώτης γενιάς, δηλαδή αυτά που παράγονται από ζάχαρη ή λάδια, τόνισε την επιλογή να μεταφερθούμε στα προϊόντα δεύτερης γενιάς. Δηλαδή, στα λεγόμενα προηγμένα βιοκαύσιμα, που παράγονται από απόβλητα της κτηνοτροφίας ή υπολείμματα της φυτικής παραγωγής και, κυρίως, η βιομάζα.

Ως γνωστόν, η άποψη αυτή στηρίζεται στη δήλωση-πρόταση της ΕΕ τον περασμένο Μάρτιο ότι η χρήση των βιοκαυσίμων πρώτης γενιάς πρέπει να μειωθεί σταδιακά από το 7% στο 3,8% μεταξύ 2021 και 2030. Με βάση την ίδια πρόταση, τα καύσιμα δεύτερης γενιάς θα πρέπει να αυξηθούν από το 1,5% στο 6,8% την ίδια περίοδο.

Μία τέτοια προοπτική θα επιφέρει ανακατατάξεις στην πρωτογενή παραγωγή κάθε χώρας. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, οι καλλιέργειες ηλίανθου και ελαιοκράμβης ανέρχονται περίπου σε 800.000 στρέμματα.

Απειλή

Αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο οι εκπρόσωποι των παραγωγών αντιπαρατίθενται με τις προτάσεις της ΕΕ. Οι καλλιέργειες ενεργειακών φυτών πήραν τη θέση πλεονασματικών προϊόντων και αποτέλεσαν διέξοδο και συμπληρωματική καλλιέργεια για πολλούς. Η διέξοδος αυτή, όμως, σήμερα απειλείται.

Το δεύτερο θέμα για το οποίο αντιπαρατίθενται οι δύο πλευρές έχει να κάνει με το περιβάλλον και τη διατροφική επάρκεια. Τα ενεργειακά φυτά και τα βιοκαύσιμα αρχικά επιδοτήθηκαν ως φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές, που θα οδηγούσαν στην υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων. Στην πορεία, με την κινητοποίηση και πολλών μη κυβερνητικών οργανώσεων θεωρήθηκε ότι αφενός στερούν την τροφή σε φτωχές χώρες που παράγουν βιοκαύσιμα αντί για τρόφιμα. Αφετέρου, διότι δεν είναι ιδιαίτερα φιλοπεριβαλλοντικά, καθώς για την παραγωγή τους έχουν εκχερσωθεί πολλά εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων, με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις.

Ο αντίλογος των αγροτών είναι ότι το φαινόμενο της πείνας στο εσωτερικό μιας χώρας σχετίζεται, ως επί το πλείστον, με πολιτικές επιλογές. Επιπλέον, οι τεράστιες εκχερσώσεις δασών έγιναν στην Ινδονησία για την παραγωγή φοινικέλαιου και στη Νότια Αμερική για την παραγωγή σόγιας και όχι σε κάποια χώρα της ΕΕ.

Σε κάθε περίπτωση, η υλοποίηση των προθέσεων της ΕΕ μπορεί να απειλήσει τις ισορροπίες των αροτραίων, που έχουν παγιωθεί τα τελευταία χρόνια.