Πάτωσαν οι τιμές, ξεμύτισαν οι αγοραστές στο ρύζι

Με τους Τούρκους εμπόρους να κάνουν τις τελευταίες μέρες πιο αισθητή την παρουσία τους και τους εγχώριους μύλους να επιδεικνύουν έντονη κινητικότητα, αρχίζει σιγά σιγά να ανεβάζει στροφές η αγορά στο ρύζι.

Αρχίζει να κινείται το εμπόριο ρυζιού, πιέζονται να πουλήσουν οι καλλιεργητές.

Το –όψιμο έστω– αγοραστικό ενδιαφέρον είχε ως αποτέλεσμα να ανασχεθεί το τελευταίο διάστημα η πτωτική πορεία των τιμών, οι οποίες πλέον κινούνται για τα μεσόσπερμα ρύζια (τύπου Japonica, που αποτελούν και το 60% περίπου της συγκομιδής του 2016) στα 24 λεπτά το κιλό και για τα μακρύσπερμα (τύπου Indica) στα 27 λεπτά το κιλό. Σταθερές στα 27-28 λεπτά το κιλό παραμένουν οι Καρολίνες, οι οποίες, ωστόσο, είναι μικρές σε ποσότητα (10%-15% στο σύνολο της σοδειάς) και κατευθύνονται κυρίως στην εσωτερική αγορά.

Η αντιστροφή της πτωτικής τάσης ασφαλώς προσφέρει μια πολύτιμη ανάσα στους παραγωγούς, δεν αρκεί, όμως, για να εξωραΐσει την απογοητευτική εικόνα της φετινής εμπορικής σεζόν. Άλλωστε, είναι προφανές ότι η επανεμφάνιση στο προσκήνιο των αγοραστών κάθε άλλο παρά άσχετη είναι με την κατακρήμινση των τιμών σε επίπεδα που «φλερτάρουν» με πολυετή χαμηλά. «Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει κινητικότητα και γίνονται κάποιες πράξεις τις τελευταίες μέρες. Για να συμβεί, όμως, αυτό χρειάστηκε να πιάσουν πάτο οι τιμές, οι οποίες, παρά τη μικρή βελτίωση, εξακολουθούν να είναι πολύ πιεσμένες. Μιλάμε, ουσιαστικά, για τιμές τρίτων χωρών, δηλαδή χωρών όπου το κόστος παραγωγής είναι το 1/10 ή το 1/20 σε σχέση με το δικό μας», λέει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Χαλάστρας Β’, Αχιλλέας Καμπούρης. Ο ίδιος προσθέτει χαρακτηριστικά ότι από τους 50.000 τόνους που συγκέντρωσε φέτος ο συνεταιρισμός, μέχρι στιγμής έχουν πουληθεί μόλις οι 15.000 τόνοι, όταν «άλλες χρονιές την ίδια περίοδο είχαμε πουλήσει μέχρι και το 70% της συνολικής παραγωγής μας».

Ο συνομιλητής μας αποδίδει το «ζεστό», εσχάτως, ενδιαφέρον των Τούρκων και στο επερχόμενο Ραμαζάνι, στη διάρκεια του οποίου παραδοσιακά αυξάνεται η κατανάλωση ρυζιού και, επομένως, και η ζήτηση από τους εμπόρους της γειτονικής χώρας. Όσον αφορά την «απόσταση» που κράτησαν το προηγούμενο διάστημα, ο κ. Καμπούρης τονίζει στην «ΥΧ» ότι αρνητικό ρόλο έπαιξε και η υποτίμηση της τουρκικής λίρας που αποδυνάμωσε την αγοραστική δύναμη των τουρκικών ομίλων.

Σε κάθε περίπτωση, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι οι πωλήσεις θα ενταθούν το αμέσως επόμενο διάστημα.  Όπως επισημαίνουν, «αφενός λόγω των χαμηλών τιμών –τις οποίες πολλοί έμποροι χαρακτηρίζουν “ευκαιρία”– αφετέρου λόγω της πίεσης που υφίστανται οι παραγωγοί να παραδώσουν εγκαίρως το προϊόν τους, ώστε να μη χάσουν τη συνδεδεμένη, αλλά και να ρευστοποιήσουν, προκειμένου να καλύψουν έξοδα και εφόδια».

Πάτωσαν οι τιμές, ξεμύτισαν οι αγοραστές

Από τρίτες χώρες το 1 στα 2 κιλά που καταναλώνονται στην Ευρώπη

Πάτωσαν οι τιμές, ξεμύτισαν οι αγοραστέςΣήμα κινδύνου για το μέλλον της ορυζοκαλλιέργειας στην Ευρώπη εξέπεμψαν συνδικαλιστές και μέλη παραγωγικών οργανώσεων από τις οκτώ μεγαλύτερες χώρες-παραγωγούς ρυζιού της ΕΕ (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Γαλλία, Πορτογαλία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία), στο πλαίσιο του πρώτου Ευρωπαϊκού Φόρουμ για το ρύζι, που πραγματοποιήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου στο Μιλάνο.

Όπως πληροφορείται η «ΥΧ», το μείζον ζήτημα στο οποίο εστίασαν οι παριστάμενοι ήταν οι ανεξέλεγκτες δίχως δασμούς εισαγωγές από τρίτες χώρες, οι οποίες έρχονται να εντείνουν τις πιέσεις στις –ήδη πιεσμένες– τιμές. Είναι αποκαλυπτικό ότι, σύμφωνα με προβλέψεις που παρουσιάστηκαν στη διάρκεια του φόρουμ, η κατανάλωση στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί σε ποσοστό 6% στη δεκαετία 2016-2026, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης αυτής θα καλυφθεί από τις εισαγωγές.

Ενδεικτικό, επίσης, είναι ότι σήμερα το 50% του ρυζιού που καταναλώνεται στην Ευρώπη προέρχεται από τρίτες χώρες, όταν το ποσοστό αυτό το 2010 ήταν 37%. Επί τάπητος τέθηκε και το ζήτημα του κόστους των εισροών. Όπως επεσήμαναν εκπρόσωποι των παραγωγών, η ζιζανιοκτονία στο ρύζι μονοπωλείται, ουσιαστικά, από δύο μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους, με αποτέλεσμα οι τιμές όχι μόνο να μην αποκλιμακώνονται, αλλά να βρίσκονται σε διαρκή άνοδο, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία.

Το φαινόμενο, μάλιστα, δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία.

«Ριγμένοι» οι Έλληνες

Oι συνθήκες υπερπροσφοράς και η πίεση από τις εισαγωγές έχουν αφήσει το στίγμα τους στις τιμές που λαμβάνουν όλοι οι μεγάλοι Ευρωπαίοι «παίκτες» του κλάδου. Ωστόσο, οι Έλληνες παραγωγοί, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, έχουν κάθε δικαίωμα να αισθάνονται ριγμένοι. Ενδεικτικά, στις 21 Φεβρουαρίου οι μέσες τιμές για το Japonica στην Ισπανία ήταν 307,86 ευρώ/τόνος, στην Ιταλία 295 ευρώ/τόνος και στην Ελλάδα μόλις 250 ευρώ/τόνος.

Πάτωσαν οι τιμές, ξεμύτισαν οι αγοραστές