Η οικονομική και αναπτυξιακή διάσταση της παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού

giorgos_vlontzosγράφει ο Γιώργος Βλόντζος, επίκουρος καθηγητής, διευθυντής Εργαστηρίου Αγροτικής Οικονομίας & Καταναλωτικής Συμπεριφοράς Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

 

Έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι, οπουδήποτε στη γη επιχειρήθηκε η εφαρμογή μιας αναπτυξιακής στρατηγικής, στηριγμένης στον πρωτογενή τομέα, πέρα από την ύπαρξη των απαιτούμενων φυσικών πόρων, όπως έδαφος και νερό, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η ύπαρξη πολλαπλασιαστικού υλικού.

Η σύγχρονη γεωργία στηρίζεται σε καθοριστικό βαθμό στην ύπαρξη όχι μόνο επαρκούς σε ποσότητα πολλαπλασιαστικού υλικού, αλλά και κατάλληλου για τις εδαφοκλιματικές συνθήκες που πρόκειται να καλλιεργηθεί. Τα τελευταία χρόνια έχει επίσης αναδειχθεί η ισχυρή συσχέτιση της διαμόρφωσης των καταναλωτικών συνηθειών στον χώρο των τροφίμων, με τα καλλιεργούμενα είδη. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις, η διάθεσή του αποτελεί τρόπο ελέγχου μιας παραγωγικής διαδικασίας, αγγίζοντας με αυτό τον τρόπο ζητήματα που ξεφεύγουν από αυτή καθαυτή την παραγωγή τροφίμων, εγείροντας θέματα εθνικής ασφάλειας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι σχετικά εύκολο να διακριθούν, μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, δύο περίοδοι. Η πρώτη ουσιαστικά τελειώνει με την ένταξη της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), νυν Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η δεύτερη φτάνει μέχρι σήμερα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης, η χώρα ακολούθησε τις πρακτικές άλλων χωρών την ίδια περίοδο, συστήνοντας ερευνητικές ομάδες σε κρατικούς φορείς, προκειμένου να δημιουργηθεί και να παραχθεί σε ικανές ποσότητες πολλαπλασιαστικό υλικό, κύρια στις αροτραίες καλλιέργειες που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη και στόχευαν στην κάλυψη βασικών διατροφικών αναγκών του πληθυσμού. Το μοντέλο αυτό λειτούργησε και κατά τα πρώτα χρόνια ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την καλλιέργεια του βαμβακιού, όπου οι δομές αυτές κατόρθωσαν γρήγορα να είναι σε θέση να διαθέσουν στην αγορά ελληνικές ποικιλίες βαμβακιού.

Στον χώρο του αγενούς πολλαπλασιαστικού υλικού, δέντρα και αμπέλι κυρίως, η χώρα έχει να επιδείξει σημαντικό έργο, τόσο από πλευράς ποιοτικών χαρακτηριστικών των καλλιεργούμενων ειδών, όσο και παραγόμενων ποσοτήτων, ικανών να καλύψουν την εκάστοτε ζήτηση.

Τα ερωτήματα, όμως, που τίθενται σήμερα, είναι τα εξής:

  1. Είναι απαραίτητο σήμερα η χώρα να έχει στρατηγική παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού;
  2. Έχει τη νομική και επιχειρησιακή ικανότητα να το κάνει;
  3. Πώς συνδέεται η στρατηγική αυτή με την αγροτική ανάπτυξη στους σημερινούς όρους λειτουργίας της αγοράς;

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι, σήμερα, είναι απολύτως απαραίτητο η χώρα να συστήσει και να εφαρμόσει στρατηγική παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού, στηριζόμενη στην εξαιρετικά πλούσια βιοποικιλότητα που ακόμη διατηρείται. Θα πρέπει, όμως, να γίνει σαφές ότι είναι εξίσου αναγκαίο να υπάρξουν παρεμβάσεις σε επίπεδο γενετικής βελτίωσης, οι οποίες θα είναι συνεχείς, για να ενσωματωθούν σε αυτά τα είδη χαρακτηριστικά αντοχών και παραγωγικότητας, που θα τα καταστήσουν ανταγωνιστικά σε συνθήκες αγοράς.

Το μοντέλο των προηγούμενων δεκαετιών, όπου η κρατική παρέμβαση ήταν κυρίαρχη, σήμερα δεν είναι δόκιμο να εφαρμοστεί. Ίσως ο κυριότερος παράγοντας που το καθιστά μη βιώσιμο είναι η ουσιαστική έλλειψη κινήτρων στο στελεχιακό δυναμικό, με αποτέλεσμα είτε τη μειωμένη παραγωγικότητα, είτε τη συνεργασία των στελεχών αυτών με τον ιδιωτικό τομέα. Είναι προφανές ότι η στενή συνεργασία των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον χώρο της παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού, μπορεί να κινητροδοτήσει τους εμπλεκόμενους φορείς για την παραγωγή των αναγκαίων ποσοτήτων, κάτι που γίνεται ακόμη και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις, όπως σιτηρά, βαμβάκι κ.ά, με γενετικό υλικό όμως που εισάγεται από το εξωτερικό.

Οι πρόσφατες σημαντικές αλλαγές στον χώρο της αγροτικής πολιτικής της ΕΕ, σε συνδυασμό με τη στρατηγική επιλογή της να προστατεύσει τα παραδοσιακά προϊόντα της με ένα μοναδικό νομικό πλαίσιο για τα παγκόσμια νομικά δεδομένα, δίνουν μια νέα διάσταση στην ύπαρξη και ένταξη γηγενούς πολλαπλασιαστικού υλικού. Η παραγωγή προϊόντων που είχαν ουσιαστικά εγκαταλειφθεί τα προηγούμενα χρόνια, εξαιτίας του οριζόντιου χαρακτήρα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), αποκτούν σήμερα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των ζωοτροφών.

Παρόλο που οι ποικιλίες στη χώρα είναι άριστα προσαρμοσμένες στις εδαφοκλιματικές συνθήκες, δεν μπορούν αυτές να κερδίσουν μερίδια αγοράς, είτε γιατί χρήζουν κάποιων γενετικού χαρακτήρα βελτιώσεων, είτε γιατί δεν υπάρχει η αναγκαία υποδομή για την παραγωγή επαρκών ποσοτήτων που θα καλύψουν τη ζήτηση των παραγωγών. Δεν υπάρχει, επίσης, ουσιαστική συνεργασία με τις εταιρείες του χώρου, προκειμένου μέσω αυτών να δοθεί νέα δυναμική σε αυτή τη διαδικασία. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι οποιαδήποτε προσπάθεια γίνει προς αυτή την κατεύθυνση, θα έχει ως αποτέλεσμα την αναδιανομή των μεριδίων αγοράς μιας σειράς προϊόντων με σημαντικότατη προστιθέμενη αξία. Η επικράτηση συγκρουσιακών λογικών έχει αποδειχθεί ότι δεν μπορεί να φέρει τα αναμενόμενα οφέλη, τόσο σε επίπεδο γεωργικών εκμεταλλεύσεων, όσο και σε επίπεδο εθνικής οικονομίας. Είναι καιρός η αναγνώριση των εσφαλμένων πρακτικών του παρελθόντος, που ουσιαστικά έβγαλαν εκτός αγοράς το ελληνικό πολλαπλασιαστικό υλικό για σημαντικές παραγωγικές διαδικασίες της χώρας, να αποτελέσει την απαρχή ενός νέου ξεκινήματος, στηριγμένο όμως στους σύγχρονους τρόπους λειτουργίας της αγοράς.