Παγώνει μέχρι νεωτέρας το σχέδιο για μείωση 10% στην κατανομή του εγχώριου βιοντίζελ

Στο συρτάρι φαίνεται ότι μπαίνουν, για την ώρα τουλάχιστον, τα σχέδια για μείωση κατά 10% του ποσοστού κατανομής για το εγχώριο βιοντίζελ, εξέλιξη που θα μπορούσε να ανακόψει τη δυναμική που έχουν αποκτήσει τα τελευταία χρόνια οι ενεργειακές καλλιέργειες στη χώρα μας.

Οι διαμαρτυρίες του Συνδέσμου Βιοκαυσίμων και Βιομάζας Ελλάδος (ΣΒΙΒΕ), καθώς και αρκετών οργανώσεων αγροτών, κινητοποίησαν το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, η γραμμή του οποίου για μετάθεση στο -όσο το δυνατόν πιο μακρινό- μέλλον των αλλαγών στο καθεστώς που διέπει τα βιοκαύσιμα, μοιάζει να υπερισχύει αυτή τη στιγμή εκείνης του υπουργείου Ενέργειας. Το τελευταίο είχε δώσει, το περασμένο φθινόπωρο, σε δημόσια διαβούλευση ένα σχέδιο «εξορθολογισμού και απλοποίησης του υφιστάμενου πλαισίου κατανομής βιοντίζελ (…) στο πλαίσιο της εθνικής πολιτικής και της πολιτικής της ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.

Το σχέδιο αυτό προέβλεπε, μεταξύ άλλων, µείωση στο 75% (από 85% σήμερα) του ποσοστού συµµετοχής του εγχώριου βιοντίζελ, αυξάνοντας παράλληλα στο 25% (από 15%) το ποσοστό από την ελεύθερη διαπραγμάτευση -στην πράξη, δηλαδή, από τις εισαγωγές. Η αύξηση των εισαγωγών θα οδηγούσε, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, στη μείωση των εκτάσεων που καλλιεργούνται με ενεργειακά φυτά (κυρίως ηλίανθο και ελαιοκράμβη), στη συμπίεση των τιμών παραγωγού (δεδομένου ότι το εισαγόμενο βιοντίζελ είναι αρκετά φθηνότερο), καθώς επίσης και στη συρρίκνωση του μεριδίου αγοράς των ελληνικών επιχειρήσεων βιοντίζελ. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε, εκείνοι που έκαναν εξαρχής λόγο για μια ρύθμιση-δώρο στις πετρελαϊκές εταιρείες, οι οποίες επωφελούνται από τις χαμηλότερες τιμές αγοράς, έχοντας παράλληλα την επιλογή μεταξύ εγχώριων βιομηχανιών και κατόχων άδειας διάθεσης βιοκαυσίμων (που μπορεί να είναι και απλοί έμποροι ή εισαγωγείς).

Οι τελευταίες πληροφορίες της «ΥΧ» αναφέρουν ότι, κατόπιν των αντιδράσεων, το παραπάνω σχέδιο έχει προς το παρόν παγώσει. Μάλιστα, στην υπουργική απόφαση για την κατανομή του 2017, που θα εκδοθεί μέσα στο αμέσως επόμενο διάστημα, δε θα υπάρχει καμία αλλαγή στη μεθοδολογία ή τα κριτήρια σε σχέση με πέρυσι ενώ το ίδιο, εκτός απροόπτου, θα ισχύσει και το 2018. Την καθυστέρηση αυτή ευνοεί και το γεγονός ότι, μέχρι στιγμής, η ΕΕ δεν έχει αποκρυσταλλώσει σε συγκεκριμένα ποσοστά τις αλλαγές που προωθεί σε ό,τι αφορά τους ρύπους και το ενεργειακό μείγμα, κάτι που ωστόσο αναμένεται να γίνει το αργότερο από το 2021 και μετά.

 

Με 17 εταιρείες η φετινή ποσόστωση

Ζήτημα λίγων εβδομάδων, ενδεχομένως και ημερών, είναι, σύμφωνα με πληροφορίες της «ΥΧ», η δημοσίευση της υπουργικής απόφασης που θα καθορίζει τους δικαιούχους της φετινής κατανομής. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι ποσότητες θα είναι οι ίδιες όπως και πέρυσι (132.000 χιλιόλιτρα αυτούσιου βιοντίζελ), ενώ την πίτα θα μοιραστούν 17 εταιρείες, εκ των οποίων δύο -μια μεγάλη επιχείρηση του χώρου καθώς κι ένας καινούργιος, αλλά πολύ μικρότερος «παίκτης»- φέρονται να έχουν κοπεί για λόγους τυπικής πληρότητας, όμως αναμένεται μέσω ένστασης που θα υποβάλουν να δικαιωθούν.

Οδυσσέας Γαβρανίδης

Να μη χαθεί ό,τι έχουμε κατακτήσεις

Στη χώρα μας καλλιεργούνται σήμερα περί τα 900.000 στρέμματα με ηλίανθο, τα μισά και πλέον εκ των οποίων στον Έβρο και την Ανατολική Μακεδονία, ενώ τα τελευταία χρόνια η καλλιέργεια «κατεβαίνει» νοτιότερα, με έντονο ενδιαφέρον να καταγράφεται εσχάτως ακόμα και από παραγωγούς του Μεσολογγίου. Η συνεργασία καλλιεργητών και επιχειρήσεων γίνεται σε συμβολαιακή βάση, με τις τιμές φέτος, όπως και πέρυσι, να καθορίζονται στα 35 λεπτά/κιλό.

«Δεδομένου ότι η δυναμικότητα των ελληνικών εργοστασίων αγγίζει το 1 εκατ. στρέμματα, θα περίμενε κανείς να αυξάνουμε ως χώρα το ποσοστό του εγχώριου βιοντίζελ, όχι να το μειώνουμε», λέει στην «ΥΧ» ο διευθύνων σύμβουλος της Φυτοενέργεια και αντιπρόεδρος του ΣΒΙΒΕ, Οδυσσέας Γαβριανίδης. «Η καλλιέργεια του ηλίανθου τα τελευταία 5-7 χρόνια έχει εξελιχθεί σε μια σταθερά, αφήνοντας ένα -λίγο μικρότερο, λίγο μεγαλύτερο αναλόγως της χρονιάς- κέρδος στον παραγωγό, ο οποίος στο διάστημα αυτό έχει αποκτήσει και μια σημαντική τεχνογνωσία», τονίζει ο ίδιος και συμπληρώνει: «Θεωρώ ότι αυτό το περιβάλλον και η ισορροπία που έχει επιτευχθεί είναι κάτι ιδιαίτερα θετικό για τους Έλληνες αγρότες αλλά και για τη χώρα, εξασφαλίζοντας μια σχετική αυτονομία σε εγχωρίως παραγόμενο καύσιμο».