Μπορεί τα τελευταία χρόνια να ακούμε και να διαβάζουμε συνεχώς για τον μεγάλο αριθμό των νέων που μεταναστεύουν για μια καλύτερη επαγγελματική ζωή λόγω της συνεχιζόμενης ελληνικής οικονομικής κρίσης, όμως ευτυχώς υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος.

Πρόκειται για τους νέους που παραμένουν ή επιστρέφουν στη χώρα μας, επιχειρούν και δεν το βάζουν κάτω παρά το αφιλόξενο οικονομικό περιβάλλον. Μια τέτοια περίπτωση είναι η 28χρονη Αθηνά Σίντου, που ζούσε και δούλευε στο Λονδίνο στον χώρο της μόδας, και ο 30χρονος Γιώργος Τσολάκης, μέχρι πρότινος πωλητής σε μεγάλη πολυεθνική. Οι δύο νέοι επιχειρούν τους τελευταίους μήνες να μπουν στην αγορά ωμοφαγικών (raw) σνακ με αρκετές ελληνικές πρώτες ύλες (ταχίνι, μέλι, σταφίδες, βερίκοκα κ.ά.) που για τη χώρα μας αποτελεί, εκ των πραγμάτων, μια νέα αγορά. Η διαδικασία της δημιουργίας της επιχείρησης ξεκίνησε πριν από ενάμιση χρόνο, «αλλά ουσιαστικά βγήκαμε στο εμπόριο πριν από τρεισήμισι μήνες», μας ενημερώνει ο Γιώργος Τσολάκης και προσθέτει: «Θέλαμε, από τη μία, να καταλήξουμε στις συνταγές, να εξελίξουμε το προϊόν, να βρούμε τους κατάλληλους προμηθευτές και μια σειρά άλλων λεπτομερειών. Αυτό, βέβαια, που μας καθυστέρησε περισσότερο ήταν η χορήγηση αδειών, αφού δεν υπήρχε κατηγορία ‘‘ωμοφαγικού εργαστηρίου’’».

img_6305

Εξηγώντας μας πώς το… τέρας της γραφειοκρατίας καθιστά δύσκολη την υλοποίηση κάθε καινοτόμου ιδέας, μας αναφέρει: «Στην αρχή, στις υπηρεσίες πίστευαν ότι θα χρειαζόταν άδεια υγειονομικού, κάτι που όμως δεν… έστεκε, καθώς στο εργαστήριό μας δεν υπάρχει καμία πρώτη ύλη ζωικής προέλευσης. Πέρασαν πέντε μήνες μέχρι να καταλάβουν τι ακριβώς θέλουμε να κάνουμε και να ενταχθούμε στο αντίστοιχο υπουργείο που είναι το Αγροτικής Ανάπτυξης, ώστε να λάβουμε όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Από το κράτος δεν είχαμε καμία βοήθεια και η αυξημένη φορολόγηση αποτελεί αντικίνητρο για τη δημιουργία μίας εταιρείας». Παράλληλα, ο νεαρός επιχειρηματίας αναφέρθηκε και σε όλες τις χρονοβόρες διαδικασίες που αφορούν τις πιστοποιήσεις, αλλά και το κόστος που προκύπτει (σ.σ. μόνο η πιστοποίηση βιολογικών προϊόντων κόστισε περίπου 600 ευρώ).

Συνεργασία με Έλληνες παραγωγούς

Πώς, όμως, έγινε η επιλογή των Ελλήνων παραγωγών, που σήμερα αποτελούν τους προμηθευτές της επιχείρησης; Όπως μας εξηγεί η Αθηνά Σίντου, «ήρθαμε σε επαφή με πολλούς παραγωγούς και δοκιμάσαμε αρκετά προϊόντα μέχρι να καταλήξουμε στα ιδανικά για τις συνταγές μας. Μετά από μεγάλη έρευνα, καταλήξαμε να συνεργαζόμαστε μόνιμα με κάποιους που είναι πιο ανεξάρτητοι και έχουν βιολογική πιστοποίηση. Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι δεν υπάρχουν πολλοί παραγωγοί με μεγάλη γκάμα βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα. Μπορεί, δηλαδή, κάποια περίοδο μέσα στον χρόνο ένας προμηθευτής να μην μπορεί να σε καλύψει. Πρέπει, επίσης, να έχεις αξιόπιστους προμηθευτές και σχέση εμπιστοσύνης με τον συνεργαζόμενο παραγωγό, γιατί πολλές φορές άλλα παραγγέλνεις και άλλα σου έρχονται. Δεν υπάρχει έλεγχος στην Ελλάδα». Σε ερώτησή μας σχετικά με το κόστος της πρώτης ύλης, οι δύο νέοι μας επισήμαναν ότι «οι πρώτες ύλες είναι πιο ακριβές από τις συμβατικές, αλλά είναι λογικό, καθώς η παραγωγή βιολογικών προϊόντων είναι μικρότερη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ποιότητα, βέβαια, των ελληνικών βιολογικών πρώτων υλών είναι αδιαπραγμάτευτη και ασύγκριτη. Προς το παρόν, δεν έχουμε κάνει συμβάσεις με τους παραγωγούς, αλλά στο μέλλον θα θέλαμε».

img_6361

Τα σχέδια για το μέλλον

Στα άμεσα σχέδια της Αθηνάς και του Γιώργου, εκτός από την αγορά νέου εξοπλισμού, που θα αυξήσει τον όγκο της παραγωγής, είναι η εταιρεία με την επωνυμία Rawyal (η ονομασία έχει προκύψει από τον αγγλικό όρο «raw», που σημαίνει ωμό, και το «royal», που μεταφράζεται σε πολυτέλεια ή είδος ανώτερης ποιότητας) να ξεκινήσει και τις εξαγωγές. Σήμερα τα προϊόντα της βρίσκονται σε 65 καταστήματα κυρίως βιολογικών προϊόντων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λευκάδα, Άνδρος). «Σκεφτόμαστε, επίσης, να μπορέσουμε να μετατρέψουμε το εργαστήριό μας και σε χώρο λιανικής πώλησης για τους πελάτες μας, ώστε να μπορούν να προμηθεύονται τα προϊόντα μας κατευθείαν από εμάς.

Έχουμε πολλές ιδέες για νέα προϊόντα, αλλά ακόμα είναι νωρίς για την υλοποίησή τους», τονίζουν. Οι ίδιοι καταλήγουν, λέγοντας πως «η δημιουργία μιας ιδέας σε επιχείρηση περνάει από πολλά στάδια και επηρεάζεται από πολλούς αρνητικούς παράγοντες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πρέπει να πιστεύεις και να αγαπάς αυτό που κάνεις, να έχεις πείσμα, δύναμη και υπομονή, γιατί αλλιώς τα παρατάς πολύ εύκολα».

img_6364

Τι είναι η ωμοφαγία

Για την ωμοφαγία ως διατροφική τάση μας μίλησε η Αθηνά (που είχε και την ιδέα για την δημιουργία της εταιρείας), σημειώνοντας ότι πρόκειται για «την κατανάλωση ακατέργαστων τροφών, που δεν έχουν υποστεί κάποια επεξεργασία. Οι πρώτες ύλες μπορεί να είναι ξηροί καρποί, αποξηραμένα ή φρέσκα φρούτα, όπως ελληνικά βερίκοκα, λαχανικά, ξανθή κορινθιακή σταφίδα, σπάνιο κρητικό μέλι αγριοβοτάνων – δάσους – θυμαρίσιο ακατέργαστο, ελληνικό ταχίνι ολικής αλέσεως αλεσμένο σε πετρόμυλο (σ.σ. όλα αυτά τα προϊόντα η επιχείρηση τα προμηθεύεται από Έλληνες παραγωγούς), αλλά και κανέλα Κεϋλάνης, γαρύφαλλο, χουρμάδες και όλα τα παράγωγα της καρύδας (κυρίως ψίχα). Το σημαντικό είναι πως όλα τα προϊόντα μας είναι πιστοποιημένα ως βιολογικά. Η Ελλάδα προσφέρει μεγάλη ποικιλία σε βότανα και πρώτες ύλες άριστης ποιότητας. Αυτά τα υλικά αναμειγνύονται, δεν επεξεργάζονται και καταναλώνονται ως έχουν. Έτσι, μένουν όλα τα θρεπτικά συστατικά και τα ιχνοστοιχεία αναλλοίωτα, αφού δεν υφίστανται ούτε θερμική ούτε χημική επεξεργασία. Έπειτα, γίνεται η σχηματοποίηση, όπου το μείγμα μπαίνει σε ειδικές φόρμες και, στη συνέχεια, βγαίνουν τα τετραγωνάκια μας, συσκευάζονται και έχουμε το έτοιμο προϊόν. Τα προϊόντα μας, προς το παρόν, αποτελούνται από δύο μπάρες πρωτεΐνης και δύο ενέργειας».