Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Δελβινάκι Ιωαννίνων το 1934 και όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος περάσαμε όλα τα κακά, τα πάνδεινα. Τα θυμάμαι όλα, γιατί ήμουν 6 χρονών. Ότι βγήκαμε από το σπίτι μας όταν πέρασαν τη μεθόριο της Αλβανίας οι Ιταλοί, ότι μας είπαν να ξαναγυρίσουμε στα χωριά μας, τα πτώματα στον δρόμο, άλλα από δω, άλλα από κει, αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα, τη μεγάλη πείνα του ’41. Με έπαιρνε η γιαγιά, περνούσαμε στην Αλβανία και διακόνευε ψωμί. Έλεγε «το παιδί θα μου πεθάνει, δεν έχουμε να φάμε» και μας έδιναν ξεροκόμματα. Έτσι ζήσαμε. Θυμάμαι τότε που μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό, σκότωσαν ανθρώπους κι έκαψαν σπίτια – μεγάλο κακό. Μας έλεγαν να φύγουμε τα γυναικόπαιδα και να πάμε στα Ζαγόρια, γιατί πίστευαν πως δεν θα πήγαιναν εκεί οι Γερμανοί, αλλά δεν το κάναμε.

Το ’45 έγινε ο Εμφύλιος, με τον οποίο περάσαμε χειρότερα. Δεν έφτανε η πείνα, είχαμε και τον πόλεμο μεταξύ μας. Τη μία μέρα ερχόταν ο ελληνικός στρατός κι έλεγε «μη φοβάστε», την άλλη μέρα έρχονταν οι αντάρτες. Ο πατέρας μου τότε ήταν ακόμα στρατιώτης – «γεροσοφούληδες» τους λέγανε. Φύγαμε ανταρτόπληκτοι και πήγαμε στα Γιάννενα.

Στα Γιάννενα έπαιρνα το κλαρίνο του πατέρα μου για να μάθω, αλλά εκείνος δεν με άφηνε. Κάποια στιγμή που ήρθε με άδεια με πήρε και με πήγε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων για να γίνω μηχανικός. Ήμουν 12 χρονών, δεν μου άρεσε το γκαράζ, έφυγα. Πήρα ένα ξύλο, το τρύπησα με ένα πυρωμένο σίδερο, του άνοιξα έξι τρύπες κι έφτιαξα ένα δικό μου κλαρίνο, αυτοσχέδιο. Έτσι έμαθα να παίζω. Έπειτα, που γύρισε ο πατέρας μου από τον στρατό, έπαιζα κρυφά, δεν του είχα πει ότι ήξερα.

Κάποια στιγμή κάλεσαν τα παιδιά με τα οποία παίζαμε να πάμε σε ένα πανηγύρι, αλλά δεν είχα κανονικό κλαρίνο. Τότε, ένας μπάρμπας της μάνας μου, ο Δήμος ο Χαρισιάδης, μου λέει: «Παίξε να σε ακούσω. Αν ξέρεις να παίζεις, θα σου δώσω το δικό μου». Έπαιξα, κι επειδή το κανονικό μου φάνηκε πιο εύκολο από το ξύλινο, τα πήγα καλά. Έτσι, με δανεικό κλαρίνο πήγαμε στο πανηγύρι του διπλανού χωριού. Όλοι οι μουσικοί ήμασταν παιδάκια. Δεν είχαμε ξαναπαίξει σε κοινό, αλλά τα πήγαμε καλά και ο κόσμος μας πετούσε λεφτά. Με αυτά τα λεφτά αγόρασα το πρώτο μου κλαρίνο.

Ο πατέρας μου απολύθηκε από στρατιώτης το ’47 και κατέβηκε στην Αθήνα. Τότε, πλέον, όλοι ήξεραν ότι παίζω καλά –μόνο ο πατέρας μου δεν το ήξερε– και με προσκάλεσαν στον χορό των απανταχού Δελβινακιωτών που γινόταν στην Αθήνα. Στις διαφημίσεις του ραδιοφώνου με αποκαλούσαν «το 12χρονο παιδί-θαύμα με το κλαρίνο» και με κάλεσαν να πάω στη Ραδιοφωνία. Ο πατέρας μου άκουσε στο ραδιόφωνο του καφενείου τη διαφήμιση που έλεγε «Πέτρος Χαλκιάς από το Δελβινάκι», έμαθε ότι είμαι στην Αθήνα και ότι θα παίξω ζωντανά, πήρε ταξί και ήρθε στη Ραδιοφωνία. Μόλις βγήκα από το κτίριο και τον είδα, μου κόπηκαν τα πόδια. Έτρεμα ολόκληρος, κοκκίνισα. Μου λέει: «Έκανες αυτό που ήθελες. Εγώ σε έστειλα στο συνεργείο κι εσύ αγόρασες κλαρίνο, αλλά μη φόβασαι, εντάξει. Σου δίνω ευχή και κατάρα: αν γίνεις ο καλύτερος, ο πρώτος, τότε έχεις την ευχή μου, αλλά αν είσαι κλαρινάκι, την κατάρα μου να ‘χεις». Δεν είπα τίποτα, έφυγα, αλλα έβαλα σκοπό της ζωής μου να γίνω ο καλύτερος. Ξεκίνησα να γράφω τραγούδια με τον Καβακόπουλο, που έγιναν ανάρπαστα.

Στα 18 πήγα στο χωριό μου επίσκεψη ως Αθηναίος. Στο πηγάδι όπου με άφησε το λεωφορείο μια κοπέλα έπαιρνε νερό. Τη βλέπω ζαλωμένη με τις βαρέλες στην πλάτη και της λέω: «Γεια σου, Μαρία». Μου απαντάει: «Μάθαμε ότι θα φάμε κουφέτα, θα παντρευτείς στην Αθήνα». «Ποιος το είπε αυτό;», τη ρωτάω. «Έτσι λένε», μου λέει. «Τι να κάνω; Aφού εδώ δεν με θέλει καμία», της απαντάω εγώ. «Ρώτησες καμία και σου είπε όχι;», με ξαναρωτά. «Ρωτάω εσένα», της λέω. «Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Πήρες φόρα. Ξέρεις πώς πρέπει να γίνει το σωστό». Έτσι πήγα στον πατέρα της και τη ζήτησα. Κι έτσι παντρεύτηκα. Στον γάμο μου είχα τον Τάσο Χαλκιά, το Μήτσο Χαρισιάδη, το Φίλιππα Ρούντα, είχα δέκα κλαρίνα. Το βράδυ, στις εντολές, στο «πίνουμε εις υγείαν των νεονύμφων» κ.λπ., λέω «Να σας πω κι εγώ κάτι. Το πρώτο κρασί το πίνω στην πρώτη μου αγάπη». Αγρίεψαν ο πεθερός και η πεθερά. Άρχισε μια φασαρία. Νόμιζαν ότι έλεγα για γυναίκα. Συνεχίζω: «Δεν τελείωσα τη φράση μου. Η πρώτη μου αγάπη είναι το κλαρίνο, η δεύτερη είναι η γυναίκα μου».

Μετά τον γάμο, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, έρχομαι πάλι στην Αθήνα. Έβγαλα κι άλλα τραγούδια κι έγινε χαμός. Λαμβάνω, τότε, ένα γράμμα από την Αμερική με μια πρόταση να πάω εκεί για να μου βγάλουν long play. Δώδεκα τραγούδια, έξι από τη μία πλευρά κι έξι από την άλλη. Μου έδιναν τα εισιτήρια και 1.000 δολάρια, ήταν πολύ καλά λεφτά. Έτσι, πήγα στην Αμερική λίγο πριν το 1960 – πρόλαβα και τον Κένεντι.

Βγάλαμε το long play, θρίαμβος! Όλα τα καλά κλαρίνα ήταν εκεί εκείνη την εποχή: ο Βασίλης, ο Σαλέας (ο παλιός), ο Τάσος ο Χαλκιάς. Παίζαμε στους χορούς που διοργάνωνε η Ομογένεια και γινόταν χαμός. Τότε πήγα να παίξω σε ένα μαγαζί αραβοτούρκικο που είχε θαμώνες Τούρκους, Αρμένιους, Έλληνες, Άραβες και πολλούς άλλους. Είχε και χορεύτριες, belly dancers. Εν τω μεταξύ, όλο το συγκρότημα που έπαιζε ήταν Τούρκοι κι εγώ δεν είχα ιδέα από τη μουσική αυτή. Ήξερα να παίζω μόνο ηπειρώτικα. Τους λέω: «Ρε παιδιά, δεν τα ξέρω εγώ αυτά, αλλά να δοκιμάσω». Το αφεντικό απάντησε: «Περάσανε πολλοί, Πέτρο, και δεν μπορέσανε». Μου δίνει δέκα τραγούδια σε μια κασέτα και μου λέει να τα μάθω μέσα σε δύο μέρες. Το κλαρίνο το είχα πάντα μαζί μου, μέρα-νύχτα, ακόμα και στο κρεβάτι μου. Είχανε βγει κάτι μαγνητόφωνα τότε που πατούσες το κουμπί και το τραγούδι ξαναγυρνούσε από την αρχή. Άκουγα προσεκτικά ξανά και ξανά το καθένα μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος και μετά ονειρευόμουν ότι το ‘παιζα. Μόλις ξυπνούσα, άρπαζα το κλαρίνο και το ‘παιζα στ’ αλήθεια. Το μάθαινα στον ύπνο μου. Σε δύο μέρες τα έμαθα και τα δέκα κι έπιασα δουλειά στο μαγαζί.

Στο Σωματείο Μουσικών της Αμερικής, που είχε οκτώ εκατομμύρια μέλη, γράφτηκα υποχρεωτικά. Σε κάθε συνέλευση σηκωνόταν ο πρόεδρος, που ήταν ελληνικής καταγωγής, έδειχνε σε έναν χάρτη διαφορετικά μέρη του κόσμου και ρωτούσε αν υπάρχει κάποιος να μας δείξει τη μουσική παράδοση καθενός. Κάποια φορά έφτασε και στην Ελλάδα. Ένα παιδί που ήταν εκεί σηκώθηκε κι άρχισε να παίζει με το μπουζούκι του τα «Παιδιά του Πειραιά». Μόλις τελείωσε, σηκώνομαι κι εγώ και λέω: «Δεν ξέρω καλά αγγλικά, αλλά αν κατάλαβα, δεν θέλετε νεοελληνική μουσική, θέλετε κάτι παραδοσιακό. Εγώ παίζω αρχαία μουσική». Παραγγέλνει ο πρόεδρος και μου φέρνουν ένα κλαρίνο. Στη σκηνή βρίσκοταν ο ίδιος, που έπαιζε πιάνο, ένας μαύρος κιθαρίστας, Αμερικανός, πολύ διαβασμένος, και ένας Σκοπιανός ντράμερ. Με ρωτάει: «Τι θα παίξεις, κύριε Χαλκιά; Για να σε βοηθήσω». Του λέω: «Συγγνώμη, πρόεδρε, αλλά σε αυτό που θα παίξω δεν θα μπορέσετε να με ακολουθήσετε». Ήταν 1.200 άτομα στην αίθουσα. Οι καλύτεροι μουσικοί. Μόλις ο πρόεδρος εξήγησε στον Αμερικανό τι είπα, εκείνος σχολίασε πως λέω μεγάλες κουβέντες: «Εγώ έσκισα τα παντελόνια μου μέχρι να μάθω κιθάρα. Διαβάζω, γράφω απταίστως και τα κάνω όλα». Τότε ο Σκοπιανός του λέει: «Έι, περίμενε, οι Έλληνες έχουν διαφορετικούς ρυθμούς, πράγματα που εμείς εδώ δεν τα έχουμε». Πριν παίξω, τους ζήτησα να μεταφράσουν κάτι για τους υπόλοιπους. «Πείτε τους ότι εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε ένα χρώμα μουσικής. Έχουμε όλα τα χρώματα που υπάρχουν στον πλανήτη κι ένα χρώμα που δεν το έχει κανένας. Είναι άλλα τα θρακιώτικα, άλλα τα μακεδονικά, άλλα τα ποντιακά, άλλα τα νησιώτικα, άλλα τα κρητικά, άλλα τα πελοποννησιακά και τα ηπειρώτικα, που δεν τα έχει κανένας στον κόσμο». Δύο συνθέτες που κάθονταν μπροστά αναρωτήθηκαν αν είμαι τρελός. «Παίξε μόνος», μου λένε, «να σε ακούσουμε». Κι αρχίζω να παίζω κοιτάζοντάς τους στα μάτια, γιατί αν τον πελάτη τον «πιάσεις» και παίξεις αυτό που θέλει η ψυχή του, σηκώνεται στα ουράνια. Και είχα «πιάσει όλους τους μουσικούς» εκεί μέσα. Μόλις τελείωσα, χειροκροτήματα, σφυριχταριές, φώναζαν «κι άλλο, κι άλλο». Έρχονται οι δύο συνθέτες, μου δίνουν συγχαρητήρια και ο ένας μου λέει: «Aυτή η μουσική που έπαιξες για ηπειρώτικο μοιάζει με την τζαζ την αμερικανική. Μήπως κλέψατε κάτι από εμάς και το παρουσιάζετε έτσι;». Μου εξηγεί ο πρόεδρος, που έκανε τον διερμηνέα, και απαντάω: «Είναι δυνατόν ποτέ ο πατέρας να κλέψει από το παιδί του;». Οι Έλληνες που ήταν μέσα χειροκρότησαν. «Συγγνώμη», μου λέει αυτός και μου ζητάει να παίξω κάτι. Εγώ του έπαιξα για ειρωνεία μια μελωδία, ένα ηπειρώτικο και πιάνει και γράφει το «That’s the way (I like it)» που έγινε παγκόσμιο σουξέ. Ήταν ένας από τους KC and The Sunshine Band! Όταν έγραψε το τραγούδι, ήρθε και με ξαναβρήκε και με ρώτησε: «Κύριε Χαλκιά, γιατί στην Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεστε αυτήν τη μουσική και όταν ερχόμαστε εκεί ακούμε μπουζούκια;». Δεν την αγάπησε καμία κυβέρνηση την παραδοσιακή μουσική. Κανείς δεν φρόντισε να την πουλήσει όπως της αξίζει σε ολόκληρο τον κόσμο.

 

Πηγή: Lifo.gr