Ορατό το ενδεχόμενο διπλασιασμού της αγροτικής παραγωγής της Ουκρανίας

Αύξηση 11,4% το πρώτο εξάμηνο του 2018

Ραγδαία είναι η ανάπτυξη που γνωρίζει τον τελευταίο καιρό ο αγροτικός τομέας της Ουκρανίας. Εφόσον συνεχιστούν οι τρέχοντες ρυθμοί ανάπτυξης, η ουκρανική παραγωγή αγροδιατροφικών προϊόντων είναι πολύ πιθανό να διπλασιαστεί ακόμη και μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, με τον κλάδο να διαθέτει τη δυναμική, ώστε να αναχθεί σε πυλώνα για την οικονομία της χώρας.

Σύμφωνα με νέα στοιχεία του υπουργείου Γεωργίας της Ουκρανίας, το πρώτο εξάμηνο του 2018 η αγροτική παραγωγή της χώρας αυξήθηκε κατά 11,4%. Επίσης, η μέση μηνιαία αμοιβή για τους αγρότες ανήλθε σε 210 ευρώ από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 2018, αριθμός ο οποίος είναι κατά 24,5% υψηλότερος από την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Επί του παρόντος, η αγροτική παραγωγή αντιπροσωπεύει το 12% του ΑΕΠ της Ουκρανίας, το οποίο ανέρχεται συνολικά σε περίπου 80 δισ. ευρώ, με την κυβέρνηση να έχει βάσιμες ενδείξεις ότι το μερίδιο αυτό θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, όσον αφορά τις –χαμηλές– αποδόσεις ανά εκτάριο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρωθυπουργός της χώρας, Βολοντίμιρ Γκρόισμαν, ανακοίνωσε ότι το κράτος θα συνεχίσει να υποστηρίζει τους παραγωγούς, τονίζοντας ότι ο αγροτικός τομέας είναι «νευραλγικής σημασίας» για τη χώρα. Αυτό θα επιτευχθεί δίνοντας έμφαση πρώτον στην υιοθέτηση της σύγχρονης τεχνολογίας, δεύτερον στο άνοιγμα της αγοράς γης και τρίτον στην παροχή χρηματοπιστωτικής ρευστότητας.

Οι ουκρανικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια, εν μέρει λόγω των πρόσθετων ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών, που απορρέουν από την εφαρμογή της εκτενούς και ολοκληρωμένης συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών (DCFTA) με την ΕΕ, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2016.

Σήμερα, ο αγροτικός τομέας αντιπροσωπεύει πάνω από το 30% των συνολικών εξαγωγών της χώρας της Ανατολικής Ευρώπης, με τα μεγαλύτερα μερίδια να καταλαμβάνουν σπόροι όπως ο αραβόσιτος (17,8 εκατ. τόνοι, 2,45 δισ. ευρώ), το σιτάρι (17,2 εκατ. τόνοι, 2,42 δισ. ευρώ) και το κριθάρι (4,3 εκατ. τόνοι, 547.000 ευρώ).